taviani1.jpg

Στο έργο των αδελφών Taviani/ Ταβιάνι -Paolo Taviani (1931) και Vittorio Taviani (1929)-, κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες και στοιχεία ντοκιμαντέρ -απόρροια των νεορεαλιστικών επιρροών- αναμειγνύονται με μια οπτική μοντερνισμού. Το τελικό οπτικό και ακουστικό αποτέλεσμα -όπως φαίνεται στα αριστουργήματά τους La Notte di San Lorenzo (1982) και Kaos (1984), - χαρακτηρίζεται από μια έντονη μουσική, ονειρική και ποιητική διάσταση.
Το έργο τους συχνά έχει την αφετηρία του στη λογοτεχνία, αφού περιλαμβάνει πλήθος διασκευών έργων κλασικών συγγραφέων όπως οι Τολστόι, Γκαίτε, Πιραντέλο, Αλέξανδρος Δουμάς (πατήρ) .
Και οι δύο αδελφοί Taviani αποφοίτησαν από το Πανεπιστήμιο της Πίζας. Αποκτούν τις πρώτες τους εμπειρίες από τον κόσμο του θεάματος γράφοντας, σκηνοθετώντας θεατρικά έργα με τον Valentino Orsini, μια πολυσχιδή προσωπικότητα (γλύπτης, κριτικός κ.λπ.). Επηρεασμένοι από την κλασική νεορεαλιστική ταινία του Roberto Rossellini, Paisà, άρχισαν να ενδιαφέρονται, να μελετούν και να ασχολούνται με τον κινηματογράφο. Οι πρώτες προσπάθειες τους, συχνά σε συνεργασία με τον Orsini, ήταν μια σειρά από ντοκιμαντέρ με μια ποικιλία θεμάτων (όπως το San Miniato: luglio 1944).
Το Un uomo da bruciare (1962) που γίνεται με τη συνεργασία του Orsini, ήταν η πρώτη τους μεγάλου μήκους ταινία. Πρόκειται για το πορτρέτο ενός συνδικαλιστή που δολοφονήθηκε, και σ’ αυτήν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα μακρινά πλάνα που αργότερα θα γίνουν ένα από το χαρακτηριστικά των Taviani. Έκαναν ακόμη μια ταινία με τον Orsini -το I fuorilegge del matrimonio (1963), σχετικά με τους νόμους για τον γάμο και το διαζύγιο στην καθολική Ιταλία-, πριν ξεκινήσουν την δική τους καριέρα στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
taviani3.jpgΗ ταινία I sovversivi (1967) αναμειγνύει λήψεις ντοκιμαντέρ με στοιχεία μυθοπλασίας για μια ιστορία σχετικά με το θάνατο ενός ηγέτη και το τέλος μιας εποχής για την ιταλική Αριστερά. Κέρδισαν την προσοχή με το Sotto il segno dello scorpione (1969) όπου παίζει ο Gian Maria Volonté, μια ταινία με επιρροές -απόηχους από τους Brecht, Pasolini και Godard.
Το θέμα της επανάστασης υπάρχει επίσης και στο San Michele aveva un gallo (1971), μια εξαιρετική διασκευή έργου του Τολστόι. Το Allonsanfan (1974) είναι μια από τις σημαντικότερες ταινίες του πολιτικού κινηματογράφου και ένα έργο-σταθμός για τη δεκαετία του ’70: είναι ένα σχόλιο πάνω στη πολιτική στράτευση, τη φύση της- σύμφωνα με τους σκηνοθέτες είναι μια κατεξοχήν ποιητική πράξη-, τις εκδοχές της, τις συνέπειες της. Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία, το Padre Padrone (1977) - Palme d'Or στο Φεστιβάλ των Καννών- βασίζεται στη ζωή ενός ιταλού γλωσσολόγου ο οποίος στη νεανική του ηλικία ήταν ένας αγράμματος βοσκός.
Στην ταινία La Notte di San Lorenzo (1982) -που χαρακτηρίζεται από μια διάσταση παραμυθιού-, μια γυναίκα θυμάται ένα περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια την περίοδο του πολέμου: αναμνήσεις από μια νύχτα κατά την οποία οι κάτοικοι από το χωριό της αγωνίστηκαν για να μείνουν ζωντανοί. Το Kaos (1984), ίσως η καλύτερη ταινία των αδελφών Taviani, είναι μια σπονδυλωτή στη δομή της ποιητική μεταφορά διηγημάτων του Λουίτζι Πιραντέλο, που με αφορμή λαϊκούς μύθους και παραδόσεις, επιχειρούν να προσεγγίσουν πώς επιδρά το φεγγάρι στους ανθρώπους.
Το Fiorile (1993) αφηγείται την ιστορία δύο αγοριών που πηγαίνουν για να επισκεφθούν τον παππού τους, και μαθαίνουν την ιστορία μιας κατάρας, που για δύο αιώνες καταδιώκει όλους τους άνδρες της οικογένειάς τους.
Το βραβευμένο στο Βερολίνο Cesare deve morire / Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει (2012) είναι ένα ασπρόμαυρο δράμα με στοιχεία ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε σε μια φυλακή υψηλής ασφαλείας στα περίχωρα της Ρώμης. Οι αδελφοί Taviani παρακολουθούν μια ομάδα κατάδικων, ανάμεσά τους και δολοφόνοι και μέλη της Μαφίας, ενώ κάνουν πρόβες για να ανεβάσουν τον Ιούλιο Καίσαρα του Σαίξπηρ μέσα στη φυλακή.
Η φιλμογραφία των αδελφών Taviani περιλαμβάνει και άλλες ταινίες όπως τα Il sole anche di notte (1990) που διαδραματίζεται στην Νάπολη του 18ου αιώνα και βασίζεται στο «Ο πατήρ Σέργιος» του Τολστόι, το Il prato (1979) με νεορεαλιστικούς απόηχους, το Good morning Babilonia (1987), μια αναφορά στους πρωτοπόρους του κινηματογράφου, το Le affinità elettive (1996), βασισμένο στο ομότιτλο έργο του Γκαίτε, ή το La Masseria delle allodole (2007).
taviani2.jpgΟ Βασίλης Ραφαηλίδης γράφει σχετικά το ύφος των αδελφών Taviani: «Αν ορίσουμε το «στυλ», σαν την «προσωπική αισθητική» του κάθε δημιουργού, οι αδελφοί Ταβιάνι είναι, σίγουρα, οι υπ’ αριθμόν ένα στυλίστες του ευρωπαϊκού σινεμά: Ήταν οι πρώτοι που «αφηγήθηκαν ιστορίες» με τρόπο καθαρά μουσικό που στήριξαν δηλαδή τη μυθοπλασία πάνω σε έναν καμβά δανεισμένο απ’ τις σύνθετες μουσικές- ηχητικές δομές της σονάτας και της συμφωνίας. Πράγμα ευεξήγητα άλλωστε, αφού έφτασαν στο σινεμά μέσω της μουσικολογίας, χρησιμοποιώντας το θέατρο σαν πρόσκαιρο μεταβατικό στάδιο. Το περίεργο είναι πως αυτοί οι εξπέρ της «πολυσημικής» έκφρασης -στις ταινίες τους, ή πολλαπλή σήμανσης των οπτικών δεδομένων εγγίζει συχνά τα όρια της ιδεολογικής αοριστίας της μουσικής- ξεκίνησαν την κινηματογραφική τους καριέρα (το 1954) σαν οπαδοί του μονοσήμαντου νεορεαλισμού (υπήρξαν βοηθοί του Ροσσελίνι και συνεργάσθηκαν αργότερα με τον Τζαβατίνι) και σαν ντοκιμαντεριστές (Δάσκαλος και συνεργάτης τους στο ντοκιμαντέρ ήταν ο Γιόρις Ίβενς).
Αν το ντοκιμαντέρ δεν είχε καμιά απολύτως επίδραση στο στυλ των μεγάλου μήκους ταινιών τους είχε, ωστόσο, μια πολύ άμεση και χαρακτηριστική επίδραση στον κοινωνικοπολιτικό τους προσανατολισμό. Αυτοί οι ευκατάστατοι αστοί «ανακάλυψαν τον κόσμο κοιτώντας τον μέσα απ’ το βιζέρ της κάμερας» (όπως και ο Γκοντάρ) και τούτο το κοίταγμα τους οδήγησε απ’ ευθείας στο Κ.Κ. Ιταλίας».
Ο Τάσος Γουδέλης αποτιμά το έργο τους: «Αν και οι πολιτικές πεποιθήσεις των στρατευμένων αυτών σκηνοθετών σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία (δηλώνουν Μαρξιστές), θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν εύκολα στην παγίδα του επικαιρικού και του άμεσου φαινομένου, το Ταβιανικό έργο τηρεί και στις πιο έντονες ιδεολογικές του φορτίσεις, απόσταση «ποιητικής ασφαλείας» από τα θέματα του.
Η μουσική φόρμα δεν υιοθετείται τυχαία για να υποκαταστήσει την παραδοσιακή γραμμική, παραστατική αφήγηση. Η προσέγγιση των πραγμάτων που γίνεται δια μέσου της πολυσημίας των φυσικών και έντεχνων ήχων χωρίς καμιά εξαίρεση, ανατρέπει τη μονοδιάσταση σχέση εικόνας και θεατή, εκτρέπει τις ερμηνείες από την εύκολη συμπερασματική και υπονομεύει το ρεαλιστικό σκηνικό. Και επειδή ακριβώς το Ταβιανικό σινεμά δεν επιτρέπει στο πραγματικό να επιβληθεί στη δραματοποίηση, τοποθετείται πέραν των κινδύνων της εμπλοκής σε ιδεολογήματα.
Η σύλληψη της πραγματικότητας ενώ σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται εγκλωβισμένη στο κάδρο, ζει ωστόσο και αναπνέει έξω απ’ αυτό, σύνθετη, αύλη, ονειρική. Ενώ κατ’ αρχήν η αίσθηση της ιστορικότητας καθορίζει το πλαίσιο των θεμάτων, ευθύς αμέσως επεμβαίνει η αισθητική ανάγκη που στρέφεται εναντίον του «ντοκουμέντου», το κατακερματίζει και το ανασυνθέτει μέσα από τα υποκειμενικά μέτρα.
Οι Ταβιάνι, σε κάθε στιγμή ζητούν να αποδείξουν τη μια μοναδική τους ιδιότητα: τη σκηνοθετική.
Το βήμα της Ιστορίας θα φιλοξενήσει πάνω απ’ όλα το δικό τους φαντασιακό».

επιμέλεια Δ.Μ.