του Jim Jarmusch
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_dead-dont-die-2.jpg

Σχόλιο πάνω σ΄ έναν κινηματογράφο είδους που προ πολλού έχει απολέσει την αθωότητά και το δυναμισμό του,  η ταινία του Jim Jarmusch ξεχειλίζει από τη χαρά του δημιουργού της καθώς «παίζει» με τα κλισέ (…ή τα αρχέτυπα αν θέλετε) των ταινιών ζόμπι.
Μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη, ο αστυνομικός (Bill Murray) και οι βοηθοί του (Adam Driver και Chloë Sevigny), ένας ιδιόρρυθμος ερημίτης (Tom Waits) που ζει μέσα στο δάσος, οι νεαροί περαστικοί επισκέπτες της κωμόπολης (μεταξύ των οποίων και η Selena Gomez), ο «αντιπαθητικός»  κάτοικός της (Steve Buscemi), μια μυστηριώδη εξωγήινη παρουσία (Tilda Swinton ), μια «διαταραχή» της φυσικής τάξης που ενεργοποιεί το Κακό, η σταδιακή εξάπλωσή και η απόλυτη κυριαρχία του σ’ αυτόν τον επαρχιακό μικρόκοσμο…
Συνεχίζοντας την περιπλάνησή του σε «ταπεινά» κινηματογραφικά είδη, όπως το γουέστερν ή οι ταινίες με «δράκουλα», ο Jim Jarmusch επισκέπτεται τώρα ένα κινηματογραφικό είδος, αυτό των ταινιών ζόμπι, ένα είδος που προ πολλού έχει εξαντλήσει τη δυναμικότητά του. Ό,τι διακρίνει κάποιος στη σκηνοθετική του οπτική είναι κυρίως  μια αποδομητική -περιπαικτική διάθεση. Της διάθεσης αυτής εκφάνσεις είναι τόσο οι διάλογοι της ταινίας –όπου οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες έχουν πολλές φορές πλήρη συνείδηση ότι υποδύονται ρόλους σε μια ταινία-, όσο και η χρήση της μουσικής υπόκρουσης, και πιο συγκεκριμένα η σχεδόν εμμονική παρουσία του κομματιού του  Sturgill Simpson, The Dead Don’t Die, τραγουδιού που δανείζει και τον τίτλο στην ταινία- και τα σχόλια που το συνδοεύουν. Το κινηματογραφικό σύμπαν της ταινίας δεν είναι αυθύπαρκτο, όπως π.χ. συμβαίνει στην ταινία που «γέννησε» την κινηματογραφική μυθολογία των ζόμπι Night of the Living Dead / Η νύχτα των ζωντανών νεκρών (1968) του George A. Romero. Για  να υπάρξει αυτή η ταινία του Jim Jarmusch χρειάζεται μια ολόκληρη ενδοχώρα:  όλη την κινηματογραφική μυθολογία των ζόμπι, δηλαδή τα κλισέ, τα αρχέτυπα αυτού του υπο-είδους, και επιπλέον τη γνώση των αφηγηματικών και δραματουργικών μηχανισμών της κινηματογραφικής μυθοπλασίας.  Χρειάζεται, δηλαδή, η ταινία θεατές «εν πλήρει συνειδήσει» και όχι αθώους.
Είναι η συγκρότηση- σύνθεση μιας μετα-μυθοπλασίας, μιας μετα-ταινίας, ό,τι παρακολουθούμε. Και αυτή η σύνθεση πραγματοποιείται με την αφηγηματική χάρη, την ειρωνεία, το χιούμορ την περιπαικτική διάθεση  του Jim Jarmusch…

Δημήτρης Μπάμπας