im2.jpg

Im Kwon-taek
Chung Sung-il
KOFIC (Korean Film Council)

Kim Ki-young
Kim Hong-joon (επιμέλεια)
KOFIC (Korean Film Council)

Τα τελευταία χρόνια, στο παγκόσμιο κινηματογραφικό τοπίο, ο κορεατικός κινηματογράφος υπήρξε μια ευπρόσδεκτη έκπληξη. Μια εθνική κινηματογραφία, μέχρι πρόσφατα απολύτως άγνωστη στο δυτικό θεατή και χωρίς ένα άξιο λόγου παρελθόν, τέθηκε ξαφνικά στο κέντρο της προσοχής. Σκηνοθέτες όπως ο Kim Ki-duk (Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας... και άνοιξη) και ο προσφάτως  βραβευθείς στις Κάννες Park Chan-wook (Η Εκδίκηση μιας κυρίας) σύστησαν σ’ ένα ευρύ κοινό μια άκρως συναρπαστική και γεμάτη ζωτικότητα κινηματογραφία. Όμως οι δύο αυτοί δημιουργοί δεν ήρθαν από το πουθενά. Έχουν παραλάβει τη σκυτάλη από μια γενιά σκηνοθετών εξίσου ικανών και δημιουργικών, αλλά ελάχιστα γνωστών στο διεθνές κοινό. Η εκδοτική σειρά του Korean Film Council επιχειρεί να φωτίσει αυτές τις σκοτεινές περιοχές του παρελθόντος, να ανασύρει από τη λήθη ταινίες και σκηνοθέτες.
Η αφιερωμένη στο σκηνοθέτη Kim Ki-young (1919-1998) έκδοση είναι μια τέτοια περίπτωση. Στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου ο Kim Ki-young κατέχει τη θέση ενός ελάσσονα δημιουργού που στην εποχή του αντιμετωπίσθηκε με αδιαφορία. Παρόλα αυτά όμως διασώθηκε της λήθης: Το έργο -32 ταινίες που σχεδόν όλες κατατάσσονται στο χώρο των κινηματογραφικών ειδών-, έτυχε της προσοχής μιας νεότερης γενιάς κινηματογραφόφιλων και βγήκε από την αφάνεια. Σκηνοθέτες όπως οι Kim Ki-duk και Park Chan-wook αναγνωρίζουν σ’ αυτόν έναν πρόγονο και συχνά τον αναφέρουν ως την κύρια επιρροή τους. Το κινηματογραφικό του σύμπαν θα γοήτευε κάθε συνεπή σουρεαλιστή: λαϊκοί θρύλοι, δεισιδαιμονίες, σαμανισμός, η σκοτεινή επικράτεια του ασυνείδητου, σεξουαλικά πάθη και εμμονές, άβουλοι άνδρες και γυναίκες «σαρκοβόρα», μελοδραματική υπερβολή, οργιώδη φαντασία, ακραία βία, «φθηνές» συγκινήσεις. Ότι δηλαδή σήμερα, στην εποχή του μεταμοντέρνου, αποκαλείται cult. Όντας ένας εκκεντρικός στυλίστας μ’ ένα έργο όπου το γκροτέσκο συνυπάρχει μ’ έναν μπαρόκ σουρεαλισμό, ο Kim Ki-young ωστόσο μοιάζει να έχει περισσότερη συνάφεια με το χώρο του ιαπωνικού σινεμά, παρά με την ίδια τη Κορέα. Το έργο του συνδιαλέγεται με αυτό των ιαπώνων σκηνοθετών Shohei Imamura και Nobuo Nakagawa, αλλά και με είδη όπως οι ταινίες τρόμου ή ερωτισμού (pinku). Πολύ μακριά από τέτοιες προσεγγίσεις, οι συγγραφείς της έκδοσης –όλοι τους με αξιοσημείωτες ακαδημαϊκές καριέρες- αναπτύσσουν τον κριτικό τους λόγο ερήμην του σκηνοθέτη και του έργου του. Τα κείμενά τους ελάχιστα εξερευνούν την κρυφή ενδοχώρα του σκηνοθέτη, εκθέτουν μάλλον τις δυσμορφίες και δυσανεξίες ενός ισχνού και ανέμπνευστου θεωρητικού λόγου. Δεν στέκονται απέναντι στην σκηνοθετική πράξη, δεν προσπαθούν να εξηγήσουν την γοητεία που ασκεί.  Μοιάζουν να επιθυμούν να ασκηθούν στην κινηματογραφική (;) θεωρία και τις δολιχοδρομίες της, παρά στις άκρως συναρπαστικές και εν πολλοίς αντιφατικές όψεις της σκηνοθεσίας του Kim Ki-young. Ότι τελικά διασώζεται από την έκδοση είναι το τμήμα με τις απόψεις του σκηνοθέτη.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την αφιερωμένη στον Im Kwon- taek έκδοση. Ακολουθώντας την τυπική δομή μιας μονογραφίας –κριτικό κείμενο, συνέντευξη με το σκηνοθέτη, βιογραφικό σημείωμα, εκτενής φιλμογραφία- ο συγγραφέας καταρχήν τοποθετεί τον σκηνοθέτη και το έργο του στο πλαίσιο του κορεάτικου σινεμά, και στην συνέχεια αναζητεί τις ιδιομορφίες και τις ιδιαιτερότητες της σκηνοθετικής του χειρονομίας. Ο βραβευμένος στις Κάννες Im Kwon-taek (για τη ταινία του Chi-hwa-seon / Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική), θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι ένας «εθνικός» σκηνοθέτης. Παιδί αριστερών ανταρτών, αναπτύσσει όλο το έργό του κάτω από τη βαριά σκιά ενός εμφυλίου πολέμου που ακόμα δεν έχει τελειώσει. Μ’ ένα ογκώδες έργο 100 ταινιών ο Im είναι ένας αληθινός επιζών των δύσκολων και αντίξοων χρόνων της κορεατικής κινηματογραφίας. Αρχικά σκηνοθέτης «ταπεινών» ταινιών αποφάσισε να αλλάξει κατεύθυνση και να αντιμετωπίσει το σινεμά ως τέχνη: «Καθώς μεγάλωνα αντιλήφθηκα ότι θα έπρεπε να ξεφύγω από την μαύρη σκιά του παρελθόντος του πατέρα μου -και αναρωτήθηκα γιατί έκανα αυτά τα σκουπίδια. Μια νέα αντίληψη διαμορφώθηκε μέσα μου". Το έργο του είναι διάστικτο από στοιχεία μιας πολιτισμικής (και όχι μόνο) ταυτότητας: ο βουδισμός, η παραδοσιακή μουσική (pansori), ο σαμανισμός, η παραδοσιακή ζωγραφική, τέλος η ταραχώδη ιστορία της Κορέας -η ιαπωνική κατοχή, ο εμφύλιος, η δικτατορία. Έχοντας μια εμμονή είτε σε γυναικεία πρόσωπα που μοιάζουν να συνθλίβονται από την ανδρική εξουσία είτε σε νεαρούς άνδρες που επαναστατούν, το έργο του είναι διάστικτο από το κορεατικό «han», μια ιδιαίτερης μορφής μελαγχολίας. Μέσα από μια μακρά διαδρομή οδηγήθηκε σε μια εκλέπτυνση της φόρμας, όχι όμως και του περιεχόμενου που παραμένει πολλές φορές άγριο και βίαιο. Καταστάλαγμα αυτής της περιπετειώδους και μακρόχρονης διαδρομής η αληθινή αγωνία του για τον πολιτισμό της χώρας του: «οι ταινίες μου τονίζουν με έμφαση ότι ο αληθινός κορεάτικος πολιτισμός βρίσκεται πολύ κοντά στον αφανισμό" .

Δημήτρης Μπάμπας