pollet.jpg
Jean- Daniel Pollet
Έρευνα και επιλογή κειμένων: Μιχάλης Δημόπουλος και Roberto Turigliatto.
Έκδοση: 39ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. 1998. Σελ.: 132.

Κάθε βιβλίο εμπεριέχει μία ή περισσότερες αφηγήσεις. Ακόμα και σ' ένα μη λογοτεχνικό βιβλίο -όπως είναι η έκδοση Jean- Daniel Pollet (Ζαν Ντανιέλ Πολέ), αφιερωμένη στο έργο του άγνωστου στην Ελλάδα, γάλλου σκηνοθέτη- οι αφηγηματικές γραμμές, αχνές, αποσπασματικές και ασυνεχείς, διατρέχουν τις σελίδες. Αποτελούμενη από κείμενα και συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, κριτικές για το έργο του, φωτογραφίες από ταινίες και τέλος από συνεντεύξεις συνεργατών και φίλων του (μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας Κώστας Φέρρης), η έκδοση σχεδιάστηκε για να συνοδεύσει ένα αφιέρωμα που τα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Τορίνο διοργάνωσαν. Παρ' όλα αυτά όμως διαθέτει μια σχετική αυτονομία τόσο από το τιμητικό γεγονός, όσο και από το ίδιο το έργο του σκηνοθέτη: η εμβέλεια του, με κέντρο τις ταινίες, υπερβαίνει τον χώρο των κινηματογραφικών εικόνων.
Τρεις αφηγηματικές γραμμές διακρίνει ο αναγνώστης να διαπερνούν το βιβλίο. Η πρώτη και πλέον εμφανής, οργανώνεται γύρω από τον βίο του σκηνοθέτη: μία μικρή βιογραφία και (σ' ένα μεγάλο βαθμό) αυτοβιογραφία που ξεκινά μ' ένα τρόπο εξόχως κινηματογραφικό. Στις πρώτες σελίδες, ο Jean- Daniel Pollet αφηγείται ένα, στην κυριολεξία, τραυματικό συμβάν της ζωής του: το ατύχημα με τραίνο καθώς προσπαθούσε να κινηματογραφήσει τις σιδηροδρομικές γραμμές Χένα ατύχημα που τον έφερε πολύ κοντά στον θάνατο και του οποίου οι συνέπειες δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί. Μέλος του κινήματος της γαλλικής Nouvelle Vague, ο Pollet ξεκίνησε το ταξίδι του στον κινηματογράφο από τις κινηματογραφικές αίθουσες: ήταν οι ταινίες του Τζων Φορντ και Τσάρλι Τσάπλιν που τον οδήγησαν στην σκηνοθεσία. Μακριά από τον κύκλο των Cahiers Du Cinema (περιοδικό που καθοδήγησε το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ) ο Pollet ακολούθησε ένα δρόμο μοναχικό: προσανατολίστηκε κυρίως προς ένα κινηματογράφο δοκιμιακό, ένα σινεμά που αρνείται την μυθοπλασία: σ' αυτό το σινεμά τα πρόσωπα και τα πράγματα αποτελούν τον πυρήνα των εικόνων. Όπως σημειώνει ο Μιχάλης Δημόπουλος στο εισαγωγικό του κείμενο: Ο Pollet είναι "ένας μοναδικός, μοναχικός μετεωρίτης που προσπαθεί να συνδέσει την ύλη με το πνεύμα, τη χειρωνακτική παρέμβαση με την πνοή και το όραμα". Ωστόσο γύρισε και ταινίες μυθοπλασίας με αφορμή την γοητεία και σαγήνη που εξέπεμπαν κάποια ιδιαίτερα στην μορφή πρόσωπα (στις περισσότερες πρωταγωνιστεί ο ερασιτέχνη ηθοποιό Claude Melki (Κλοντ Μελκί)) -ενώ σε μία αποτυχημένη εμπορική του ταινία πρωταγωνιστεί και η Τζένη Καρέζη.
Η κριτική (και ορισμένες φορές αυτοκριτική) αποτίμηση αυτού του έργου συγκροτεί την δεύτερη και λιγότερο συνεκτική αφηγηματική γραμμή: κείμενα που με αφορμή τις εικόνες αναπτύσσουν ένα δοκιμιακό και στοχαστικό λόγο. Μέσα από αυτά συγκροτείται μία αφήγηση που ιστορεί την περιπέτεια των έμμονων ιδεών του σκηνοθέτη, του πάθους του για ένα κινηματογράφο ποιητικό, για ένα σινεμά μη συμβατικό. Αν και αυτά τα κείμενα μοιάζουν παράδοξα και παράξενα -και πιθανώς ακατανόητα- στα μάτια του σημερινού θεατή του αφηγηματικού κινηματογράφου, συνιστούν ωστόσο μια αποκαλυπτική χειρονομία: αναδεικνύουν τον αγώνα και την αγωνία του σκηνοθέτη για ένα διαφορετικό στην μορφή κινηματογράφο. Αυτός ο αγώνας είναι διαχρονικός: είναι η αγωνία και η πάλη του δημιουργού να εκφράσει το βαθύτερο αίσθημα των πραγμάτων και των προσώπων, μακριά από συμβάσεις και κοινοτυπίες. Δευτερογενής ο λόγος των κριτικών κειμένων κινείται στο ίδιο χώρο με τις εικόνες που σχολιάζει: αναζητά την βαθύτερη ουσία των εικόνων, προσπαθεί να εκφράσει με λέξεις ένα στοχασμό ο οποίος πρωτογενώς εκφέρεται διαμέσου των εικόνων. Το χάσμα εδώ είναι αναμενόμενο: προκύπτει από την εγγενή αδυναμία του λόγου να εκφράσει την αίσθηση που δημιουργεί η εικόνα. Όμως αυτή η μάταιη προσπάθεια δίνει συχνά κάποια γόνιμα αποτελέσματα: τα κείμενα των Jean Thibaudeau, Alexandre Astruc, Phillipe Sollers και Pascal Bonitzer μπορούν να θεωρηθούν ως ένας παράλληλος λόγος, που διεκδικεί την αυτονομία του με ιδιαίτερη επιμονή και επιμέλεια. Ίσως έχει κάποια σημασία ότι τα τρία από τα τέσσερα κείμενα γράφτηκαν για να συνοδεύσουν ως σχόλιο τις ταινίες του σκηνοθέτη. Αυτός ο λόγος είναι στην ουσία του ελάχιστα κριτικός: δεν ασχολείται με το τι ήθελε να εκφράσει ο σκηνοθέτης δημιουργός, αλλά περιγράφει με στοχαστικό τρόπο και μέσα από την φόρμα ενός δοκιμίου την προσωπική αλήθεια του συγγραφέα- θεατή: αποτελεί δηλαδή την καταγραφή μίας αισθητικής εμπειρίας Χτης θέασης μιας ταινίας.
Όμως η προσωπική αλήθεια του σκηνοθέτη θα πρέπει να αναζητηθεί στην τρίτη αφηγηματική γραμμή: στην πνευματική του περιπλάνηση στην Μεσόγειο, και πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα. Με αφορμή τα γυρίσματα της ταινίας του Μεσόγειος, ο σκηνοθέτης θα έρθει σε επαφή με τον ελληνικό χώρο και τους ανθρώπους του, θα γοητευθεί από τις αντιφάσεις του τόπου. Δεν βρισκόμαστε μπροστά στην περίπτωση ενός φιλελληνισμού ρομαντικού τύπου, όπου ο φολκλορισμός και ο εξωτισμός περισσεύουν -αντίθετα ο σκηνοθέτης γοητεύεται στον ίδιο βαθμό από ένα ξεχασμένο αρχαίο ναό, από ένα πανηγύρι της δεκαετίας του 60 και από τον λόγο ενός έλληνα λεπρού. Έτσι, μετά τον Ζυλ Ντασέν, ο Pollet κατορθώνει να δει την Ελλάδα στην σύγχρονη διάσταση της: ως μια κοινωνική πραγματικότητα που δυναστεύεται από ένα ένδοξο παρελθόν, την κλασική αρχαιότητα. Μοιάζει παράδοξο αλλά το βλέμμα του Pollet συλλαμβάνει -την ίδια εποχή που ο εμπορικός ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν στο απόγειο του-, μια Ελλάδα άγνωστη στο βλέμμα του θεατή: είναι η αίσθηση υλικότητας και τα ίχνη του θανάτου που ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει στον Ελληνικό χώρο και στα πρόσωπα. Έτσι η φωτογραφία με το πρόσωπο του λεπρού Ρεμουνδάκη (στο βιβλίο περιέχεται ο συγκλονιστικός μονόλογος του από την ταινία Τάξη) ή η φωτογραφία με τις κολώνες του αρχαίου ναού (από την ταινία Βάσσες) συνδέονται με μια συγγένεια αισθητικής και οντολογικής τάξης: η τραχύτητα του παραμορφωμένου από την λέπρα προσώπου διαθέτει μια υλικότητα (αλλά και μια αίσθηση του θανάτου) που ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει και στις πέτρες του αρχαίου ναού. Η δήλωσή του είναι αποκαλυπτική για το τρόπο που αντιμετωπίζει την ύλη και τους ανθρώπους: "Ο Ρεμουντάκης είναι ένας από τους πιο όμορφους ανθρώπους που έχω δει ποτέ -και το λεω αυτό τελείως αυθόρμητα. Μπροστά μου, αυτό το αρχαίο άγαλμα". Στις εικόνες αυτού του προσώπου αλλά και του αρχαίου ναού, βρίσκεται η ουσία του κινηματογράφου του Jean- Daniel Pollet: το βλέμμα του αναζητά ένα λανθάνον ανθρώπινο ίχνος στην ύλη, προσπαθεί να διακρίνει μια κρυφή υλική διάσταση στο ανθρώπινο πρόσωπο.

Δημήτρης Μπάμπας

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή)