aleksandr-sokurov.jpg

Ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες στην Ρωσία αλλά και σ' όλο τον κόσμο, ο Aleksandr Sokurov θεωρείται στον χώρο του Ρωσικού κινηματογράφου, ως ένας από τους συνεχιστές του Andrei Tarkovsky, τόσο ως προς το ύφος όσο και ως προς το περιεχόμενο.
Το σκηνοθετικό του ύφος χαρακτηρίζεται από τη χρήση πλάνων μεγάλης χρονικής διάρκειας, εικαστική σύνθεση του κάδρου, αξιοποίηση των φυσικών ήχων, υποκριτική χωρίς ίχνος αυτοπροβολής από την πλευρά του ηθοποιού (οι οποίοι πολλές φορές είναι ερασιτέχνες).  Ωστόσο πιο σημαντικό από τοα προηγούμενα όμως είναι τα νοήματα και οι σημασίες στο έργο του: σύμφωνα με τον Paul Schrader (σεναριογράφος του Taxi Driver, σκηνοθέτης και θεωρητικός του κινηματογράφου) ο Aleksandr Sokurov (αλλά και ο Kiarostami) ανήκουν στην παράδοση του Υπερβατικού σινεμά -παράδοση που δημιούργησαν οι σκηνοθέτες Bresson, Dreyer, Ozu. Όπως σημειώνει σε κείμενο του στο περιοδικό Film Comment (November-December 1997): "Οι ταινίες του Sokurov προσδιορίζουν μία νέα μορφή πνευματικού κινηματογράφου. Ο Sokurov αναμειγνύει στοιχεία του Υπερβατικού ύφους –λιτότητα στα νοήματα, δυσαρμονία ανάμεσα στο περιβάλλον και τη δράση, αποφασιστικές στιγμές, στάση (stasis) -μ’ άλλες παραδόσεις: οπτικός αισθητισμός (aestheticism), διαλογισμός, και Ρώσικος μυστικισμός."
Ο Sokurov γεννήθηκε το 1951 στο Podorvikha, ένα χωριό της περιοχής Irkutsk. Ήταν γιος ενός βετεράνου του Β! Παγκοσμίου πολέμου. Γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Gorki και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη στην τηλεόραση, σε ηλικία 19 χρονών. Σπούδασε ιστορία και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στη φημισμένη κινηματογραφική σχολή VGIK στην Μόσχα, απ όπου απεφοίτησε το 1979. Εκείνη την περίοδο γνωρίσθηκε με τον Ταρκόφσκι, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για το έργο του νεαρού σκηνοθέτη και του πρότεινε να δουλέψει στα στούντιο της Lenfilm (τα δεύτερα σε μέγεθος στούντιο της Ρωσίας).
Το 1978 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία Lonely Human Voice (Μία μοναχική ανθρώπινη φωνή), η οποία δεν προβλήθηκε παρά το 1987, την περίοδο της περεστρόικα. Η ταινία βραβεύτηκε τελικά στο Φεστιβάλ του Locarno. Οι πρώτες ταινίες του Sokurov δεχόταν αρνητικές κριτικές από τους διευθυντές της Lenfilm και έτσι δεν ήταν τελικά διαθέσιμες για προβολή στο κοινό.
sokurov10.jpgΟι ταινίες οι οποίες τον έκανα γνωστό στη Δύση είναι το Ημέρες Εκλειψης/ Days of Eclipse, η διασκευή του στην Madame Bovary του Φλομπέρ, το Δεύτερος Κύκλος/ The Second Circle (1990) και κυρίως το αριστουργηματικό Mother and Son / Μητέρα και γιος (ταινία η οποία εκτός του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης προβλήθηκε και από την ΝΕΤ). Σ’ αυτήν που από πολλούς θεωρείται και το αριστούργημα του, ο Sokurov χρησιμοποιώντας ειδικούς φακούς, φίλτρα και καθρέφτες αφηγείται σε 75 λεπτά την σχέση ενός νεαρού άνδρα με την ετοιμοθάνατη μητέρα του.
Μέσα από αυτές τις τέσσερις ταινίες του –Ημέρες Εκλειψης/ Dni Satmenija, Μαντάμ Μποβαρύ/ Spasi I Sohrani, Δεύτερος Κύκλος/ Krug Vtoroj, Μητέρα Και Γιος/ Mat’ I Syn- ο θεατής παρακολουθεί την πνευματική πορεία ενός γνήσιου τέκνου της Ρώσικης παράδοσης. Αλλά κυρίως παρακολουθεί τον στοχασμό ενός δημιουργού που φαίνεται να επανακαθορίζει -μετά τον Αϊζενστάϊν και το Θωρηκτό Ποτέμκιν, μετά τον Πολίτη Κέην και τον Ορσον Ουέλς-, το πεδίο δράσης του κινηματογράφου. Οι αργοί αφηγηματικοί ρυθμοί, η εκτεταμένη χρήση του πλάνου-σεκάνς, η ταύτιση αφηγηματικού και ψυχολογικού χρόνου, η παντελής απουσία του μοντάζ, η επιμέλεια στη διαμόρφωση της εικόνας, οι εσωτερικοί ρυθμοί του κινηματογραφικού κάδρου, η διευθέτηση και κατανομή των όγκων και των σχημάτων μέσα στην εικόνα, δηλώνουν την άποψη που ο σκηνοθέτης έχει για τον κινηματογράφο: Είναι το κινηματογραφικό κάδρο ένας ιερός τόπος, είναι ο χώρος όπου το σινεμά του Aleksandr Sokurov αναπτύσσεται.
Το Moloch, ταινία που ο Sokurov γύρισε το 1999, είναι μια ανορθόδοξη περιπλάνηση στις υψηλές κορυφές της ναζιστικής ιεραρχίας. Βραβευμένη με το βραβείο σεναρίου στις Κάννες, η ταινία δημιουργεί το δικό της σύμπαν και αιτεί από τον θεατή να το αποδεχτεί. Έχοντας ορίσει το πλαίσιο -μια καταγραφή ενός 24ώρου της ζωής του Χίτλερ -, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα μυθικό τόπο: εδώ η είσοδος στο θέρετρο όπου ο Χίτλερ αναπαύεται είναι είσοδος στο Κάστρο του Κακού -και ο πόλεμος δεν είναι παρά η επιβαλλόμενη θυσία στο βωμό μιας θεϊκής οντότητας, του  Μολώχ. Η ειρωνική και απομυθοποιητική οπτική του σκηνοθέτη, κυρίως στο δεύτερο μέρος της ταινίας, είναι μια ευκαιρία για ένα στοχασμό σχετικά με την ανθρώπινη πλευρά μίας  απάνθρωπης εξουσίας.  
Ο Sokurov έχει μια αρκετά αξιόλογη παρουσία και στον χώρο του ντοκιμαντέρ: στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσ/νίκης είχε προβληθεί η ταινία του για τον συγγραφέα Σολζενίτσιν. Ενώ το ντοκιμαντέρ με τον  τίτλο Dolce, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας εστιάζει στον γνωστό Ιάπωνα συγγραφέα, Toshio Shimao. Το Dolce (1999) είναι  ένας μονόλογος της Mίχο Σιμάο (χήρας του Tοσίο Σιμάο) που περιγράφει μια ιδιαίτερη οικογενειακή ζωή, δημιουργεί στον θεατή μια παράδοξη αίσθηση. Τα γεγονότα της ζωής και το έργο του συγγραφέα είναι μόνον η αφετηρία, καθώς ο μονόλογος γρήγορα γίνεται μια εκ βαθέων προσωπική εξομολόγηση. Απομακρυνόμενη από το πρόσωπο του συγγραφέα και εστιάζοντας στο πρόσωπο της συζύγού του, η σκηνοθεσία χαρτογραφεί τις κρυφές επικράτειες της λογοτεχνικής δημιουργίας, την οικογενειακή της ενδοχώρα. Σιγά -σιγά, βυθίζεται στο σκοτεινό σύμπαν της οικογενειακής ζωής, στα επεισόδια ενός ταραχώδους βίου και στις επιπτώσεις τους. Η απομόνωση της οικογένειας, οι διαδρομές της μνήμης, οι σχέσεις μητέρας κόρης, τα συναισθηματικά τοπία της οικογενειακής ζωής, συνιστούν την πρώτη ύλη σ' αυτό το ιδιόμορφο οικογενειακό πορτραίτο.
Ο Aleksandr Sokurov είναι γνωστός στο κοινό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από την μικρή ρετροσπεκτίβα στο έργο του, που είχε διοργανωθεί από τον Δημήτρη Εϊπίδη στα πλαίσια των Νεών Οριζόντων το 1997.

Δ.Μ.