(M - Ο δράκος του Ντίσελντορφ)
του  Fritz Lang
lang4.jpg

Ένας ψυχωτικός δολοφόνος παιδιών τρομοκρατεί μια ολόκληρη πόλη. Η μικρή Έλζι θα είναι το όγδοο θύμα του: την ακολουθεί καθώς γυρίζει από το σχολείο σφυρίζοντας ένα τραγούδι, της αγοράζει ένα μπαλόνι από έναν τυφλό γέρο και όταν την σκοτώνει σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι η μπάλα του κοριτσιού κατηφορίζει στο στενό και το μπαλόνι υψώνεται στον αέρα-σε μια κλασική σκηνή κινηματογραφικής ανθολογίας. Συγκλονισμένοι από τα γεγονότα οι κάτοικοι κατηγορούν ο ένας τον άλλο, ψεύτικες μαρτυρίες κατακλύζουν τις αστυνομικές αρχές και ένα κλίμα παράνοιας και καχυποψίας απλώνεται παντού. Ενώ οι έρευνες του επιθεωρητού Λόμαν μοιάζουν να μην οδηγούν πουθενά, ο Σρένκερ αρχηγός του συνδικάτου του εγκλήματος της πόλης οργανώνει μια συνάντηση με τους άλλους αρχηγούς του υποκόσμου για τη σύλληψη του δολοφόνου με την βοήθεια των οργανωμένων ζητιάνων στους οποίους αναθέτει να επιβλέπουν τα παιδιά ο καθένας στην περιοχή του. Από την στιγμή που εντοπίζεται ο Χανς Μπέκερτ ως ο βασικός ύποπτος, κάποιος ζητιάνος τον πλησιάζει και σημειώνει στην πλάτη του το γράμμα Μ, το σημάδι του δολοφόνου, το κυνήγι αρχίζει και όταν αυτός παγιδεύεται σε μια άδεια αποθήκη μια συγκλονιστική δίκη λαμβάνει χώρα...
Στον ρόλο του πρώτου serial killer στην ιστορία του κινηματογράφου ο Πήτερ Λόρε/ Peter Lorre είναι συ-γκλο-νι-στι-κός, ενώ ο Φριτς Λάνγκ/  Fritz Lang δύο χρόνια αργότερα, το 1933, θα εγκαταλείψει την Γερμανία την ίδια μέρα που ο Γκαίμπελς του πρότεινε να αναλάβει, εν λευκώ, τα ηνία της γερμανικής κινηματογραφίας.
Ο Μιχάλης Δημόπουλος σημειώνει για την ταινία: «Πρόκειται για ένα κινηματογράφο ακρίβειας και λιτότητας που καταργεί σταδιακά τα περιττά εφέ, απογυμνώνει το δράμα και ρίχνει παγωμένο φως πάνω στην ματαιότητα της ύπαρξης».
Ενώ ο Νίκος Σαββάτης γράφει στην μονογραφία 400 σελίδων για τον Φριτς Λανγκ, που εξέδωσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 2003 :  «Η πρώτη ομιλούσα ταινία του Λανγκ το Μ, ο δράκος του Ντύσελντορφ είναι το αριστούργημά του, ένα μεγάλο άνοιγμα του σκηνοθέτη σε ό,τι εξ’ ορισμού ο εξπρεσιονισμός αποκλείει: την αντικειμενική σχεδόν ντοκιμαντερίστικη αναπαράσταση, την ψυχολογία και τον μπρεχτισμό. Η ταινία φρέσκια και αναφομοίωτη, εξακολουθεί να εκπλήσσει με την τολμηρή και διφορούμενη ματιά της στη δικαιοσύνη, τη μαγεμένη καταγραφή της διαδικασίας της αστυνομικής έρευνας και των περιθωριακών δικτύων σε μια σύγχρονη πόλη και κυρίως την απελευθέρωση της εγκληματικής επιθυμίας, της κακοφωνίας του ασυνείδητου που για πρώτη φορά απαιτεί να ακουστεί με τέτοια ένταση...»

(δ.τ.)