(Είναι κανείς εκεί;)
της Ella Glendining
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_is-there-anybody-out-there.jpg

Στο Νόρφολκ που μεγάλωσε η Έλα Γκλέντινινγκ πέρασε μια παιδική ηλικία ξένοιαστη και χαρούμενη με δύο γονείς, που δεν την έκαναν ποτέ να νοιώθει μειονεκτικά, επειδή γεννήθηκε σ’ ένα ασυνήθιστο σώμα. Λίγο πριν τα τριάντα και σκηνοθέτης πια, η Έλα ζει μια γεμάτη και λειτουργική ζωή, άλλοτε περπατώντας κι άλλοτε στην αναπηρική καρέκλα της, και δεν θεωρεί την εξαιρετικά σπάνια αναπηρία της ως κάτι που θέλει να αλλάξει. Το μόνο που θέλει ν’ αλλάξει η Έλα, είναι να δει επιτέλους κάποιον με το ίδιο ακριβώς σώμα με εκείνη. Κι ενώ έχει ήδη αρχίσει να καταγράφει τις πρώτες εξελίξεις της αναζήτησής της αυτής, εντελώς ξαφνικά μένει έγκυος. Το προσωπικό της βίντεο -ημερολόγιο μετατρέπεται τώρα και σε μια εξιστόρηση της εγκυμοσύνης της, αλλά και του τι σημαίνει η μητρότητα για εκείνη.
Φτιαγμένο με λίγα μέσα, και συχνά με λήψεις από κινητό που εσκεμμένα παραμένουν σ’ αυτή τη φόρμα, χωρίς, να το κάνουν φτωχότερο, αλλά αντίθετα καθιστώντας το πιο άμεσο και προσωπικό, το Είναι κανείς εκεί; της Έλα Γκλέντινινγκ είναι ένα χαρούμενο, ανθρωποκεντρικό ντοκιμαντέρ, που επικοινωνεί με ειλικρίνεια, αισιοδοξία κι αγωνιστική διάθεση, τα βιώματα και τις σκέψεις της σκηνοθέτιδάς του για τις καταστάσεις της ζωής της. Ταυτόχρονα, καταγράφει μια σειρά από συνομιλίες και συναντήσεις που η Γκλέντινινγκ θεωρεί σημαντικές, καθώς δείχνουν μερικές ακόμα πλευρές του κόσμου της αναπηρίας.
Η Έλα επικοινωνεί αυτά που νοιώθει βιωματικά, ζητώντας απ’ τους γονείς της κι απ’ την πιο στενή της φίλη που είναι στο φάσμα του αυτισμού τέτοιου είδους απαντήσεις, δεν παριστάνει την ειδικό, ούτε λέει στους άλλους τι να κάνουν -αν και πολύ ανθρώπινα μπαίνει στον πειρασμό-, δεν θέλει, όμως, να την βάζει σ’ αυτή την θέση κι η κοινωνία.  Αυτό ακριβώς εξηγεί στους γονείς παιδιών που έχουν παρόμοιες καταστάσεις με εκείνη – μια και το ακριβώς παραμένει πάντα ανέφικτο ζητούμενο ή έτσι θέλει να το βλέπει η ίδια-, αλλά και στους ανθρώπους που της μοιάζουν. εκφράζει την απογοήτευσή της για το ύψος των φαναριών και για την εγχείρηση-«σωτήρα» και μας λέει δύο-τρία λόγια από καρδιάς για τον «ικανοτισμό» και τη στάση των φυσιολογικών κατά τη στατιστική ανθρώπων.
Αυτό που μένει ως επίγευση στο θεατή δεν είναι τόσο οι απόψεις της, αν και οφείλει να τις σκεφθεί, όσο η θετική προσωπικότητά της κι η γεμάτη ζωντάνια στάση της, απέναντι σε μια ζωή που δεν είναι λειψή  εφόσον η ίδια δεν την βλέπει έτσι, γεγονός που δεν σχετίζεται με την ύπαρξη αναπηρίας ή μη, αλλά με το πώς διαχειριζόμαστε τον εαυτό μας, η ίδια είχε την τύχη να την στηρίξουν οι γονείς της με την αμέριστη αγάπη τους, μια και δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία κι εν τέλει βαρίδι για ένα παιδί απ’ το να μην έχει την αποδοχή τους.