του Βασίλη Ραφαηλίδη
elia-kazan.jpg

 «Οι ταινίες μου, δεν κριτικάρουν. Αντιπροσωπεύουν γεγονότα και τα γεγονότα απλώς καταδεικνύονται.» Αυτή η φράση του Καζάν, παρμένη από μια αποκαλυπτική του συνέντευξη, δημοσιευμένη στο Καγιέ ντυ Σινεμά χαρακτηρίζει θαυμάσια όχι μόνο την αισθητική του, αλλά και τον γενικότερο προβληματισμό του, που δεν είναι παρά μια ασταμάτητη έρευνα χωρίς συγκεκριμένο στόχο, μια απελπισμένη αναζήτηση κάποιας αλήθειας που εκ των προτέρων ξέρει ότι δεν θα τη βρει ποτέ. Ονόμασαν τον Καζάν «κινηματογραφιστή του φόβου». Ενός φόβου που παγώνει το χαμόγελο μόλις πάει να σχηματισθεί και το μεταμορφώνει σε τρομαχτική γκριμάτσα, ενός φόβου που διαστρεβλώνει την αλήθεια όχι για  να την εξαφανίσει τεχνητά αλλά για να την διοχετεύσει στο θεατή με υπονοούμενα μόλις ορατά, με φευγαλέες νύξεις, που δίνονται καλυμμένες μέσα σ’ έναν χείμαρρο από οπτικά σοκ. Ο Καζάν δεν επιζητεί την λογική κατάφαση του θεατή, ώστε να αποδεχθεί τις απόψεις του. Προσπαθεί να εκβιάσει απ’ ευθείας τις αισθήσεις του και μέσα απ’ αυτές την νόηση του. Και το «νοήμον» κοινό αντιδρά. Και φυσικά, όλες οι ταινίες ήταν γι’ αυτό το λόγο παταγώδεις εμπορικές αποτυχίες.
(…)
Το 1950 με το Πανικός στους δρόμους, ο Καζάν αρχίζει κάπως δειλά τη μελέτη του μόνιμου προβλήματος του σε λίγα χρόνια θα γίνει έμμονη ιδέα. Τι σημαίνει και πώς διαμορφώνεται ο «Χόμο Αμερικάνους». Ήταν 41 ετών τότε και η συσσώρευση εμπειρίας 37 χρόνων ζωής στην θετή πατρίδα του είχε δημιουργήσει πολλά ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα του αγώνα για την κατάχτηση της Γης της Επαγγελίας, όπως τον περιέγραψε αργότερα- το 1963- στο Αμέρικα- Αμέρικα.
Από τους Έλληνες γονείς του είχε κληρονομήσει τα δόγματα της άκαμπτης χριστιανικής ηθικής που προδιαγράφει και προκαθορίζει την ατομική συμπεριφορά σύμφωνα με το ευαγγελικό «αγάπα τον πλησίον σου…». Στην Αμερική, όπου οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να περνούν καλά σ’ αυτόν τον κόσμο χωρίς να παραιτούνται από τη δυνατότητα να περάσουν καλά και στο άλλο, οι ορθόδοξες –στην κυριολεξία- ηθικές απόψεις του διαθλάστηκαν στο σύνθετο πρίσμα των σκοπιμοτήτων.
Έκπληκτος ο Καζάν ανακαλύπτει πως η ηθική είναι έννοια πολυεπίπεδη και πως το αμερικάνικο επίπεδό της προσδιορίζεται απ’ το παραχριστιανικό δόγμα- «αγάπα τον πλησίον σου, αλλά όταν γίνεται εμπόδιο στη ατομική σου προκοπή μη διστάσεις να τον ξεπαστρέψεις με τον πιο γρήγορο και αποτελεσματικό τρόπο ώστε να απαλύνεις χριστιανικώ τω τρόπω την οδύνη του».
Η συνταραχτική αποκάλυψη τού προκαλεί κρίση συνείδησης απ’ την οποία ακόμα δεν συνήλθε και που ωστόσο, αποτέλεσε την αστείρευτη πηγή απ’ όπου πάντα αντλεί την έμπνευση του.
Στις ΗΠΑ, διαπίστωσε πως η χριστιανική ηθική δεν ήταν το γερό έρεισμα που ονειρευόταν και με το οποίο θα μπορούσε να υποστυλώσει το παραπαίον κοινωνικοφιλοσοφικό του σύστημα. Την πετάει λοιπόν στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας του πολιτισμού μαζί με την πίστη του σ’ έναν Θεό Πατέρα που στην Αμερική του Καζάν κάθε άλλο παρά Παντοκράτωρ είναι.
Στη θέση της χαμένης πίστης που αποτελούσε ένα είδος κοινού παρανομαστή για τον έλεγχο της κοινής ηθικής συμπεριφοράς βάζει έναν δικής του κατασκευής κριτικό αγνωστικισμό στο κέντρο του οποίου τοποθετεί τον «κατά μόνας επαναστάτη» που μέσα απ’ την άρνηση του κομφόρμ καταλήγει στην άρνηση κάθε δέσμευσης, κοινωνικά προσδιορισμένης.
Οι ήρωες του Καζάν πάσχουν μόνιμα από μια τυπική αμερικάνικη υπερδιέγερση που λίγο απέχει απ’ τη νεύρωση. Έχοντας αρνηθεί την ετοιμοπαράδοτη χριστιανική πίστη δεν καταφέρνουν να την αντικαταστήσουν μ’ έναν κώδικα συμπεριφοράς που να βρίσκεται περισσότερο κοντά στα βιολογικά καθορισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο ενάρετος ματεριαλισμός τους δεν διαφθείρει, βέβαια, αλλά οπωσδήποτε αποβλακώνει.
Το πρόβλημα λοιπόν που θέτει ο Καζάν στον εαυτό του έχει σχέση με την εξεύρεση ενός τρόπου που θα επιτρέψει απ' την μία μεριά στο άτομο να διαφυλάξει την προσωπικότητα του και απ’ την άλλη, στην ομάδα να υιοθετήσει ένα ανθρωπινότερο σύστημα συμπεριφοράς με την κατ’ αρχήν άρνηση του πουριτανισμού που για τον πανθεϊστή ελληνοαμερικανό – ο οποίος πήγε μαζί του στην καινούργια του πατρίδα και τα αταβιστικά κατάλοιπα ενός γνήσιου ελληνικού παγανισμού- αποτελεί την λύδια λίθο για τον ξορκισμό του κακού, το οποίο απειλεί μόνιμα τον αμερικάνικο τρόπο ζωής που τόσο αγαπάει- και φοβάται ταυτόχρονα.

(αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύθηκε στον Σύγχρονο Κινηματογράφο Νο 6, 1970)