του Woody Allen
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_woody-allen.jpg

Ο Γούντι Άλεν απαντά στη “Monde” για την σημασία των 100 πρώτων χρόνων του κινηματογράφου.

Το ερώτημα “σε τι επηρέασε το σινεμά του αιώνα μας” δεν είναι θέμα για ένα άρθρο αλλά υλικό για ένα βιβλίο, το οποίο -φοβάμαι- θα ήταν μεγάλο, βαρετό και καθαρό θεωρητικό. Στην πραγματικότητα, αν ήμουν το σινεμά θα επιθυμούσα να ήταν διαχωρισμένη η πορεία μου, απ’ αυτήν του αιώνα. Τα τελευταία εκατό χρόνια ήταν μάλλον τρομακτικά -πλήρη δολιότητας, γενοκτονιών και αίματος. Ποιος λοιπόν θα ήθελε να καυχηθεί ότι άσκησε σ’ αυτά τα χρόνια κάποια επιρροή; Βέβαια, από την άλλη πλευρά το σινεμά έδωσε μια ένδοξη εικόνα του πολέμου, μια ρομαντική εικόνα για τους γκάνγκστερ, πρότεινε για κάποια ζητήματα αφελείς λύσεις, δημιούργησε ψεύτικες ελπίδες και ανέδειξε σε είδωλα τον πλούτο, την ιδιοκτησία, ένα ανούσιο φυσικό κάλλος και πρότεινε πλήθος άλλους μη πραγματοποιήσιμους ή χαμηλούς σκοπούς, όμως μην το θεωρείτε υπεύθυνο για δεκαετίες κατάπτωσης και αιματοχυσίας. Κι αν ακόμα προκάλεσε κάτι, το έκανε με περισσή χάρη συγκίνηση......
Όσοι μεγαλώσαμε κοντά σε κινηματογράφους είχαμε τη δυνατότητα, ξαφνικά και με τη θέληση μας, να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα. Ας το παραδεχτούμε, όλοι μισούμε την πραγματικότητα. Συχνά ο φτηνοεγωισμός μας είναι πολύ μεγάλος για να ομολογήσουμε, αλλά τις μικρές πρωινές ζωές ζαρώνουμε από φόβο εμπρός στο κτήνος της σκληρής πραγματικότητας. Τελικά όταν μιλούμε για πραγματικότητα δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά εκείνο που διαρκεί, εκείνο που απομένει όταν τα μηδαμινά και πρόσκαιρα γεγονότα από την εποχή της νεότητας και της οικογένειας γίνουν, στην καλύτερη περίπτωση, αναμνήσεις , τα γηρατειά, η αρρώστια, η δυστυχία, η μοναξιά, ο θάνατος και τα χίλια άλλα φυσικά σοκ που συνθέτουν το σκηνικό, μπροστά από το οποίο κορδωνόμαστε. Επομένως, το να μη σκεφτόμαστε και την πραγματικότητα, μόνο για ενενήντα λεπτά, είναι μια αύρα τόσο καλοδεχούμενη όσο μας επιτρέπει, κάπως δροσισμένοι πια, να συνεχίσουμε τη μάχη σ’ αυτό το λασπότοπο της φύσης. Βέβαια μπορεί η τιμή του εισιτηρίου να έχει αυξηθεί, αλλά η “δόση” είναι πάντα εκεί απαράλλακτη. Σίγουρα, πρόκειται για την οικονομική συμφωνία του αιώνα....
Βγαίνουμε από τον “πραγματικό” κόσμο του μπαμπά και της μαμάς που εξευτελίζονται ουρλιάζοντας προσβολές, αποτελέσματα ακτινογραφιών και εξετάσεων αίματος ή από εκείνον των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων, των αφιερωμένων στην τελευταία βόμβα που έριξαν τρομοκράτες, στην τελευταία συντριβή αεροπλάνου στην τελευταία πείνα ή στον τελευταίο σεισμό και μπαίνουμε σε μια σκοτεινή αίθουσα -και να ο Φρεντ Αστέρ, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο Τζακ Νίκολσον, ή Μισέλ Φάιφερ, ο Μάρλον Μπράντο ή κάποιο άλλο ευλογημένο πρόσωπο, τέλειο, θεϊκό, το οποίο κάνει ό,τι κάνει καλύτερα.
Ξαφνικά βρισκόμαστε στα χέρια εξαίρετων αφηγητών, ταλαντούχων σκηνογράφων, εκπληκτικών χορογράφων (αν καταφεύγουμε στο κατάλληλο σινεμά).
Εγκαταλείπουμε ένα μονότονο περιβάλλον για να βρεθούμε σε τόπο πειρατών ή καουμπόι, ή ανδρών και γυναικών οι οποίοι δεν ξεμένουν ποτέ από καλές απαντήσεις. Όλοι ωραίοι, όλοι γενναίοι, και το οποίο σημαντικό, όλοι νικητές. Ξαναβγαίνουμε εμψυχωμένοι από αυτή την ανακωχή με τον πραγματικό κόσμο, μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αρκετή δύναμη για να αντιμετωπίσουμε την υπόλοιπη ημέρα.
Τουλάχιστον έτσι συμβαίνει μ’ εμένα. Είναι ευχάριστο κάποιος φορές να διαβλέπεις εκείνο που θα μπορούσε να είναι η ζωή αν ο Θεός διέθετε προϋπολογισμό και καλύτερους σεναριογράφους.

 (Δημοσιεύτηκε στην εφ. Le Monde. Απόδοση από τα γαλλικά Νίκος Καλτσάς. Δημοσιεύτηκε στην εφ. Η ΕΠΟΧΗ Η ΕΠΟΧΗ Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1995)