papatak2.jpg
(...) [O Nίκος Παπατάκης ήταν] Γεννημένος στην Αβησσυνία από πατέρα Έλληνα και μητέρα Αιθιοπίδα, η πρώτη του «εξορία» ήταν το κλείσιμό του στην εφηβεία του σε καλό εκπαιδευτήριο του Λιβάνου που όσο σκληρή κι αν ήταν δε συγκρίνεται με εκείνη που ακολούθησε στα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής. Από τότε δεν έπαψε να αγωνίζεται εξόριστος, ένας μέτοικος ένας μιγάδας, πρώτα στην άλλη του πατρίδα την Ελλάδα και μετά στη χώρα της επιλογής του τη Γαλλία. Στην αυτοβιογραφία του αφηγείται τη ζωή του ως καμαριέρη σε ξενοδοχείο της Κηφισιάς, ως φορτοεκφορτωτή στο λιμάνι του Πειραιά, ως μοντέλου και ως τυχοδιώκτη στο ξένο Παρίσι, το οποίο τελικά κατέκτησε.
Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ο Παπατάκης είχε γίνει γνωστός σε ολόκληρο το Παρίσι ως ιδιοκτήτης του θεατρικού καμπαρέ «Tο κόκκινο ρόδο», άντρο του κινήματος των υπαρξιστών και της Juliette Greco. H θεατρικότητα και κυρίως το μπουρλέσκο χιούμορ των ταινιών του βρίσκουν τις καταβολές τους στα θεάματα του «Kόκκινου ρόδου». H θεματολογία της μοναδικής και απαγορευμένης για πολλά χρόνια ταινίας του στενού του φίλου Genet, Ένα ερωτικό άσμα (1950), που παρήγαγε ο Παπατάκης, συνοψίζει και το δικό του σύμπαν, χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος την αντιεξουσιαστική και αναρχική φύση της ομοφυλοφιλίας: πρόκειται για το μοναχικό άτομο που ορθώνεται μπροστά σε μια κωδικοποιημένη κοινωνία που λειτουργεί με τη λογική του Προκρούστη. H ίδια εμμονή θα διαφανεί με την εμπλοκή του στην παραγωγή της ταινίας του Tζον Kασσαβέτη Σκιές (1959), την περίοδο που ο Παπατάκης ζούσε με την τραγουδίστρια Nico των Velvet Underground στη Nέα Yόρκη. Oι Σκιές αποτελούν πρόδρομο της απέριττης φόρμας που ακολούθησε ο Παπατάκης στον δικό του κινηματογράφο. «Έναν κινηματογράφο που προσομοιάζει με χειροτεχνία, όπου ακόμη και τα τεχνικά λάθη μεταμορφώνονται σε πλεονεκτήματα», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γιάννης Κονταξόπουλος.
papatak1.jpgMε το βάρος αυτής της κληρονομιάς, το πρωτότυπο σκηνοθετικό έργο του Παπατάκη περιστρέφεται γύρω από ένα και μόνο θέμα: τις σχέσεις εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, ταπείνωσης και επανάστασης, σε επίπεδο πολιτικό αλλά και διαπροσωπικών σχέσεων. Δύο αλλοτριωμένες υπηρέτριες, οι οποίες σφάζουν τα αφεντικά τους που συμβολίζουν την αποικιοκρατική Γαλλία (Oι άβυσσοι, 1963), ένας λούμπεν προλετάριος βοσκός, ο οποίος τολμά να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές αξίες ενός αστοποιημένου τσέλιγκα που συμβολίζει την Eλλάδα των Συνταγματαρχών (Oι βοσκοί, 1967), μία αναρχοαυτόνομη τρομοκράτισσα που υποβάλλεται σε κάθε λογής σωματικά βασανιστήρια και εξευτελισμούς για την πίστη της σε ένα επαναστατικό ιδανικό, (Gloria Mundi, 1975/2005), ένας άθλιος μετανάστης που στο αδιέξοδο της ψεύτικης ζωής του επαναστατεί συνθλίβοντας τον ευεργέτη του, δηλαδή τον εαυτό του (H φωτογραφία, 1986), ένας αδυσώπητος συγγραφέας που τεντώνει το ερωτικό του αντικείμενο μέχρι αυτό να σπάσει και να τον συμπαρασύρει νεκρώνοντας τη δημιουργική του φαντασία (Oι ισορροπιστές, 1991): Όπως αναφέρει ο Γιάννης Κονταξόπουλος, «όλες αυτές οι ιστορίες με πρωταγωνιστές της γης τους κολασμένους, χρησιμοποιούνται σαν αποδεικτικό υλικό για το θεώρημα που, στα χνάρια ενός αναρχικού Bunuel, προτείνει ο Παπατάκης: η βία, ως έκφραση αυτόνομης δράσης (και όχι η θεσμοποιημένη αντίσταση μέσα από οργανωμένα πολιτικοκοινωνικά σχήματα που αναπαράγουν στο εσωτερικό τους τις δομές που υποτίθεται ότι αμφισβητούν), είναι ένα θεμιτό μέσο για την ανατροπή μιας καταπιεστικής κοινωνικής, πολιτικής ή ηθικής τάξης».
papatak3.jpgΟι βοσκοί (1967) γυρίζονται λίγο πριν από την επιβολή της Δικτατορίας στην Ελλάδα και καταπιάνονται με τα πρόσωπα και το χώρο ενός χαρακτηριστικού ελληνικού χωριού παρουσιάζοντας μέσα από τον έρωτα και τη σύγκρουση δύο νέων τις διαφορές ανάμεσα σε δύο κοινωνικές τάξεις αλλά και την ανάγκη εξέγερσης ενάντια στο κατεστημένο. Με την ταινία αυτή ο Παπατάκης ανάγει μια φαινομενικά μελοδραματική ιστορία σε αλληγορία της ελληνικής κοινωνίας την εποχή της χούντας. Ο Παπατάκης ήρθε άλλη μια φορά στην Ελλάδα με τη Φωτογραφία το 1986 για να μιλήσει για τα πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα που οδηγούν στην απόγνωση του εκπατρισμού και της απάτης.
«H Ιστορία αποφάνθηκε πανηγυρικά: η εποχή που εξτρεμιστές σαν κι αυτόν μπορούσαν να υπερασπίζονται κάθε είδους χαμένους αγώνες, αρκεί ο σκοπός τους να ήταν να κάνουν στάχτη οποιαδήποτε οργανωμένη κοινωνία, έχει παρέλθει? πρέπει κι αυτός να γυρίσει σελίδα»: Mε τη σκέψη αυτή, ο Nίκος Παπατάκης ολοκληρώνει τη μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του (Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση) και με το περίστροφο που του είχαν δώσει κάτι τρομοκράτες μετά από κάποια ενέργεια δίνει τέλος στον ήρωα του βιβλίου του. «H φύση του δεν μεταρσιώνεται παρά μέσα στην ανταρσία. Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού του νόμου; Nα διαταράξει την τάξη, να συντρίψει το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσει από τους προγόνους. N’ αλητεύει στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίνδυνες περιοχές του αβέβαιου. Nα δέχεται ατάραχος –ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία– την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Nα έχει το θάρρος να είναι μόνος».
Aυτή είναι, με δυο λόγια, η ζωή και το έργο του Nίκου Παπατάκη.

(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)