b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_clint-eastwood.jpg

Ούτε «ανεξάρτητος» ούτε ανατρεπτικός ούτε καν αντισυμβατικός, απλά -στην ωριμότητά του- νεοκλασικός (με έμφαση στο «απλά»)

Ένας Δανός σεναριογράφος και καθηγητής σεναρίου σε κινηματογραφική σχολή της χώρας του, έλεγε σε ένα συμπόσιο ότι «για να γράψει κανείς πρωτότυπα σενάρια θα πρέπει να έχει καβατζάρει τα πενήντα», εννοώντας ότι θα έπρεπε να έχει εμπειρία ζωής για φτιάξει ιστορίες με ουσία ζωής, μυθοπλασίες με κάποιο έρμα, «ενώ για να σκηνοθετήσει κανείς θα μπορούσε να είναι και κάτω από τριάντα ετών», εννοώντας ότι ένα φρέσκο βλέμμα είναι απαραίτητο σε μια εποχή που οι εικόνες ανανεώνονται συνεχώς.
Ε λοιπόν ο Κλιντ Ίστγουντ άρχισε να σκηνοθετεί τις δικές του ταινίες μετά τα πενήντα (προσοχή στη διατύπωση, «να σκηνοθετεί τις δικές του ταινίες», όχι να σκηνοθετεί ταινίες). Αφού πρώτα είχε φάει τη ζωή με το κουτάλι, έχοντας υπηρετήσει ως επαγγελματίας στρατιωτικός στις ειδικές δυνάμεις, έχοντας παντρευτεί από τα εικοσιτρία του και έχοντας αποκτήσει σε εκείνη την ηλικία εκτός από τα δύο «νόμιμα» παιδιά του και ένα εξώγαμο, ενώ οι (παράλληλες ενίοτε) ερωτικές του σχέσεις ήταν πάντα μια από τις κύριες ασχολίες στη ζωή του. Και από την άλλη, έχοντας διαγράψει μια μεγάλη πορεία στη σόου μπιζ, παίζοντας ως ηθοποιός όλων των ειδών τους ρόλους σε πολλές ταινίες, έχοντας υπάρξει τηλεοπτικό αστέρι από το 1958 όταν πρωταγωνιστούσε στην τηλεοπτική σειρά «Rawhide» του CBS, ενώ έως το 1962 είχε αποκτήσει και τον τίτλο του pop star κυκλοφορώντας μουσικούς δίσκους, είχε «σπουδάσει» το χώρο σε όλες του τις εκδοχές.
Οι ταινίες που άρχισε να σκηνοθετεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δεν ήταν ποτέ σε δικά του σενάρια και στις περισσότερες πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Τα θέματα όμως αυτών των ταινιών ήταν «σοβαρά». Σε μια εποχή που, με ορόσημο την εμφάνιση του Σπίλμπεργκ, ο αμερικανικός κινηματογράφος στρεφόταν κυρίως σε υπερθεαματικές ταινίες «για ανήλικους θεατές» (που έλεγε και ο Γούντι Άλεν) ο Κλιντ Ίστγουντ χωρίς να επιδιώξει ποτέ -ούτε καν να το διανοηθεί φαντάζομαι- να γίνει είτε «ανεξάρτητος» είτε διανοούμενος κινηματογραφιστής, άρχισε να κάνει ταινίες «προσγειωμένες», «ώριμες» θα μπορούσε απλώς να πει κανείς, χωρίς εφέ, χωρίς υπερβολές στο επίπεδο του θεάματος ή και της δράσης ακόμα, αλλά ταινίες που ταίριαζαν τόσο στην ηλικία του και την πείρα του στη ζωή, όσο και στη μέχρι τότε κινηματογραφική του καριέρα.
Για τις ταινίες αυτές, τις περισσότερες τουλάχιστον, θα μπορούσε να πει κανείς πως παρόλο που στόχευαν στο ταμείο δεν γονυπετούσαν σε αυτό, ήταν τόσο ως θέματα όσο και ως σκηνοθεσία «αριστοκρατικά» αξιοπρεπείς ταινίες. Ταινίες πάνω σε θέματα συνηθισμένα μεν, συνηθισμένα εντός ενός κινηματογραφικού είδους κυρίως, αλλά αντιμετωπισμένα με μια σοβαρότητα σχεδόν «απομυθοποιητική» (ως προς τις συμβάσεις του είδους στο οποίο ανήκαν) στη δραματουργία τους και όχι τόσο στη σκηνοθεσία τους, σε επίπεδο «όψης» δηλαδή, όπου η σκηνοθεσία δεν παρέκλινε στιγμή προς τον αισθητισμό, έδινε όμως «άνοιγμα» στις ερμηνείες των ηθοποιών, αλλά ούτε κι αυτό κραυγαλέα, στους οποίους παρείχε γενναιόδωρα «χώρο» και χρόνο να εκφραστούν ακόμα και σε βάρος της αβανταδόρικης δράσης. Οι ταινίες που σκηνοθέτησε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, για παράδειγμα, παρότι και αυτός «κατανοούσε» συναδελφικά τους ηθοποιούς που έπαιζαν σε αυτές, ήταν πολύ πιο καλλιγραφικές (μέσα στα αμερικανικά όρια βεβαίως) από τις ταινίες του Κλιντ Ίστγουντ.
Ίσως το μυστικό της ποιότητας των ταινιών του είναι κάτι τόσο απλό: «ό,τι και αν επιλέξεις να αφηγηθείς, κάντο με σεβασμό, όπως ταιριάζει στην προσωπική πορεία σου, με σεβασμό στο θέμα σου, τους ήρωες σου και τους συνεργάτες σου». Όπως το διατύπωσε η Αντελίνα Τζολί μετά τη συνεργασία τους: «Ο Κλιντ Ίστγουντ είναι ένας ηγέτης: αποφασιστικός και σαφής και αφιερωμένος στο να αφηγηθεί την ιστορία. Σέβεται κάθε απλό μέλος του συνεργείου και του δίνει χρόνο. Ο καθένας αισθάνεται ότι έχει αξία, ο καθένας κάνει το καλύτερο του. Ποτέ δεν είδα άλλον σκηνοθέτης που να δείχνει τέτοιο σεβασμό. Όχι επειδή είναι ο Κλιντ Ίστγουντ, αλλά επειδή είναι γενναιόδωρος και ενδιαφέρεται για τον καθένα.» Τόσο απλό!

Σωτήρης Ζήκος