whitehe2.jpg
Μια ιδιάζουσα περίπτωση σκηνοθέτη, ο Peter Whitehead (Πίτερ Γουάιτχεντ) θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους avant garde Βρετανούς κινηματογραφιστές της δεκαετίας του ’60, παρόλο που το έργο του αποτελείται επί το πλείστον από ντοκιμαντέρ, και όχι πειραματικές ταινίες. Η δουλειά του έχει χαρακτηριστεί ως απαράμιλλο ντοκουμέντο της επαναστατικής, αντι-κουλτούρας των ‘60s. Ένας πρωτοπόρος σκηνοθέτης, ο Γουάιτχεντ κατέγραψε με πειραματική διάθεση το πνεύμα της εποχής, ενώ έγινε γνωστός και για τα «διαφορετικά» μουσικά βίντεο κλιπ του και τις ταινίες του για μουσικά γκρουπ όπως οι Rolling Stones, οι Pink Floyd και οι Led Zeppelin.
Με επιρροές από το Direct Cinema, αλλά και θαυμασμό για σύγχρονούς του όπως ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο Πίτερ Γουάιτχεντ δημιούργησε ένα προσωπικό καλλιτεχνικό υβρίδιο, όπου το σινεμά ενώνεται με άλλες τέχνες, όπως το θέατρο και η μουσική, και η αμεσότητα του ντοκιμαντέρ (η οποία ενισχύεται από την χρήση της κάμερας στο χέρι) συναντά την ποίηση και την πολιτική.
Η ταινία που τον έφερε στο προσκήνιο το 1965 ήταν το Wholly Communion, ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορική πια συνάντηση των beatnik ποιητών στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, με «συντονιστή» τον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Η πιο γνωστή του ταινία όμως είναι το Tonite, let’s all make love in London, μια «δανεισμένη» φράση από το ποίημα του Άλεν Γκίνσμπεργκ, Who be kind to, που σκιαγραφεί το Swingin’ London, με συνεντεύξεις από τον Μικ Τζάγκερ, την Τζούλι Κρίστι, τον Μάικλ Κέιν και τον Ντέιβιντ Χόκνεϊ, χωρίς όμως να εξιδανικεύει την περιβόητη λονδρέζικη σκηνή. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου ηταινια είναι μια «παρωδία της σκηνής του Λονδίνου» -ακόμα κι αν σήμερα θεωρείται η πεμπτουσία της κινηματογραφικής αναπαράστασης του Swingin’ London.
Επίσης την ίδια χρονιά γύρισε το Pink Floyd London 66-67, που παρακολουθούσε το γνωστό συγκρότημα καθώς ηχογραφούσε στο στούντιο το σάουντρακ για το Tonite, και το Benefit of the Doubt, το οποίο καταγράφει την πρωτοποριακή παράσταση US του Royal Shakespeare Company (σε σκηνοθεσία Πίτερ Μπρουκ, με ηθοποιούς όπως η Γκλέντα Τζάκσον). Την ίδια χρονιά, ανακηρύχτηκε από το σημαντικό εκείνη την εποχή περιοδικό Films and Filming ως «ίσως ο πιο δημιουργικός και πρωτότυπος νέος Βρετανός κινηματογραφιστής. Η προσέγγιση και το έργο του θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για το νέο ανεξάρτητο βρετανικό σινεμά».
whitehe1.jpgΓια τον ίδιο, πάντως, το πιο σημαντικό του έργο είναι το The Fall. Πράγματι, ίσως η πιο προσωπική του δουλειά, το The Fall παρατηρεί κι εξερευνά τις αναταραχές στους δρόμους της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στέκεται ακόμα και σήμερα ως μια διορατική και εγκυρότατη δήλωση πάνω στη βία και την επανάσταση. Ο σκηνοθέτης συνέλαβε το κλίμα στους δρόμους της Νέας Υόρκης μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και πέρασε αρκετές μέρες μέσα στα, υπό κατάληψη, κτίρια του Πανεπιστήμιου Columbia, κινηματογραφώντας την αστυνομία τη στιγμή που γκρέμιζε την μπροστινή πόρτα της σχολής και την επακόλουθη βία και το χάος.
«Όλοι ξέρουν το αστείο (είναι όντως αστείο;), ότι αν θυμάσαι τη δεκαετία του ΄60, σημαίνει ότι μάλλον δεν την έζησες», λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά. «Που με τοποθετεί εμένα αυτό; Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς ότι ήμουν εκεί – ειλικρινά – αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω τον εαυτό μου, να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι ήμουν εκεί κάθε φορά που βλέπω τις ταινίες μου. Η κάμερά μου ήταν σίγουρα εκεί! Είναι λοιπόν οι ταινίες μου, “η αλήθεια μου”; Ολοένα και περισσότερο, έχουν γίνει, άθελά τους, ένα είδος “αδιαμφισβήτητης αλήθειας”. Γνωρίζω πως οι ταινίες μου γυρίστηκαν από κάποιον που αιωρούταν γύρω από τα γεγονότα, χωρίς να συνειδητοποιεί πως η κάμερα δεν τον/με συνέδεε με τον έξω κόσμο, αλλά τον εμπόδιζε. Η συνεχής δοκιμασία εκείνων που δημιουργούν τα λεγόμενα ντοκιμαντέρ είναι ότι ουσιαστικά παραμένουν πάντα ηδονοβλεψίες».
Η καταγραφή της ανερχόμενης ροκ και ποπ σκηνής από τον Γουάιτχεντ είναι εξίσου σημαντική. Δημιούργησε μερικά από τα πρώτα βίντεο για την εκπομπή Top of the Pops του BBC και κινηματογράφησε γκρουπ όπως οι Rolling Stones, The Dubliners, Eric Burdon and the Animals, The Shadows, Jimmy James and the Vagabonds, αλλά και τον Jimi Hendrix και τη Nico. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η κινηματογράφηση της συναυλίας των Led Zeppelin στο Royal Albert Hall το 1970 (Led Zeppelin).
Πολύ γρήγορα, ο Πίτερ Γουάιτχεντ ανέπτυξε προβληματισμούς σχετικά με την ικανότητα του φιλμ να απεικονίσει την πραγματικότητα και θεωρώντας ότι τελικά η τεχνολογία στεκόταν ως «εμπόδιο» ανάμεσα σε εκείνον και την αυθεντικότητα της ζωής, παράτησε το σινεμά μετά από έξι χρόνια.
Από τότε, έχει καταπιαστεί με τη ζωγραφική, τη συγγραφή μυθιστορημάτων και... την εκτροφή γερακιών, μια ενασχόληση που τον έφερε στη Σαουδική Αραβία, όπου και παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί διεύθυνε το μεγαλύτερο ιδιωτικό κέντρο εκτροφής γερακιών στον κόσμο, το Al Faisal Falcon Centre, το οποίο έκλεισε απότομα όταν ξέσπασε ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991.
Από το 1987 και μετά, ο Πίτερ Γουάιτχεντ έχει γράψει διάφορα μυθιστορήματα, όπως το Tonite let’s all make love in London και το The Risen.

(πηγή δελτίο τύπου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)