warner.jpg
Του HARVEY Β. FEIGENBAUM*

Εάν η Αμερική κατόρθωσε να δημιουργήσει την πιο ισχυρή κινηματογραφική βιομηχανία, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραγωγοί του Χόλιγουντ ήξεραν πάντα να προσαρμόζουν το star system στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και να ακολουθούν τις επιταγές της παγκοσμιοποίησης. Από τις αρχές του χρόνου, όμως, οι Αμερικανοί έχουν εγκαταλείψει τους κινηματογράφους, ενώ οι πωλήσεις των DVD πέφτουν. Η οικονομία του κλάδου απειλείται.
Τα στούντιο κινηματογραφικών παραγωγών χτίζονται γύρω στο 1914 στο Χόλιγουντ, στα περίχωρα του Λος Αντζελες. Οι πρωτοπόροι του κινηματογράφου αφήνουν την ανατολική ακτή για να βρουν πιο κατάλληλο κλίμα για τα γυρίσματα, τοπία με περισσότερες εναλλαγές και, κυρίως, για να ξεφύγουν από το τραστ Εντισον, που ασκεί σχεδόν μονοπωλιακό έλεγχο στην Ν. Υόρκη. Τα περισσότερα στούντιο ιδρύονται από εβραίους, οι οποίοι ακολουθούν τις συνταγές του μικρεμπορίου, για να αναπτύξουν έναν τομέα προσανατολισμένο κυρίως προς τους φτωχούς και τους μετανάστες.
Στην Ευρώπη, ο κινηματογράφος αναπτύσσεται, κατ' αρχήν, ως παραδοξότητα και, κατόπιν, σε κάποιον βαθμό, ως τέχνη, όμως στις ΗΠΑ προσανατολίζεται, από τη γέννησή του, στη μαζική κατανάλωση.
Σε μια χώρα που υποδέχεται αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα, με κατοίκους που έχουν λάβει ελάχιστη εκπαίδευση και μιλούν μια πανσπερμία γλωσσών, ο βουβός κινηματογράφος θα γίνει σύντομα, στις πόλεις, ο δημοφιλέστερος τρόπος διασκέδασης.
Οι θεατές των πρώτων χρόνων είναι διατεθειμένοι να παρακολουθήσουν τα πάντα αδιακρίτως και, έτσι, είναι πρακτικά αδύνατο να καλυφθεί η ζήτηση. Τα φιλμ πωλούνται με το μέτρο, όπως τα τόπια των υφασμάτων. Από το 1905, όμως, η καινοτομία της κινούμενης εικόνας δεν αρκεί πια για να προσελκύσει το κοινό, και ο κινηματογράφος πρέπει να διαμορφώσει τη δική του γλώσσα, που θα του επιτρέπει να διηγείται αληθινές ιστορίες.
Η εξέλιξη αυτή μεταμορφώνει το σύστημα παραγωγής. Σε αντίθεση με τα αυτοκίνητα, για τα οποία ο Χένρι Φορντ δήλωνε: «Διαλέξτε ό,τι χρώμα θέλετε, αρκεί να είναι μαύρο», το σενάριο κάθε ταινίας είναι μοναδικό, περισσότερο ένα πρωτότυπο και λιγότερο ένα τυποποιημένο προϊόν. Η ιδιοφυΐα των πρώτων μεγιστάνων του Χόλιγουντ έγκειται στον έλεγχο αυτής της μοναδικότητας με όλα τα μέσα. Στην αρχή, η μεγάλη τυποποίηση δεν αφορά τα κινηματογραφικά είδη (γουέστερν, ταινίες φαντασίας, «αστυνομικά», μελοδράματα θα έρθουν αργότερα) αλλά το «προσωπικό».
Καθώς η δημοτικότητα των ηθοποιών αποτελεί προβλέψιμη παράμετρο, η βιομηχανία επινοεί το «star system», ως το πιο πρόσφορο μέσο για να διασφαλίσει την επιτυχία. Γιατί, ενώ τίποτε δεν δείχνει ότι το κοινό θα ενδιαφερθεί για μια ιστορία διάρρηξης ή για ένα ταξίδι στη Σελήνη, η εμπειρία αποδεικνύει ότι οι θεατές προτιμούν τις ταινίες όπου πρωταγωνιστούν οι αγαπημένοι τους ηθοποιοί. Τα στούντιο, λοιπόν, θα επεκταθούν, κλείνοντας πολυετή συμβόλαια με ηθοποιούς-σταρ, και, σιγά σιγά, καθιερώνοντας σταθερή συνεργασία με όλο το απαραίτητο προσωπικό για τη δημιουργία μιας ταινίας.
Σε μια εποχή που μεγάλα μονοπώλια, όπως η Φορντ ή η εταιρεία πετρελαίου Στάνταρντ Οϊλ, κυριαρχούν στην οικονομία, η καθετοποίηση της παραγωγής είναι στη μόδα. Ορισμένοι επιχειρηματίες, όπως ο Αντολφ Ζούκορ και ο Μάρκους Λόου (ιδρυτές της Παραμάουντ), πριν γίνουν παραγωγοί, είχαν ξεκινήσει τη σταδιοδρομία τους με την εκμετάλλευση κινηματογραφικών αιθουσών. Η επόμενη γενιά επιχειρηματιών θα απορροφήσει, παράλληλα, δίκτυα διανομής και δίκτυα εκμετάλλευσης.
Βιομηχανία αστέρων
Ο συνδυασμός αυτός, μεταξύ «star system» και καθετοποίησης της παραγωγής, θα φέρει τη γέννηση των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ (Metro Goldwyn Mayer Incorporated, Warner Bros, Twentieth Century Fox, Paramount, United Artists, RKO κ.λπ.). Το σύστημα αυτό, όμως, θα τερματιστεί με την καταδίκη της Παραμάουντ(1), το 1948, που υποχρεώνει τα στούντιο να εγκαταλείψουν τις κινηματογραφικές τους αίθουσες.
casa3.jpgΗ πώληση των δικτύων εκμετάλλευσης αλλάζει τη δυναμική της παραγωγής. Και η εμφάνιση της τηλεόρασης, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, καταφέρει σοβαρό πλήγμα στο μονοπώλιό τους.
Αρχικώς, η τηλεόραση αντιγράφει το μοντέλο που έχει καθιερώσει το ραδιόφωνο. Οι περισσότερες εκπομπές είναι ζωντανές, ενώ τα προγράμματα σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις που είναι χορηγοί (ο ηθοποιός Ρόναλντ Ρέιγκαν παρουσιάζει εκπομπή που διαφημίζει την Τζένεραλ Ελέκτρικ).
Η ίδια σύλληψη επικρατεί και στο οικονομικό πεδίο: οι τηλεθεατές δεν πληρώνουν για την παρακολούθηση προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από τη διαφήμιση. Οι κινηματογράφοι, που έχουν εισιτήριο, αντιμετωπίζουν έναν φαινομενικά ανίκητο ανταγωνιστή.
Ετσι, το Χόλιγουντ επαναπροσδιορίζει την ταινία μεγάλου μήκους, ως προϊόν υψηλής ποιότητας. Αναπτύσσονται συστήματα που μεγαλώνουν την οθόνη, όπως το Cinemascope, το Cinerama, το Panavision. Περισσότερα γυρίσματα γίνονται στο εξωτερικό και χρησιμοποιείται συχνότερα το χρώμα. Πρόκειται για την αντιμετώπιση μιας τεχνολογίας (της τηλεόρασης) με μια άλλη (το χρώμα και τους ειδικούς φακούς, που επιτρέπουν τη μεγέθυνση). Επειτα, τα στούντιο θα αντιληφθούν ότι η τηλεόραση μπορεί να αποτελέσει θαυμάσια αγορά για άλλες κατηγορίες ταινιών μεγάλου μήκους, και δημιουργούν τμήματα με σκοπό την παραγωγή για τη μικρή οθόνη.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, για να εμποδιστεί η καθετοποίηση της παραγωγής του κλάδου, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (Federal Communications Commission-FCC) απαγορεύει στα κανάλια να παράγουν δικά τους προγράμματα. Η ρύθμιση αυτή, που καταργήθηκε το 1991, ευνόησε ιδιαίτερα τη δημιουργία νέων εταιρειών παραγωγής. Αλλά και ο ρόλος των στούντιο εξελίσσεται.
Για να μειωθεί το επιχειρηματικό ρίσκο που συνδέεται με την εκτίναξη του κόστους παραγωγής, τα στούντιο αναπτύσσουν συνεργασίες με ανεξάρτητους παραγωγούς.
Οι συμπαραγωγές
Με τον τρόπο αυτό, μετατρέπονται σε εξειδικευμένες τράπεζες, οι οποίες επενδύουν σε ιδέες άλλων και λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ή ακόμη και ως απλές λογιστικές υποδομές. Από τη μαζική παραγωγή, περνάμε στο «package», ενώ η κάθε ταινία είναι αποτέλεσμα ιδιαίτερης συνεργασίας, που εμπλέκει πολλές εταιρείες και προσεκτικά επιλεγμένους καλλιτέχνες (συνήθως, το «package» περιλαμβάνει τον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη και ορισμένους ηθοποιούς).
Ο χολιγουντιανός τρόπος παραγωγής αποτελεί πλέον μια δυναμική εκδοχή «βιομηχανικού θύλακα»(2), σε σημείο που, για να αντιμετωπιστεί το κόστος παραγωγής, συμβαίνει δύο στούντιο να ενώνουν τις προσπάθειές τους για τη χρηματοδότηση μιας ταινίας.
Στη χρυσή εποχή, από τα τέλη της δεκαετίας του '20 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50, ο χολιγουντιανός τρόπος παραγωγής είχε πολλές ομοιότητες με το σύστημα του Χένρι Φορντ. Οι βασικές αρχές της μαζικής παραγωγής, οι οικονομίες κλίμακας, οι προκαθορισμένες και επαναλαμβανόμενες εργασίες και το εργατικό δυναμικό χαμηλής εξειδίκευσης, εφαρμόζονταν όπως και στην αλυσίδα παραγωγής των εργοστασίων Φορντ.
Η καταδίκη της Παραμάουντ έβαλε τέλος στο σύστημα καθετοποίησης της παραγωγής. Σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, τα στούντιο πέρασαν, τότε, από τη «φορντική» οργάνωση της παραγωγής, στην οργάνωση με τη μορφή του βιομηχανικού θύλακα(3).
hitch1.jpgΩστόσο, η αναλογία με τη λειτουργία των βιομηχανικών θυλάκων έχει τα όριά της. Οπως δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει πλήρης σύγκριση μεταξύ κινηματογραφικής βιομηχανίας και αυτοκινητοβιομηχανίας, έτσι και τα στούντιο στη χρυσή εποχή τους δεν ήταν οργανωμένα ακριβώς με βάση τις «φορντικές» αρχές. Η τυποποίηση (είδος, πλοκή, ηθοποιοί-σταρ) των ταινιών μεγάλου μήκους προσέκρουε στην ακατάλυτη μοναδικότητα κάθε ταινίας. Και, έπειτα, στον κινηματογράφο, ο κίνδυνος αποτυχίας ενός δεδομένου προϊόντος ήταν πάντοτε μεγαλύτερος από ό,τι στους άλλους βιομηχανικούς κλάδους.
Στα τέλη της δεκαετίας του '80, η βιομηχανία υποχρεώνεται να διεθνοποιηθεί. Ετσι, το Χόλιγουντ εγκαταλείπει την οργάνωση του βιομηχανικού θύλακα, για να υιοθετήσει το μοντέλο της γεωγραφικής διασποράς, το οποίο έχει κυριαρχήσει στην εποχή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η φθίνουσα πορεία των στούντιο απλώς ενισχύει αυτή την τάση. «Χάρη» στη μονοτονία της τηλεόρασης, η οποία ήρθε, με τη σειρά της, να μονοπωλήσει τον τομέα της ψυχαγωγίας, η έξοδος στον κινηματογράφο γίνεται ξεχωριστό γεγονός. Αλλωστε, τα ποσά που επενδύονται αγγίζουν τέτοια επίπεδα, ώστε ένα στούντιο μπορεί να χρεοκοπήσει από την αποτυχία μιας και μόνης ταινίας. Στις μέρες μας, μόνο μία στις δέκα ταινίες γίνεται εμπορική επιτυχία. Το ρίσκο έχει γίνει ο καθοριστικός παράγοντας στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Στα τέλη της δεκαετίας του '90, η «ευέλικτη εξειδίκευση» φαίνεται να κλείνει τον κύκλο της. Το κόστος για κάθε ταινία μεγάλου μήκους αυξάνεται με τέτοιο ρυθμό, που το αμερικανικό κοινό δεν αρκεί πια για να διασφαλιστεί η συνολική αποδοτικότητα. Οι διεθνείς πωλήσεις, που αντιμετωπίζονταν, μέχρι τώρα, ως απλό μπόνους, καθορίζουν, πλέον, το οικονομικό ισοζύγιο.
Οι φθηνές παραγωγές
Βέβαια, η κινηματογραφική βιομηχανία πάντοτε είχε μια έντονη διεθνή διάσταση. Οσο πρωτόλειες κι αν ήταν, οι ταινίες της πρώτης περιόδου του κινηματογράφου συχνά εξάγονταν σε πολλές χώρες ταυτόχρονα. Πριν από το 1914, οι ΗΠΑ εισήγαν, κυρίως από τη Γαλλία, περισσότερες ταινίες από όσες παρήγαν. Ομως, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, διακόπτοντας την κινηματογραφική παραγωγή στη Γηραιά Ηπειρο, επέτρεψαν στο Χόλιγουντ να εδραιώσει την κυριαρχία του στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι νέοι περιορισμοί, που συνδέονται με την ανάγκη διαφοροποίησης από την τηλεόραση, και ιδιαίτερα η εκτίναξη του κόστους, υποχρέωσαν την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία να παγκοσμιοποιήσει το σύστημα παραγωγής της. Για τη μείωση του κόστους, υπάρχει, άραγε, καλύτερη λύση από τη μετεγκατάσταση; Καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν ελαττώσει το κόστος των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, το Χόλιγουντ ανεβαίνει στο τρένο της παγκοσμιοποίησης και καθιερώνει τη «runaway production» («παραγωγή εκτός συνόρων»).
Ο Καναδάς θα καρπωθεί τα μεγαλύτερα οφέλη από την εξέλιξη αυτή. Παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα για τα μεγάλα στούντιο: τη μικρή χιλιομετρική απόσταση, την ομοιότητα των πόλεών του με των ΗΠΑ, τους δεσμούς ανάμεσα στα συνδικάτα των δύο χωρών και, πάνω από όλα, το ασθενές καναδέζικο δολάριο και τις φοροαπαλλαγές που προσφέρει η Οτάβα. Το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στη Βόρεια Αμερική.
Ο «δρόμος της δόξας» και του χολιγουντιανού μύθου. Η Μέκκα του παγκόσμιου σινεμά νιώθει σήμερα γερασμένη.
Η Fox, για να γυρίσει τον «Τιτανικό», χτίζει ένα τεράστιο στούντιο στο Μεξικό, όπου η νομοθεσία είναι ευνοϊκή για τους επενδυτές. Στην Αυστραλία, το κράτος, για να προσελκύσει την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία, επιδοτεί την ανέγερση στούντιο για τα γυρίσματα και τις υπόλοιπες δραστηριότητές της (post-production).
Οι διευκολύνσεις που παρέχονται στο Χόλιγουντ είναι τέτοιες, ώστε οι αυστραλοί παραγωγοί διαμαρτύρονται για αθέμιτο ανταγωνισμό. Δεν διαθέτουν, πια, τα μέσα για να ενοικιάσουν τις συνήθεις εγκαταστάσεις, ενώ οι τεχνικοί τους δεν βρίσκουν, πλέον, εργασία, καθώς το Χόλιγουντ μεταφέρει επιτόπου το δικό του προσωπικό.
reserv1.jpgΗ διεθνοποίηση
Στην Ευρώπη, η πολύ γνωστή ιστορία των μετεγκαταστάσεων προς τις πρώην κομμουνιστικές χώρες αρχίζει να απασχολεί την κινηματογραφική παραγωγή. Η Δημοκρατία της Τσεχίας, που διαθέτει αναγνωρισμένες υποδομές και τεχνογνωσία, προσελκύει τις παραγωγές του Χόλιγουντ. Στη Ρουμανία, το εξευτελιστικό εργατικό κόστος επιτρέπει την προσέλκυση μεγάλων παραγωγών, μεταξύ των οποίων και το «Επιστροφή στο Κολντ Μάουντεν» (Anthony Minghella, 2003), ταινία για τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο με ενδυμασίες εποχής.
Η διεθνοποίηση του Χόλιγουντ διαφοροποιεί, όσο ποτέ άλλοτε, τον καταμερισμό της εργασίας. Οι αναγνωρισμένοι καλλιτέχνες (ηθοποιοί, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, επικεφαλής οπερατέρ) συνωστίζονται στην Καλιφόρνια, όπως έκαναν πάντοτε. Αντίθετα, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί που εργάζονται σε παραγωγές μικρότερης εμβέλειας έχουν όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα να βρουν εργασία. Μολονότι η ανάπτυξη μιας βιομηχανίας με υψηλή προστιθέμενη αξία, φιλικής προς το περιβάλλον, αποτελεί ευλογία για τις χώρες που φιλοξενούν, πλέον, τις χολιγουντιανές παραγωγές, η εξέλιξη αυτή κοστίζει ακριβά στο αμερικανικό καλλιτεχνικό δυναμικό.
Καθώς ο προϋπολογισμός μιας ταινίας ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια ευρώ -χωρίς να υπολογίζεται η προώθηση, που διπλασιάζει το ποσό- οι παραγωγοί του Χόλιγουντ στρέφονται στις φθηνότερες αγορές του εξωτερικού. Η εξάρτηση από τη διεθνή αγορά φαίνεται ότι επηρεάζει και το περιεχόμενο των ταινιών. Ετσι, τα στούντιο επενδύουν σε ιδέες εμπορικά εκμεταλλεύσιμες σε διεθνές επίπεδο. Γεγονός που ευνοεί περισσότερο τις ταινίες δράσης, θεαματικών εφέ και τις στερεότυπες ιστορίες αγάπης. Τα πιο περίπλοκα σενάρια ή όσα έχουν πιο υψηλές καλλιτεχνικές φιλοδοξίες συναντούν δυσκολίες.
Η κριτική που υφίσταται το Χόλιγουντ για την πτώση της ποιότητας εξαιτίας της μείωσης του κόστους μοιάζει περισσότερο δικαιολογημένη από ποτέ. Από τη στιγμή, όμως, που η πλειονότητα των ταινιών σχεδιάζεται, σήμερα, για να εξαχθεί, αυτό το φαινόμενο της εξίσωσης προς τα κάτω επηρεάζει και την εσωτερική αγορά και πλήττει τις ανεξάρτητες παραγωγές.
Χαμένη γοητεία
Ωστόσο, το να κατηγορήσει κάποιος το Χόλιγουντ ότι αποχαυνώνει το κοινό δεν οδηγεί σε σπουδαία συμπεράσματα. Υπεύθυνη για το θέμα είναι η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όπως αποδεικνύει η αντίστοιχη μετριότητα των προγραμμάτων που παράγει το κανάλι TF1 (Μπουίγκ, Γαλλία), η Mediaset (Μπερλουσκόνι, Ιταλία) ή το BskyB (Μέρντοκ, Βρετανία).
Το Χόλιγουντ δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου, το πιο εμφανές σύμπτωμα μιας τάσης για ομοιογενοποίηση, που διαπερνά την οπτικοακουστική παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η γοητεία έχει χαθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και ταινίες όπως «Ο πόλεμος των κόσμων» (Στίβεν Σπίλμπεργκ) δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες των παραγωγών τους. Τα μεγάλα στούντιο δεν κρύβουν, πια, την ανησυχία τους.

(1) Γνωστή ως «Hollywood Antitrust Case of 1948». Σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η Παραμάουντ και οι υπόλοιπες κινηματογραφικές εταιρείες υποχρεώνονταν να παραχωρήσουν τις κινηματογραφικές αίθουσές τους, για να μην παραβιάζεται η νομοθεσία περί ανταγωνισμού.

(2) Για την έννοια του βιομηχανικού θύλακα (industrial cluster), βλ. Michael Piore και Charles Sabel, «The Second Industrial Divide» (Les chemins de la prosperite, «Hachette», Παρίσι, 1989). Οι συγγραφείς στηρίχτηκαν σε ιταλικές μελέτες που ανέλυαν την ανάπτυξη της βιομηχανίας υποδημάτων στην Ιταλία. Οι βιομηχανικοί θύλακες αποτελούνται από μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, που είναι εγκατεστημένες στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Χρησιμοποιούν μια κοινή δεξαμενή εξειδικευμένης εργασίας και παίρνουν υπεργολαβίες η μία από την άλλη για να αντιμετωπίζουν τις διακυμάνσεις της ζήτησης. Μια τέτοια «ευέλικτη εξειδίκευση» επιτρέπει την παραγωγή μικρών ποσοτήτων εμπορευμάτων με μοναδιαίο κόστος τόσο χαμηλό όσο και το κόστος της μαζικής παραγωγής. Το πιο γνωστό παράδειγμα ευέλικτης εξειδίκευσης, όρος που χρησιμοποιείται συχνά περιγράφοντας τους βιομηχανικούς θύλακες, είναι η Silicon Valley, στην Καλιφόρνια.

(3) Βλ. Michael Storper και Susan Christopherson, «Flexible specialization and regional industrial agglomerations: the case of the US motion picture industry», Annals of AAG no 77, Λος Αντζελες, 1987.

* Καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον.


(www.enet.gr Le Monde Diplomatique - 11/12/2005)