greek8.jpg

Το έργο του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, δε χαρίζεται. Καθρεφτίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα με ευθύτητα και τόλμη, ανατέμνοντας  ζητήματα ταυτότητας, φύλου και φυλής, ακραίες ανθρώπινες καταστάσεις, ό,τι χωρίζει και ενώνει, ό,τι απειλεί να εκραγεί ως βραδυφλεγής κοινωνική βόμβα. Στο σινεμά του, δεν υπάρχει χώρος για εύκολες λύσεις. Μόνο για δύσκολες αλήθειες. Ιστορίες μετανάστευσης, πολυπολιτισμικότητας και σεξουαλικής ταυτότητας, παραδίδονται στο θεατή χωρίς ωραιοποιήσεις και διδακτισμούς. 
Από τους πλέον διακεκριμένους έλληνες σκηνοθέτες, με διεθνή παρουσία και διακρίσεις σε παγκόσμια φεστιβάλ, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης γεννήθηκε στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας από έλληνες γονείς και ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία επτά ετών. Πραγματοποίησε σπουδές οικονομικών, ιστορίας και φιλοσοφίας στην Αγγλία, όπου και ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στο σινεμά κάνοντας ανεξάρτητες, χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες μικρού μήκους, αλλά και ταινίες για το Channel 4 και το BBC. 
Στην νέα ταινία του δημιουργού, Man at sea, η οποία συμμετείχε στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου η δράση τοποθετείται εξ ολοκλήρου επάνω σε ένα πετρελαιοφόρο, ο καπετάνιος του οποίου διασώζει μαζί με τη γυναίκα του μια ομάδα λαθρομεταναστών. Λαθρομετανάστευση και οικογένεια -δυο δυσλειτουργικοί μικρόκοσμοι εγκλωβισμένοι ο καθένας στον εαυτό του– οδηγούν σε αβέβαιη εκτόνωση της εσωτερικής τους έντασης. Ταυτόχρονα, το πλοίο συμβολίζει τη μικρογραφία μιας κοινωνίας απ’ όπου ξεχειλίζει κάθε μορφής βία. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης επιμένει εύστοχα στη συνύπαρξη επαγγελματιών ηθοποιών με ερασιτέχνες, οι περισσότεροι από τους οποίους καταθέτουν τη βιωματική τους ερμηνεία.
greek1.jpgΣτις μικρού μήκους ταινίες του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, στις οποίες διαφαίνεται ήδη τόσο το ύφος, όσο και ο θεματικός προσανατολισμός του δημιουργού. Πολλές είναι επιφορτισμένες με ιδιαίτερα προσωπικό τόνο, καθώς ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να «εκτεθεί» μπροστά στην κάμερα, καταγράφοντας ή αποδομώντας στιγμές όπως ένα παθιασμένο φιλί (The kiss), τη στρατιωτική του θητεία (Me as soldier I & II), αλλά και μια οικογενειακή τραγωδία (Eleni’s funeral day). Παιχνίδια με τη σκιά και το φως, χρωματικές αντιθέσεις που αγγίζουν την ψυχεδέλεια και ελλειπτικά νοήματα ερεθίζουν το μάτι του θεατή, καλύπτοντας θεματικές όπως η φύση (Rock globe, Mystras &Geraki), το αστικό τοπίο (New York club, European Son Queer Demonstration), η σεξουαλικότητα (Farr is queer, You ripped it out of me), ή άλλοτε σκιαγραφώντας ανδρικά πορτρέτα (Black Derek boy, Maurizio Siziliano). 
Ανάμεσα στις μικρού μήκους ταινίες του Κ. Γιάνναρη ξεχωρίζουν επίσης δυο ντοκιμαντέρ αφιερωμένα σε προσωπικότητες το έργο των οποίων άσκησε επιρροή στον έλληνα σκηνοθέτη: στο Α Desperate Vitality (1992) εξερευνά τις ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ενώ στο Τρώες υμνεί τον Κ.Π. Καβάφη (1991, βραβείο Teddy Πανόραμα Μπερλινάλε 1990).
greek7.jpgΕνδεικτικές του ύφους του σκηνοθέτη, είναι τρεις ακόμη βραβευμένες μικρού μήκους ταινίες. Στο Caught looking (βραβείο Teddy Πανόραμα Μπερλινάλε 1991), ο δημιουργός διερευνά τα όρια των σεξουαλικών φαντασιώσεων με όχημα την ομότιτλη πλατφόρμα εικονικής πραγματικότητας. Από την άλλη, στο λυρικό, «ακατέργαστο» road movie North of Vortex, ένας ομοφυλόφιλος ποιητής, ένας ναύτης και μια σερβιτόρα μοιράζονται ένα ιδιόμορφο ερωτικό τρίγωνο, αναζητώντας την απόλυτη ελευθερία (βραβείο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Σικάγο 1991). Τέλος, η ταινία Μια θέση στον ήλιο, η πρώτη επαφή του σκηνοθέτη με το ελληνικό κοινό, αφηγείται το χρονικό μιας ερωτικής ιστορίας ενός έλληνα και ενός μετανάστη, με φόντο το κέντρο της  Αθήνας (βραβείο καλύτερης ταινίας και καλύτερης βαλκανικής ταινίας στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, 1995).
Στα μεταγενέστερα μικρού μήκους έργα του, συγκαταλέγονται το Visions of Europe (2004), ένα διηπειρωτικό κινηματογραφικό μωσαϊκό 25 ιστοριών, δια χειρός ισάριθμων σκηνοθετών από τις χώρες-μέλη της Ε.Ε., μεταξύ των οποίων και οι Φατίχ Ακίν, Πίτερ Γκρίναγουεϊ, Άκι Καουρισμάκι, Μπέλα Ταρ, καθώς και το Gender pop, η καταγραφή του ομώνυμου τριήμερου καλλιτεχνικών δρώμενων επάνω σε θέματα ρόλων φύλου και ταυτότητας, το οποίο πραγματοποιήθηκε το 2008. 
Το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Κωνσταντίνου Γιάνναρη με τίτλο Κοντά στον παράδεισο / 3 steps to heaven (1995) το οποίο συμμετείχε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ των Κανών, είναι ένα «ηλεκτρισμένο», γεμάτο σασπένς και μαύρο χιούμορ, θρίλερ, με φόντο το νυχτερινό Λονδίνο. Κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα - την υποδύεται η «μούσα» του Μάικ Λι, Κάτριν Κάρτλιτζ –  η οποία επιχειρεί να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τον μυστηριώδη θάνατο του αγαπημένου της. Τρεις άνθρωποι-κλειδιά θα την καταβυθίσουν σε ένα σκοτεινό κόσμο ουσιών, φετίχ και πολιτικών σκανδάλων.
Η ταινία Από την άκρη της πόλης (1998) αφηγείται τα έργα και τις νύχτες μιας ομάδας ρωσοπόντιων μεταναστών, του 17χρονου Σάσα και της παρέας του. Αυτές οι χαμένες ψυχές που ξεδίνουν με ναρκωτικά, πορνεία, έγκλημα και βόλτες στο κακόφημο κέντρο της πόλης, μετουσιώνονται μπροστά στο φακό του Γιάνναρη σε ένα καίριο σχόλιο για τη μετανάστευση, την αποξένωση και τις πολιτισμικές, κοινωνικές και σεξουαλικές συγκρούσεις. Ντοκιμαντερίστικη χροιά και γρήγοροι ρυθμοί απεικονίζουν τη σκληρή αστική πραγματικότητα μιας κολασμένης υποκουλτούρας, ενώ ο σκηνοθέτης καταρρίπτει ευέλικτα κάθε ίχνος εθνικής και φυλετικής ταυτότητας, κάνοντας τελικά τον «άλλο», οικείο. Η ταινία απέσπασε βραβείο Σκηνοθεσίας στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 39ου ΦΚΘ, βραβείο της ΠΕΚΚ / Καλύτερη Ελληνική Ταινία και Κρατικό Βραβείο Ποιότητας: Δεύτερη ταινία μυθοπλασίας.
Στον αντίποδα, η άδεια καλοκαιρινή πρωτεύουσα δίνει το ερέθισμα στον σκηνοθέτη να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις και όλα τα μικρά θαύματα που προσδοκά ο καθένας μας, στην ταινία Δεκαπενταύγουστος (2001 -  βραβείο της ΠΕΚΚ στο 42ο ΦΚΘ, συμμετοχή στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου 2002). Εδώ, η θρησκευτική πίστη, ο ορθολογισμός και η μεταφυσική συνταξιδεύουν σε ένα road movie ανά την Ελλάδα, ιδωμένο μέσα από εντυπωσιακή κινηματογράφηση και εξαιρετικές ερμηνείες. Τέσσερις παράλληλες ιστορίες εξελίσσονται μέσα σε ένα 24ωρο, με πρωταγωνιστές τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας που φεύγουν για διακοπές, αλλά και έναν νεαρό διαρρήκτη που εισβάλλει στα διαμερίσματα και ανακαλύπτει τα μυστικά τους. Χαρακτήρες διαμετρικά αντίθετοι μεταξύ τους, όλοι ελπίζουν σε ένα θαύμα και πορεύονται σε μια καθαρτική διαδρομή. 
Με την ταινία Όμηρος (2005), εμπνευσμένη από το τραγικό περιστατικό λεωφορειοπειρατείας που είχε συγκλονίσει πριν δώδεκα χρόνια, ο σκηνοθέτης κάνει μια πολιτική ταινία στην οποία δεν «μεταφράζει», αλλά προβληματίζεται επάνω στο γεγονός, αναλύοντας με ρεπορταζιακό στυλ την απελπισία ενός ξένου που παλεύει μάταια να νικήσει τα στερεότυπα και τη ρατσιστική μανία των γύρω του. Η δαιμονοποίηση των μεταναστών, η καταπίεση και ο ρόλος των ΜΜΕ είναι οι κύριες θεματικές που θίγει η ταινία, για να αναρωτηθεί τελικά κατά πόσο είναι δυνατό να ξεφύγουμε από την ομηρία των προκαταλήψεων. Ο Όμηρος τιμήθηκε με δύο Κρατικά Βραβεία Ποιότητος (βραβείο σκηνοθεσίας και 3ο Βραβείο ταινίας Μυθοπλασίας Μεγάλου Μήκους) στο 46ο ΦΚΘ, καθώς και με το βραβείο του διεθνούς «Φόρουμ και Φεστιβάλ Ευρωπαϊκής Ταινίας» Βιέννης. 
Όπως κι οι ήρωές του, έτσι κι ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, «δεν μασά τα λόγια του». Τολμά, αμφισβητεί, ενίοτε προκαλεί, όχι για να προκαλέσει, αλλά για να προσκαλέσει το κοινό σε μια άλλη θέαση του.
Ο Kωνσταντίνος Γιάνναρης: "Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχει το θέμα της κινηματογραφικής φόρμας. Προσπαθώ να ανακαλύψω τη δική μου γλώσσα. Την ονομάζω επιγραμματικό direct κινηματογράφο. Αναζητώ τη λιτότητα. Στους διαλόγους, στην κινηματογράφηση. Είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα ποίημα του Παλαμά και ένα του Καβάφη. Εγώ βρίσκομαι πιο κοντά στον Καβάφη. Από την άλλη, ο πειραματισμός μου πρέπει να αγγίζει το ευρύ κοινό, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, αφού ο αφηγηματικός νεωτερισμός στις ημέρες μας δεν θεωρείται αβανγκάρντ. Τώρα, το αν θα ανοίξω ένα νέο δρόμο θα το δείξει η μετέπειτα πορεία μου. 
Οι ταινίες μου έχουν σαφείς αναφορές στον ανεξάρτητο και πειραματικό βρετανικό κινηματογράφο του τέλους της δεκαετίας του '80. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Βρετανοί θεωρούν τη γλώσσα μου αμιγώς βρετανική όπως, από την άλλη, δεν είναι αμιγώς ελληνική. Αλλά ποιος είναι αυτός ο ελληνικός κινηματογράφος; Θέλω να θέσω εγώ αυτό το ερώτημα. Αν θες να κάνεις αμιγώς ελληνικό κινηματογράφο, θα κάνεις ταινίες σαν του Φίνου. Και μη μου πουν οι κουλτουριάρηδες ότι κάνουν ελληνικό κινηματογράφο, γιατί το δικό τους προϊόν είναι πολύ πιο ξένο στον μέσο έλληνα θεατή από ό,τι το δικό μου."

(πηγή δ. τ.)