του Georg Wilhelm Pabst
pabst4.jpg

Η ταινία βασίζεται σε ένα αληθινό γεγονός, που συνέβη το 1906 στο Courrieres, στη βόρεια Γαλλία, και που ήταν ένα από τα χειρότερα εργατικά ατυχήματα στην ιστορία. Μια έκρηξη άνθρακα προκάλεσε το θάνατο 1060 ανθρώπων και, τότε, Γερμανοί ανθρακωρύχοι από την περιοχή της Βεστφαλίας είχαν έρθει στη Γαλλία για να βοηθήσουν στην αποστολή διάσωσης. Ο Pabst και οι σεναριογράφοι του μεταφέρει το συμβάν στο παρόν (δηλαδή στα χρόνια αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και το τοποθετεί στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, μετατρέποντας την ιστορία σε ένα μήνυμα ειρήνης και αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών. Έτσι, η ταινία μπορεί να ειδωθεί και ως συνέχεια μιας προηγούμενης ταινίας του Pabst, «Στο Δυτικό Μέτωπο» (1930), μια αντιπολεμική ταινία, με σχεδόν το ίδιο καστ και τα ίδια μέλη στην παραγωγή. Στην αρχή της «Συντροφικότητας» πληροφορούμαστε για τις δύσκολες συνθήκες που βιώνει το προλεταριάτο αλλά βλέπουμε επίσης δύο μικρά αγόρια, ένα από τη Γαλλία και ένα από τη Γερμανία να τσακώνονται σε ένα παιχνίδι με βώλους, μιλώντας το καθένα τη δική του γλώσσα. Ο πόλεμος λοιπόν αντιπροσωπεύει ένα παιδιάστικο και ανούσιο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα τραύματα του πολέμου εμφανίζονται και σε άλλα σημεία στην ταινία: ένας γάλλος ανθρακωρύχος μόλις βλέπει το Γερμανό σωτήρα του, που φοράει ασφυξιογόνο μάσκα, νομίζει ότι βρίσκεται ξανά στον πόλεμο και τον περνάει για εχθρό. Είναι ένα βαρύ φορτίο και για τα δύο έθνη, αλλά ο Pabst θέλει να μεταδώσει ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα αλλά και, πάνω απ’ όλα, ένα μήνυμα για την αδελφοσύνη πέρα από εθνικότητες και τραυματικές αναμνήσεις, προς όφελος μιας κοινής ανθρωπότητας, βασισμένης στην αλληλεγγύη.
Όμως, η «Συντροφικότητα» δεν είναι απλώς μια από αυτές τις διδακτικές ταινίες με μήνυμα. Είναι επίσης μια από τις πιο τέλειες τεχνικά ταινίες του πρώτου ομιλούντος κινηματογράφου. Ο Pabst χρησιμοποιεί έναν πρωτοποριακό τότε εξοπλισμό, το «μπλιμπ», που είχε εγκαινιάσει στις αμέσως προηγούμενες ταινίες του, με τον οποίο η κάμερα μπορούσε να πλησιάσει πολύ τα αντικείμενα χωρίς τον φόβο του θορύβου της. Αυτό έδωσε απίστευτη ελευθερία στην κίνηση της κάμερας, η οποία τώρα μπορούσε να ακολουθεί τους ήρωες στα περίτεχνα και δύσκολα σκηνικά της γαλαρίας και του τούνελ του ορυχείου, ώστε να νιώθουμε σε απόσταση αναπνοής το μόχθο τους, την αγωνία τους και τον πάλη τους να σώσουν τους συναδέλφους τους. Ο θεατής είναι σαν να μπαίνει κι αυτός μαζί τους σε αυτή τη συγκλονιστική περιπέτεια, πράγμα το οποίο εντείνεται και από τα λεπτομερή και ρεαλιστικά σκηνικά των Erno Metzner and Karl Vollbrecht, που ακόμα και σήμερα δείχνουν πειστικά.
pabst5.jpg
Ο Pabst, συνδυάζοντας πραγματικές τοποθεσίες ορυχείων με αυτά τα αριστοτεχνικά σκηνικά, καταφέρνει έτσι να αποδώσει την ιστορία του με ντοκιμαντερίστικη αληθοφάνεια αλλά και με τη μαγεία του τεχνητού κόσμου των στούντιο, και δημιουργεί ένα άψογο αισθητικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώντας την κινούμενη κάμερα και τα εναλλασσόμενα σκηνικά πλάθει ένα φυσικό και τεχνητό περιβάλλον για τους ήρωές του, που αναδεικνύει το μόχθο και τις δυσκολίες της προλεταριακής ζωής. Η κάμερα, γλιστρώντας ανάλαφρα πάνω και κάτω από το έδαφος δημιουργεί εκπληκτικό αυθορμητισμό στην εικόνα: οι εργασίες στο ορυχείο συλλαμβάνονται με διακριτικές και έξυπνες κινήσεις της κάμερας. Η τρομακτική έκρηξη απεικονίζεται με τρομοκρατημένους και καπνισμένους ανθρακωρύχους να τρέχουν προς την κάμερα, τράβελινγκ αποκαλύπτουν σκοτεινές γαλαρίες, σκηνές από το κινούμενο τραίνο δείχνουν την ένταση του αναστατωμένου κόσμου που τρέχει να δει τι συνέβη, τράβελινγκ ακολουθούν τους ανθρώπους στην πύλη των εγκαταστάσεων του ορυχείου ή κάνουν περιήγηση μέσα στις παράγκες των εργατών, όπου ζουν σε άθλιες συνθήκες… Όλα δείχνουν τη σκηνοθετική μαεστρία του Pabst, που και εδώ, όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, παρακολουθεί τα γεγονότα με το χαρακτηριστικό, διαπεραστικό, σαν «ακτίνες-Χ κινηματογραφικό του μάτι», που ανατέμνει και αναλύει τις δύσκολες καταστάσεις και τις δύσκολες ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων.
Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για τη πειστικότητα της ταινίας είναι και το γεγονός ότι οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ηθοποιοί μιλάνε ο καθένας στη γλώσσα του, ώστε να αυξηθεί η ένταση και ο ρεαλισμός και να φανεί πόσο δύσκολο είναι αλλά και πώς καταφέρνουν τελικά να συνεννοηθούνε άνθρωποι που φαίνονται τόσο διαφορετικοί. Τέλος, στο ρεαλισμό της ταινίας προσθέτει και η χρησιμοποίηση ερασιτεχνών ηθοποιών, πραγματικών ανθρακωρύχων, πέρα από το βασικό πρωταγωνιστικό καστ επαγγελματιών ηθοποιών.
Ο Pabst, με αυτή την ταινία είχε σκοπό να προωθήσει τις ιδέες της εργατικής αλληλεγγύης και μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και αφιερώνει την ταινία του «στους ανθρακωρύχους όλου του κόσμου», δίνοντας ένα πανανθρώπινο μήνυμα στους εργάτες, που η δύναμή τους φαίνεται να βρίσκεται στην ενότητά τους και στη διαπίστωση του κοινού εδάφους διεκδικήσεών τους. Ο Pabst, μάλιστα, μαζί με τους Erwin Piscator και Heinrich Mann, είχε ιδρύσει τον Εθνικό Σύλλογο Κινηματογραφικής Τέχνης το 1930 (Volteverbund fur Filmkunst), για να προωθήσει με τον κινηματογράφο τις σοσιαλιστικές ιδέες. Την ίδια εποχή ήταν διευθυντής και του Συνδικάτου των Γερμανών Κινηματογραφικών Εργατών και προσπαθούσε πάντα να αντιτίθεται στη λογοκρισία. Οι προσπάθειες του δεν ήταν βέβαια χωρίς αντίδραση, στο δύσκολο πολιτικό κλίμα της εποχής, και μια από τις προηγούμενες ταινίες του, η «Όπερα της Πεντάρας» είχε προβλήματα με τη λογοκρισία. Όμως, ο Pabst δεν αποθαρρυνόταν, γι’ αυτό και προχώρησε και στην ταινία «Συντροφικότητα».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)