christian-petzold.jpg

Ο Christian Petzold  είναι ένας από τους πιο επιτυχημένους σκηνοθέτες της Γερμανίας. Με ταινίες όπως την «Barbara» ή την «Εσωτερική ασφάλεια» (Die innere Sicherheit) έχει κερδίσει πολλά βραβεία, μεταξύ άλλων και την Αργυρή Άρκτο. Μαζί με τον Thomas Arslan και την Angela Schanelec θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της Σχολής του Βερολίνου, μιας ομάδας σκηνοθετών, οι οποίοι με νηφάλια ματιά και αναλυτικό αφηγηματικό τρόπο καταπιάνονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα της Γερμανίας. Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης διοργανώνει τώρα ένα μεγάλο αφιέρωμα στο κίνημα αυτό. Με αφορμή την έκθεση αυτή ο Petzold μιλάει για συλλογικά αισθήματα, στερεότυπες ιδέες και τις τραγωδίες της επαρχιακής ζωής...

Κ. Petzold, τώρα είστε ώριμος για να μπείτε σε μουσείο. Πώς αισθάνεστε γι αυτό;
Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το αντιλαμβανόμουν πάντα σαν ένα σύγχρονο οργανισμό. Το ΜοΜΑ  είναι για μένα ένας τόπος  όξυνσης των αισθήσεων και γι αυτό αισθάνομαι περήφανος.
barbara1.jpg
Από πού προέρχεται ο όρος Σχολή του Βερολίνου;
Τον πρωτοάκουσα όταν έβγαζα το Toter Mann (τηλεοπτική ταινία) το 2001. Την ίδια εποχή είχε γυρίσει ο Thomas Arslan το "Ein schöner Tag". Ο κριτικός κινηματογράφου Rainer Gansera περιέγραφε τότε σε ένα κείμενό του τον τρόπο με τον οποίο οι χαρακτήρες κινούνται μέσα στην πόλη σε αυτές τις δύο ταινίες. Πώς την κατακτούν. Εννοούσε ότι θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια βερολινέζικη σχολή όσον αφορά την εμπειρία του χώρου και του βλέμματος. Άκουγα τότε διαρκώς τους Blumfeld (pop μπάντα από το Αμβούργο) που συγκαταλέγονταν στη λεγόμενη σχολή του Αμβούργου και σκέφτηκα: Τέλεια!

Τι κοινό  έχουν οι ταινίες σας με αυτές των Ulrich Köhler Christoph Hochhäusler ή της Angela Schanelec, έτσι ώστε να μιλάμε για σχολή του Βερολίνου;
Όταν ξεκινήσαμε είχαμε όλοι την αίσθηση ότι ενώ είχαμε να πούμε πολλά για τη Γερμανία κάναμε πάντα εισαγωγή ιστοριών από έξω. Όταν οι ΗΠΑ έχουν ένα μπλοκμπάστερ, το κανάλι ProSieben κάνει μια φτηνή διασκευή και την πουλάει σαν τηλεοπτικό γεγονός. Εμείς αντίθετα θέλαμε απλά να βγούμε και να δούμε: Πώς ζούμε στ' αλήθεια εμείς;

Και;
Στη δεκαετία του 90, όταν γυρίζαμε τις πρώτες μας ταινίες, η Γερμανία ήταν ακόμα υπό την επήρεια της παλιάς Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενός πολύ αποκεντρωτικού κράτους. Ωστόσο η επαρχία εμφανιζόταν συχνά στις ταινίες μόνο ως καρικατούρα. Έβλεπε κανείς ιδιότροπους, μερικές φορές μουρλούς ανθρώπους. Την ίδια στιγμή το 99% των Γερμανών προσδιορίζονταν από τα αυτοκίνητα, τα ομοιόμορφα σπίτια και τα στεγαστικά τραπεζικά συμβόλαια. Θέλαμε να εξερευνήσουμε αυτόν τον κόσμο και παράλληλα να δείξουμε ότι και εδώ μπορούν να διαδραματιστούν μεγάλες ιστορίες, μεγάλες τραγωδίες. 

Το ΜΟΜΑ έχει ήδη διοργανώσει εκθέσεις για τον κινηματογράφο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, για τον  Rainer Werner Fassbinder και τον Werner Schroeter. Υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ αυτών και της Σχολής του Βερολίνου;
Σίγουρα στις ταινίες μας διαλεγόμαστε πολύ έντονα με τον κινηματογράφο της Βαϊμάρης και του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου. Ταινίες όπως  «Ο Έμπορος των 4 εποχών» του Fassbinder ή η «Αλίκη στις πόλεις» του Wenders ήταν καθοριστικές για μένα. Για την τελευταία μου ταινία το "Phoenix" που δουλεύω αυτό τον καιρό, έκλεψα την εισαγωγή του Fritz Lang σε μία από τiς ταινίες του για τον Dr. Mabuse. Δυστυχώς, όπως και σε όλες τις αντιγραφές, δεν μου πέτυχε. Και έτσι δε θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας.
yella1.jpg

Οι σκηνοθέτες του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου επαναστατούσαν τη δεκαετία του 60 ενάντια στον «κινηματογράφο των παππούδων» και στις εταιρείες που παρήγαγαν ειδυλλιακές ταινίες για την πατρίδα και την οικογένεια και γουέστερν. Εναντίον ποιου εχθρού μάχεται η σχολή του Βερολίνου; 
Δεν υπάρχει πια εχθρός. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός στο Ντύσελντορφ κατηφόριζα την κεντρική λεωφόρο κι έπαιρνα τους κινηματογράφους με τη σειρά. Παντού έπαιζαν ταινίες όπως το "Schulmädchenreport", τα γερμανικά μπλοκμπάστερ. Αυτό το εμπορικό γερμανικό σινεμά που το έβρισκαν μπροστά τους οι σκηνοθέτες του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου, δεν υπήρχε όταν ξεκινούσαμε εμείς. Έπρεπε να ανανεώσουμε έναν κινηματογράφο που δεν υπήρχε πια.

Ο Hochhäusler γράφει στον κατάλογο της έκθεσης της ΜΟΜΑ πως τον επηρέασε και τον διαμόρφωσε το γεγονός ότι μπορούσε να δει ταινίες σε  dvd, να ξαναδεί σκηνές σε αργή κίνηση αλλά και  περισσότερες από μια φορές. Είναι η σχολή του Βερολίνου πιο έντονα αναλυτική, σε αντίθεση με τον κινηματογράφο του Φασμπίντερ και του Βέντερς που έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στα πρότυπά τους; 
Οι σκηνοθέτες του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου ήταν κι αυτοί αναλυτικοί, αλλά είχαν απλά μια πιο γερή μνήμη από εμάς. Όταν διαβάζω κείμενα του περιοδικού "Filmkritik» στο οποίο έγραφαν κάποιοι από εκείνους τους σκηνοθέτες, πάντα εκπλήσσομαι με την ακρίβεια των κειμένων. Τότε δεν υπήρχε το βίντεο. Οι σκηνοθέτες πήγαιναν παρέες στον κινηματογράφο και μετά την προβολή συζητούσαν με τις ώρες πάνω στην ταινία. Κάτι που μας κάνει να εμβαθύνουμε πραγματικά στο νόημα μιας ταινίας  είναι η εμπειρία της κοινής θέασης, το να βλέπουμε  ταινίες μαζί με άλλους. Γι αυτό και δεν βλέπω μόνος dvd, όταν μπορώ φυσικά. Σχεδόν πάντα προσκαλώ κάποιους φίλους. 

Όπως φίλους σκηνοθέτες;
Ναι. Πολλά κινήματα στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως για παράδειγμα η  Nouvelle Vague δημιουργήθηκαν από το ότι σκηνοθέτες πήγαιναν σινεμά μαζί και μετά μιλούσαν για τις ταινίες. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς.

Επομένως η Σχολή του Βερολίνου αντιλαμβάνεται τον εαυτό της σαν μια ομάδα;
Λίγο πολύ. Συναντιόμασταν συχνά για να δούμε ταινίες, ακόμα και τις δικές μας. Από αυτό προέκυπταν συχνά εποικοδομητικές συνομιλίες. Δε συμβιώνουμε βέβαια. Ας πούμε ότι σε ένα σχολείο θα ήμασταν αυτοί που θα συναντιόμασταν έξω στα σταντ ποδηλάτων για να καπνίσουμε.

Είστε ο δημοφιλέστερος και ο πιο επιτυχημένος σκηνοθέτης της Σχολής του Βερολίνου. Αισθάνεστε ότι προπορεύεστε, ότι είστε σε κάποια έδρα;
Όχι, δεν βλέπω τον εαυτό μου σαν δάσκαλο, θα είχα τότε αγωνία. Φυσικά η επιτυχία της ταινίας μου «Η Εσωτερική ασφάλεια» ήταν το έναυσμα. Μετά από αυτό με πλησίασαν σκηνοθέτες όπως ο  Hochhäusler, ο Köhler και η Maren Ade που ζούσαν στο Μόναχο και στο Αμβούργο. Έτσι ξεκίνησε η επικοινωνία και συνειδητοποιούσαμε ότι αν και ήμασταν διαφορετικοί σκηνοθέτες από διαφορετικές πόλεις σκεφτόμασταν τα ίδια πράγματα.
jerich1.jpg
Σαν σκηνοθέτης πραγματικά χρειάζεται να είναι κανείς μέλος μιας ομάδας; Δεν είναι καλύτερα να έχει τα δικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα για να επιβληθεί;
Αυτά τα έχουμε κι όλοι εμείς. Δεν υπάρχει καμία κομφορμιστική πίεση. Και δεν υπάρχει επίσης και κανενός είδους ναρκισσισμός. Κανένας δεν προσπαθεί να διεκδικήσει τα πρωτεία απ τον άλλον. Δεν είμαστε σαν τους Beatles που στο τέλος τα καλύτερα τους τραγούδια τα κράτησαν για τη σόλο καριέρα τους.

Δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Ο κλάδος των σκηνοθετών στη Γερμανία θεωρείται ως άκρως ανταγωνιστικός.
Ναι, θα μπορούσε να αποκομίσει κανείς αυτή την εντύπωση βλέποντας τι συμβαίνει κατά καιρούς στην Ακαδημία Κινηματογράφου. Σε εμάς όμως είναι διαφορετικά. Δε θέλω βέβαια να μας παρουσιάσω σαν ένα μεσσιανικό προτεσταντικό κίνημα, αλλά σίγουρα δεν πάσχουμε από υστεροβουλία. Κοιτάμε το αρχικό υλικό μας και ασκούμε σκληρή κριτική, όταν χρειάζεται.

Η Σχολή του Βερολίνου αναφερόταν ως τώρα σε έναν κινηματογράφο της σύγχρονης πραγματικότητας. Ο Thomas Arslan με την ταινία του "Gold" γύρισε ένα γουέστερν, ενώ και η τελευταία σας ταινία διαδραματίζεται στα 1945. Το μέλλον βρίσκεται στο παρελθόν;
Τα θέματα έχουν αφήσει λίγο το παρόν και οι πόλεις ποικίλλουν ανάμεσα στο Kassel, το Wolfsburg ή το Leverkusen. Έχουμε διαπιστώσει ότι η Γερμανία κρύβεται κάτω από ένα κουκούλι, που εγκυμονεί αλλαγές. Δυσκολεύτηκα πολύ να κάνω μια ταινία για το Άουσβιτς γιατί βρίσκεσαι κυκλωμένος από μεγάλες εταιρείες παραγωγής (Teamworx και Constantin) που παρουσιάζουν τέτοιου είδους θέματα σαν μεγάλα γεγονότα. Εμένα με ενδιαφέρει περισσότερο η ερώτηση: Μπορεί κάποιος να αφηγηθεί τα γεγονότα του 1945 όπως σε ένα μελόδραμα του Douglas Sirk;

Ο Hochhäusler έγραψε: «Η Σχολή έχει τελειώσει». Συμφωνείτε με το ότι το κίνημα έχει φτάσει στο τέλος του;
Από την αρχή θέλαμε να είμαστε έξω από Σχολές και Ακαδημίες, όπου θα έπρεπε να παρουσιάζουμε τις ταινίες μας σε κάποιους ειδικούς. Θέλαμε με τα λιγότερα δυνατά μέσα και πλήρη συνείδηση να κάνουμε μικρές ταινίες. Κι αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε, μέσα ή έξω από Σχολές.

[Η συνέντευξη δόθηκε στον Lars-Olav Beier για το Spiegel.online-Kultur, 23.11.2013 (www.spiegel.de). Απόδοση από τα γερμανικά Καλλιόπη Πουτούρογλου]