30
20 σκηνοθέτες από τα 30 χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης
επιμέλεια Cem Alpan
IKSV Film, Κωνσταντινούπολη 2011.
Στο σημερινό άναρχο και διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο του κινηματογράφου, η θέση ενός φεστιβάλ δεν είναι πλέον αυτή που ήταν κάποτε. Η πλημμυρίδα πληροφόρησης αλλά και τα νέα δίκτυα διανομής (νόμιμα ή παράνομα) που στηρίζονται στο διαδίκτυο, συνιστούν παράγοντες τους οποίους ένα φεστιβάλ οφείλει διαρκώς να λαμβάνει υπόψη του. Η «κρίση ταυτότητας» συνοδεύει πλέον κάθε διοργάνωση κινηματογραφικού φεστιβάλ, πολύ δε περισσότερο τις επετείους του. Αντιμέτωπο με αυτήν των 30 χρόνων του, αναμενόμενο μάλλον ήταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κωνσταντινούπολης να αναρωτηθεί για το ρόλο, τη θέση αλλά και τη συνεισφορά του στο σημερινό πολιτιστικό τοπίο της Τουρκίας.
Η έκδοση υπό τον τίτλο 30, απαντά στα προηγούμενα μ’ ένα τρόπο άμεσο και σαφή: παρουσιάζει 20 Τούρκους σκηνοθέτες που η εξέλιξη της καριέρας τους υπήρξε ταυτόχρονη αυτών των 30 χρόνων. Μεταξύ των οποίων βρίσκονται και οι γνωστοί στο ελληνικό κοινό Semih Kaplanoglu (Μέλι, Έκπτωτος Άγγελος), Seyfi Teoman (Summer Book), Reha Erdem (Μοναδική μου Ηλιαχτίδα), Yesim Ustaoglou (Περιμένοντας τα σύννεφα) με επιφανέστερο όλων τον προσφάτως βραβευθέντα στις Κάννες Nuri Bilge Ceylan (Τρεις πίθηκοι, Κλίματα αγάπης). Δεδομένου ότι αυτοί οι σκηνοθέτες έκαναν διεθνώς γνωστό το τούρκικο σινεμά, εκσυγχρονίζοντας τόσο θεματικά όσο και αισθητικά, είναι κάτι που δίνει ιδιαίτερη σημασία στην επετειακή έκδοση. Σ’ αυτήν κάθε σκηνοθέτης επιλέγει να μιλήσει για μια ταινία που παρακολούθησε, μια στιγμή του φεστιβάλ η οποία του άλλαξε τη ζωή, ενώ στη συνέχεια ένας κριτικός σχολιάζει την επιλογή και πως αυτή αντανακλάται στο έργο του. Άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε όχι σκιαγραφούνται έτσι εκλεκτικές συγγένειες και επιρροές, ενώ σχηματίζεται και η εικόνα του σκηνοθέτη ως ενός ενεργού σινεφίλ. Ωστόσο είναι στο περιθώριο των κειμένων και μέσα από συζητήσεις με τους συντελεστές του φεστιβάλ -τον ιδρυτή του Vecdi Sayar, τον βετεράνο κριτικό κινηματογράφου Atilla Dorsay και τη θητεύσασα στην θέση της διευθύντριας Hulya Ucansu – που αναδύεται η πορεία της διοργάνωσης μέσα στο χρόνο: Οι ταινίες που προβλήθηκαν, οι στιγμές και τα πρόσωπα που σημάδεψαν το φεστιβάλ -ο πρόεδρος της πρώτης κριτικής επιτροπής Elias Kazan, η βράβευση του Michelangelo Antonioni, η συζήτηση ανάμεσα στον Kieslowski και Αγγελόπουλο σε εποχές ανύποπτες - αλλά και άλλα σημαντικότερα.
Όπως σημειώνει ο Zeki Demirkubuz, μέσα στο άνυδρο πολιτιστικά τοπίο της Κωνσταντινούπολης που ακολούθησε τη δικτατορία του Εβρέν στη δεκαετία του 80 το φεστιβάλ υπήρξε «μια όαση στην έρημο». Λειτούργησε καταρχάς μεταβατικά αφού πρότεινε ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη τη μετάβαση από μια πολιτικοποιημένη αριστερών καταβολών κινηματογραφοφιλία σε μια πιο εκλεκτική και πιο «αστική» σινεφιλία. Εισήγαγε σε εποχές δύσκολες εικόνες νέες για την Τουρκία -το σινεμά των δημιουργών και ότι το ακολούθησε- , ιδέες σύγχρονες και πρόσφερε βήμα σ’ ένα κινηματογραφικό λόγο που χωρίς να είναι κραυγαλέα πολιτικός υπήρξε βαθιά ουμανιστικός. Οι αναταράξεις στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο αντανακλούνται διαρκώς στις επιλογές (διεθνείς και εθνικές) ταινιών του Φεστιβάλ, αφού πολύ συχνά το πρόγραμμα μοιάζει να συνομιλεί με την κατάσταση της χώρας και την πολύ-πολιτισμική πραγματικότητα της Πόλης: δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία που ένα ιδιαίτερο τμήμα του φεστιβάλ είναι αφιερωμένο σε ταινίες επικεντρωμένες στα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πάντα πλουραλιστικό στις επιλογές το Φεστιβάλ προσπερνά τη λαίλαπα του μεταμοντέρνου γούστου και καλλιεργεί ένα σινεμά εκλεκτικό υψηλού επιπέδου.
Σε μια χώρα ακραίων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων, μ’ ένα χαμηλής έντασης εμφύλιο πόλεμο εν εξέλιξη την τελευταία 20ετια, ίσως αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι ότι αυτό το Φεστιβάλ οφείλει την ύπαρξή του στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ιδρύθηκε από έναν όμιλο επιχειρηματιών και έκτοτε υποστηρίζεται από ένα ιδιωτικών συμφερόντων ίδρυμα, ενώ μέσα στους ενεργούς υποστηρικτές του είναι μια τράπεζα (AKBANK). Ίσως γι’ αυτό το φεστιβάλ λειτούργησε ως καταφύγιο προφυλάσσοντας τόσο τη σινεφίλ αίσθηση όσο και τις επιταγές μιας κοινωνικής παρέμβασης. Μέσα σ’ αυτά τα 30 χρόνια «οργάνωσε» μια γενιά σινεφίλ και διαμόρφωσε με τρόπο καίριο και καθοριστικό το γούστο της. Στα προηγούμενα θα πρέπει να αποδοθεί και το στίγμα του σημερινού τούρκικου σινεμά: μια αισθητική που χαρακτηρίζεται από μια καλώς εννοούμενη καλλιέπεια απόρροια της σινεφιλίας στην οποία διαρκώς αντιτίθεται συγκρούεται μια διάχυτη κοινωνική αγριότητα και σκληρότητα.
Κάποτε τόποι μοναδικοί και εξαιρετικοί τα φεστιβάλ σήμερα αναζητούν ένα ρόλο. Συχνά η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η συνέχεια του παρελθόντος: δηλαδή το φεστιβάλ ως ένα εναλλακτικό δίκτυο διανομής, ως ένας μηχανισμός ο οποίος μέσα στο χάος της σύγχρονης παραγωγής αξιολογεί το (κινηματογραφικό) παρόν, ενθέτει έναν Κανόνα, παρεμβαίνει με ιδέες και εικόνες στην κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς που υπήρξε το Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο η επετειακή του έκδοση υπενθυμίζει και κάτι ακόμα ότι ένα φεστιβάλ δημιουργεί πρωτίστως μια κοινότητα σινεφίλ. Μια κοινότητα αφιερωμένων στον κινηματογράφο που μέσα από το πάθος τους αλλάζουν οι ίδιοι αλλά επιχειρεί να αλλάξουν μ’ ένα τρόπο έμμεσο και πλάγιο και τον κοινωνικό τους περίγυρο. Και επίλεκτα μέλη αυτής της κοινότητας είναι οι σκηνοθέτες. Όπως σημειώνει ένας σκηνοθέτης το φεστιβάλ λειτούργησε γι’ αυτή την γενιά ως ένα σχολείο, μια μαθητεία στις πολλαπλές και πολυποίκιλες εκδοχές μιας τέχνης. Υπήρξε η νεότητά της, η Αισθητική Αγωγή της.
Δημήτρης Μπάμπας