belatar4.jpg
Από ορισμένους, ο Bela Tarr θεωρείται ο πιο σημαντικός σύγχρονος ανατολικο-ευρωπαίος δημιουργός της έβδομης τέχνης, ο μοναχικός διάδοχος του Tarkofsky. Όπως και να 'ναι, δεν παύει να είναι μια αινιγματική περίπτωση.
Αν και οι σύγχρονοι κριτικοί χρησιμοποιούν τον όρο του "μετρ" για να περιγράψουν τον Bela Tarr, ο ίδιος ο σκηνοθέτης αρνείται το χαρακτηρισμό. Ο Bela Tarr γεννήθηκε στις 21 Ιουλίου του 1955 στο Pecs της Ουγγαρίας. Μεγαλώνοντας στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας του, o Tarr απέκτησε μια κινηματογραφική παιδεία που απέχει έτη φωτός από το σινεφίλ κινηματογράφο των μεγάλων Ευρωπαίων σκηνοθετών.
Ο κινηματογράφος του Tarr έχει διαφορετική αφετηρία και μια διαδρομή που τελικά τον ξεχωρίζει και από τους μεγάλους σκηνοθέτες της Ανατολικής Ευρώπης, για να αναδειχθεί ο ίδιος σε ένα γνήσιο sui generis του σύγχρονου κινηματογράφου.
Αν και ο ίδιος ο Tarr απορρίπτει μετά βδελυγμίας την κατάταξη του έργου του σε περιόδους, οι περισσότεροι αναλυτές του το χωρίζουν σε δύο περιόδους: την κοινωνική, αποτελούμενη από τις τρεις πρώτες ταινίες του, και την υπαρξιακή, εμβληματικό δείγμα της οποίας αποτελεί η τριλογία του Κακού.
Eπιστρέφοντας στην πρώτη περίοδο του Tarr, ανακαλύπτουμε, προς μεγάλη μας έκπληξη, εντυπωσιακές χειρονομίες προς δυο άλλα κινηματογραφικά είδη: τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και το cinema verite. Ο Tarr γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Οικογενειακή φωλιά (1977), μόλις σε ηλικία 22 ετών, όπου, με σπάνια ακρίβεια, χαρτογραφεί τη συναισθηματική εξορία μιας νεαρής μητέρας στην ενδοχώρα μιας αποξενωμένης πατριαρχικής κοινωνίας. Η ταινία αυτή τον καθιερώνει αυτοστιγμεί ως το πιο αυθεντικό ταλέντο της σχολής του docu-fiction της Βουδαπέστης.
Μαζί με τις επόμενες δύο ταινίες της "προλεταριακής τριλογίας" του, Ο Αουτσάιντερ (1981) και Προκατασκευασμένες σχέσεις (1982), η Οικογενειακή φωλιά εγκαθιδρύει την έμμονη διαλεκτική τού Tarr ανάμεσα στην τυραννία της καθημερινότητας και την βίαιη συνδιαλλαγή της με την ανθρώπινη ύπαρξη, ένας στοχασμός που θα αποτελέσει πυρήνα της μετέπειτα δουλειάς του. Όπως και στις ταινίες του Fassbinder, συνηθισμένοι άνθρωποι, παγιδευμένοι μέσα σε κοινότοπες καταστάσεις, καθίστανται μοναδικοί, σχεδόν εξαίσιοι μέσα από το αμείλικτο βλέμμα ενός σαδιστικού ουμανισμού. Ο Tarr ενορχηστρώνει την κάμερά του σε ωμά κοντινά πλάνα, αυτοσχεδιάζει τη δράση με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, και καταγράφει μια κλειστοφοβική πραγματικότητα από την οποία δεν υπάρχει καμία πιθανότητα απόδρασης.
belatar3.jpgΤο Μάκβεθ (1982), μια παραγωγή σε βίντεο του έργου του Σαίξπηρ, την οποία ο Tarr γύρισε για την Ουγγρική Τηλεόραση, αποτελεί καμπή στην ποιητική του και ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ του ρεαλισμού της πρώτης φάσης και του φορμαλισμού της δεύτερης. Αποτελούμενη από δύο μόνο, διαρκώς κινούμενα πλάνα-σεκάνς, η ταινία συνιστά μια αισθησιακή χορογραφία της κάμερας αλλά και των ηθοποιών, καθώς και μια τολμηρή εισαγωγή στην "ταρρική" θεολογία του Κακού. Αυτό το νέο φορμαλιστικό λεξιλόγιο, το οποίο θα επεκταθεί και θα τελειοποιηθεί στα κατοπινά του έργα, εξερευνάται περαιτέρω στο Φθινοπωρινό αλμανάκ (1984), ένα μπεργκμανικό δράμα δωματίου, μια ιστορία διαπλοκής και εξαπάτησης ανάμεσα σε πέντε αντίπαλους χαρακτήρες. Η έμφυτη θεατρικότητα του στιλιζαρισμένου πλατό και η ακραία χρήση του φωτισμού διαταράσσει τη νατουραλιστική γεωμετρία σωμάτων και βλεμμάτων, κατά την αιχμαλώτισή τους από έναν ανελέητο φακό.
Με το Κολαστήριο (1987), την πρώτη του συνεργασία με το μόνιμο σεναριογράφο του από την εποχή των Προκατασκευασμένων Σχέσεων και έπειτα, Laszlό Krasznahorkai, ο Tarr εισέρχεται στην άβυσσο. Ένα ερημωμένο, μεταβιομηχανικό τοπίο, ασταμάτητη βροχή, αδέσποτα σκυλιά, αδιαπέραστη ομίχλη- στοιχεία που θα επανέλθουν στις επόμενες δύο ταινίες του Tarr με τον Krasznahorkai. Το Κολαστήριο είναι ένα φιλμ νουάρ που αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, αρνείται την εξιλέωση και τη σωτηρία όχι μόνο στον κεντρικό της ήρωα, αλλά και στην ίδια την ανθρωπότητα. Το Satantango (1994) και Οι αρμονίες του Werckmeister (2000) θα κάνουν το μαχαίρι να φτάσει στο κόκαλο αυτού που ο κριτικός κινηματογράφου Jonathan Rosenbaum αποκαλεί "δαιμονικό φορμαλισμό", ολοκληρώνοντας την τριλογία πολιτικής και μεταφυσικής αλληγορίας.
Ο Bela Tarr θεωρείται πλέον ομόφωνα ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης από την Ανατολική Ευρώπη. Η πορεία του ωστόσο παραμένει μοναχική. Τα επτάωρα πλάνα του Satantango, εμπνευσμένα από τα βήματα του ταγκό, οι αλληγορικές του εκφράσεις και ο βαθύς, σκοτεινός και ανελέητος πεσιμισμός δεν προσφέρονται για ευρεία αναγνώριση και τον τοποθετούν έξω από το χώρο αυτό που φιλοξενεί άλλους μεγάλους σκηνοθέτες. Ο Bela Tar είναι ένας γνήσια μοναχικός οραματιστής της εποχής μας.

(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 2002)