του Martin Scorsese
mitch1.gif
Οι δυο ηθοποιοί καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο χώρο στη συλλογική μας συνείδηση που φαίνεται σχεδόν περιττό να δηλώσω την σπουδαιότητα τους. Αλλά έτσι και αλλιώς θα κάνω την δήλωση: Ο James Stewart και ο Robert Mitchum ήταν δύο από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς στην κινηματογραφική ιστορία.
Σε μια πρώτη προσέγγιση σχηματίζουν μία ωραία αντίθεση: Ο Stewart αδέξιος, με παιδικό ιδεαλισμό και ο Mitchum λακωνικός, απογοητευμένος, μοναχικός. Όμως είχαν μια πολύ πιο περίπλοκη persona, απ’ ότι αυτή η αντίθεση υπονοεί. Επιπλέον και οι δύο ηθοποιοί - οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν διαφορετικοί μεταξύ τους-, μοιράζονταν κάτι ουσιαστικό. Ήταν η δυσφορία της μεταπολεμικής Αμερικής που έκανε star τον Mitchum και [ήταν η ίδια δυσφορία] που ανέτρεψε την ήδη καθιερωμένη εικόνα του star στον Stewart.
mitch2.gifΔεν είμαι σίγουρος ότι ο Mitchum θα γινόταν star, αν είχε γεννηθεί λίγο νωρίτερα. Η ψυχρότητα του, η αίσθηση κούρασης για τα εγκόσμια και η μελαγχολική του απάθεια ήταν τόσο πολύ προϊόν του καιρού του, που θα έκαναν λίγη αίσθηση [αν εμφανιζόταν] στην δεκαετία του 20 ή του 30. Ακόμα και ο Humphrey Bogart, στον οποίο οφείλεται η απεικόνιση της απογοήτευσης στις αμερικάνικες ταινίες, ήλπιζε. Για τον Mitchum, ελπίδα ποτέ δεν υπήρξε -ούτε ως πιθανότητα. Την πρώτη φορά, όπου ο χαρακτήρας [που υποδύεται] παρουσιάζεται στο φιλμ του Jacques Tourner, Out Of The Past, ψαρεύοντας σε μια λίμνη μαζί με το κορίτσι που αγαπά, γνωρίζεις ότι η ευτυχία γι' αυτον είναι μόνο προσωρινή. Και όταν ένας κωφάλαλος (Dickie Moore) φτάνει για να του πει ότι έχει ένα επισκέπτη, ο Mitchum ήξερε ότι το πεπρωμένο του έφθασε. Υπάρχει ένα είδος ανατολίτικης ηρεμίας και παραίτησης στον πρώιμο Mitchum (στο Out Of The Past, στο Pursued -ένα από τα αγαπημένα μου, και ένα παράδειγμα του παράδοξου υποείδους noir γουέστερν- και στο υπέροχο φιλμ του Nicholas Ray, The Lusty Men).
jimmy1.jpgΤα εγκώμια για τον James Stewart σπάνια αναφέρουν την ριζική αλλαγή στην κινηματογραφική του persona, η οποία συνέβη μετά την επιστροφή του από τον πόλεμο. Αντίθετα αυτά τα εγκώμια αφορούν τις ταινίες που γύρισε με τον Frank Capra στη δεκαετία του 30 και την ταινία Harvey. Αλλά είναι γεγονός ότι μετά το Β! Παγκόσμιο Πόλεμο, μια σειρά από έμμονες ιδέες εισχώρησαν στο έργο του Stewart: μοναξιά, μια βαθιά οργή για τον κόσμο. Αν ο προπολεμικός Stewart αντιπροσώπευε κάτι ουσιαστικά Αμερικάνικο, ο μεταπολεμικός Stewart αντιπροσώπευε κάτι αληθινά παγκόσμιο. Είναι δύσκολο να σκεφτώ κάποιον άλλο αμερικάνο ηθοποιό, ο οποίος να επανακατασκεύασε την εικόνα του τόσο ολοκληρωτικά, τόσο γενναία. Οι μόνοι οι οποίοι, ως παράδειγμα, μπορούν να συγκριθούν μαζί του, είναι ο Dick Powell (στην δεκαετία του 30 τραγουδιστής αισθηματικών τραγουδιών και στη δεκαετία του 40 σε ρόλους σκληρού) και οι λιγότεροι γνωστοί John Payne και Dennis O’ Keele που ξεκίνησαν ως αφελείς άνδρες και κατέληξαν ως σκληροί. Αλλά αυτοί ηθοποιοί δούλεψαν όλη την καριέρα τους σε Β-movies, κάτι που τους έδωσε πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα, απ’ ότι ο Stewart είχε.
Η νέα φάση στην καριέρα του Stewart άρχισε με το It’s A Wonderful Life (1946), όπου έβαλε όλη τη φυσική ενέργεια που μπορούσε να συγκεντρώσει, στην απεικόνιση ενός άνδρα που βρίσκεται στο τέλος της ζωής του -και με την μικρή παράξενη ταινία No Highway In The Sky (1951), στην οποία υποδύεται έναν επιστήμονα που οδηγείται σε ακρότητες, από έναν γεμάτο εμμονές επιστημονικό φόβο τον οποίο κανένας άλλος δεν συμμερίζεται. Ήταν στις 8 ταινίες που έκανε με τον Anthony Mann (από το Winchester ‘73 το 1950, έως το The Man From Laramie, το 1955), όπου το νέο βάθος [στην ηθοποιία] του Stewart -με την μείξη μίας βαθιάς ευσπλαχνίας, ενός εκ βαθέων θυμού και μίας ακραίας σωματικής παρουσίας- επιτράπηκε να αναδειχθεί. Οι χαρακτήρες που υποδύθηκε για τις ταινίες του Mann ήταν εγωκεντρικοί, δυναστεύονταν από απληστία και είναι σχεδόν αυτοκτονικά προσηλωμένοι στην επιδίωξη ενός μόνο σκοπού -ήταν πολύ συχνά απλώς κακοί. Ο Stewart και ο Mann υποτίθεται ότι έκαναν το Night Passage, μαζί, αλλά τσακώθηκαν και η ταινία έγινε από άλλο σκηνοθέτη. Ήταν κρίμα που μια τέτοια δημιουργική συνεργασία έπρεπε να τελειώσει, αλλά ήταν αναπόφευκτο, δεδομένης της τεταμένης εξερεύνησης μιας τέτοιας επικίνδυνης περιοχής , που επιχείρησαν. Δυστυχώς ο χωρισμός φαινόταν ότι επηρέασε τον Stewart τόσο άσχημα, που δημόσια σπανίως ανέφερε τα φιλμ του Mann.
Η δουλειά του James Stewart έφτασε σε μια απαράμιλλη ειλικρίνεια στο Vertigo (1958) του Alferd Hitchock. Το κοντινό πλάνο του Stewart, όταν περιμένει την Kim Νοvακ να βγει από το μπάνιο -ξαναφτιαγμένη ως η γυναίκα των ονείρων του- είναι κάτι τελείως διαφορετικό απ’ οτιδήποτε άλλο στη καριέρα του, ή στην καριέρα του Χίτσκοκ, ή στην κινηματογραφική ιστορία. Και το τελευταίο πλάνο της ταινίας είναι το καλύτερο παράδειγμα ενός σκηνοθέτη και ενός ηθοποιού, οι οποίοι ενώνονται για να δημιουργήσουν μια ταινία-αποκάλυψη. Το Vertigo είναι η τελευταία ταινία που έκανε ο Stewart με τον Hitchock -και είναι δύσκολο να φανταστεί κάνεις τι θα είχαν κάνει αν συνέχιζαν την συνεργασία τους.
jimmy2.jpgΟ Stewart έκανε κάποια ενδιαφέροντα πράγματα μετά το Vertigo, ειδικότερα τα δύο φιλμ για τον John Ford στις αρχές της δεκαετίας του 60 (The Man Who Shot Liberty Valance και το Two Rode Together) και επίσης το Anatomy Of A Murder (1959) και το The Flight Of The Phoenix(1966). Αλλά αρκετές από τις τελευταίες εμφανίσεις του είναι χαλαρές, σαν να ήταν έκπληκτος –σαν να είχε σοκαριστεί από το έργο του στην δεκαετία του 50. Ο Mitchum από την άλλη πλευρά, συνέχισε να πειραματίζεται. Μπορεί δημόσια να παρουσίαζε τον εαυτό του ως έναν αδιάφορο επαγγελματία, ο οποίος εμφανιζόταν μόνο για να εισπράξει την επιταγή του, αλλά είναι προφανές ότι τον είλκυαν τα παράξενα φιλόδοξα σχέδια -τα πιo αξιοσημείωτα ήταν τα Track Of The Cat, Home From The Hill, The Wonderful Country και το El Dorado. Και φυσικά ο Mitchum κατάφερε κάτι αρκετά σημαντικό στο Night Of The Hunter (1955): την ενσάρκωση του κακού με το ύφος μίας παραίσθησης. Στη δεκαετία του 70 η ηθοποιία του απέκτησε μια απλή τραγική αυθεντικότητα, ειδικότερα στο The Friends Of Eddie Coyle .
Είχα την μεγάλη ευχαρίστηση να δουλέψω με τον Robert Mitchum το 1991 στο Cape Fear . Όταν τον χαιρέτησα στο πλατό, η απάντηση του στην ερώτηση μου “Τι κάνεις” ήταν ένα άγριο ψέλλισμα “Ακόμα ζωντανός”. Αργότερα ήταν που μου είπε την παρακάτω ιστορία: O Lex Barker μια μέρα προχωρούσε στο δρόμο, όταν έπεσε πάνω σε κάποιον που ήξερε. Ο συνομιλητής τον ρώτησε πως ήταν και ο ηθοποιός απάντησε “Πολύ καλά. Ο γιατρός μου έδωσε μία άδεια κόλλα με τα αποτελέσματα του τσεκ –απ ”. Έπειτα έπεσε νεκρός στο πεζοδρόμιο. Μετά απ’ αυτό το γεγονός ο Mitchum, ποτέ δε αναφερόταν στην καλή του κατάσταση. Συνάντησα τον James Stewart δυο φορές και αυτές ήταν σε επίσημες και τυπικές περιστάσεις. Ήταν κατάλληλα ευγενής, αλλά σύντομος. Φαίνεται ότι αυτοί οι δύο γίγαντες –οι οποίοι τόσο υποκατέστησαν τις ιδιωτικές του ζωές με τις επαγγελματικές-, για πάντα θα καταλαμβάνουν μια θέση τιμής στο καλλιτεχνικό μας πάνθεον.

(Δημοσιεύτηκε στο αμερικάνικο κινηματογραφικό περιοδικό Premiere, τεύχος September 1997- Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας)