edward-norton.jpg

Ο νεαρός Αμερικανός ηθοποιός, έπειτα από μια σειρά επιτυχημένους ρόλους, περνάει στα τριάντα του πίσω από την κάμερα.

του Richard Corliss/ Time

Κάθε νέος, επιτυχημένος ηθοποιός που αναρωτιέται αν θα πάρει τελικά την απόφαση να σκηνοθετήσει, θα επιθυμούσε διακαώς να ακούσει μερικές συμβουλές από τον Γουόρεν Μπίτι/ Warren Beatty. Το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε για τον Έντουαρτ Νόρτον/ Edward Norton: Είχε μια αναπάντεχη τηλεφωνική συνομιλία με τον διάσημο ηθοποιό και θρυλικό γόη, ο οποίος έχει αποδειχθεί ικανότατος και πίσω από την κάμερα. Ανακαλώντας την κουβέντα τους, ο Νόρτον μιμείται επιδέξια το γοητευτικό τραύλισμα του Μπίτι: «Μου είπε «παρακολουθώ τη δουλειά σου και νομίζω ότι μου μοιάζεις σε πολλά. Θα απογοητευτείς σαν κι έμενα και θέλεις να σκηνοθετήσεις μόνος σου. Ήθελα να σου πω να μην περιμένεις. Γιατί εγώ περίμενα αρκετά. Γι’ αυτό, αν πρόκειται να γράψεις και να σκηνοθετήσεις, κάνε το»».

Εντολή
Ήταν κάτι περισσότερο από σοφή συμβουλή: ήταν διαταγή από ανώτερο αξιωματικό. Έτσι στα τριάντα του χρόνια –στην ηλικία που ο Γουόρεν Μπίτι έκανε την παραγωγή και πρωταγωνίστησε στο «Μπόνι και Κλάιντ» - ο Νόρτον έχει σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει στο «Keeping the Faith», μια ρομαντική κωμωδία για δύο νεαρούς φίλους και την κοπέλα με την οποία είναι και οι δύο τους από παλιά ερωτευμένοι.
Το «αιώνιο» αυτό ερωτικό τρίγωνο που εμπλέκει έναν ιερέα (Νόρτον), έναν ραβίνο (Μπεν Στίλερ) και μια δυναμική νεαρή επαγγελματία (Τζένα Έλφμαν) είχε αρκετή επιτυχία στο αμερικάνικο κοινό και αν αποδειχθεί εξίσου ελκυστικό στο εξωτερικό, θα ενισχύσει την πεποίθηση ότι ο Νόρτον είναι ευλογημένος.
 Έπειτα από μόλις εφτά ταινίες, αυτός ο απόφοιτος του Γέιλ έχει κερδίσει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, έχει ερμηνεύσει κάποιους από τους πιο απαιτητικούς ρόλους του σύγχρονου αμερικάνικου κινηματογράφου και –παρόλο που δεν θα δεχτεί ποτέ να μιλήσει γι’ αυτό- έχει τραβήξει το ερωτικό ενδιαφέρον της Κόρντνεϊ Λοβ και της Σάλμα Χάγιεκ. Διόλου περίεργο που ο Μπίτι θαυμάζει τις κινήσεις του.
 
Πολλά μπράβο
Τον ίδιο θαυμασμό εκφράζει και ο Μίλος Φόρμαν που σκηνοθέτησε τον Νόρτον στο «Υπόθεση Λάρι Φλιντ»/ The People vs. Larry Flynt και υποδύεται έναν ηλικιωμένο ιερέα στο «Keeping the faith». Είναι εντυπωσιασμένος με την «ισορροπία ανάμεσα στην εξυπνάδα και το ένστικτο» που επιδεικνύει ο Νόρτον.
«Είναι πολύ έξυπνος και αναλυτικός, αλλά αυτό δεν κλείνει την πόρτα στο ένστικτο του. Είμαι σίγουρος ότι ψυχολόγησε τόσο διεξοδικά τους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλεψε, όσο αναλύει τους ρόλους του ως ηθοποιός. Έτσι τώρα, όταν λέει «ξεκινάμε», όλα γίνονται όπως τα είχε προγραμματίσει, συν μερικές προνομιούχες στιγμές που προέρχονται από το ταλέντο του».
Προνομιούχο είναι το παρελθόν του. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, η μητέρα του δασκάλα αγγλικών. Ο Έντουαρτ μεγάλωσε στην Κολούμπια, μια πόλη της οποίας τον κοινωνικό σχεδιασμό είχε αναλάβει ο παππούς του, Τζέιμς Ράους. «Ο παππούς μου πίστευε ότι ο νέος άνθρωπος πρέπει να είναι ανήσυχος, να εξερευνά, να ψάχνει και ν’ αναζητά εμπειρίες.
Μια φορά προσφέρθηκε να μου δώσει χρήματα προκειμένου να με αποτρέψει από το να πάω να δουλέψω στο τμήμα καταθέσεων στην τράπεζα», λέει γι’ αυτόν ο Νόρτον. Έτσι, ο νεαρός διπλωματούχος ιστορίας άνοιξε τα φτερά του και προσγειώθηκε στην θεατρική κοινότητα της Νέα Υόρκης. Πριν περάσει πολύς καιρός άρχισε να παίζει στο θέατρο και σε ταινίες.
Ο Νόρτον αγαπά την ποικιλία που του προσφέρει η υποκριτική –τις νέες δεξιότητες που πρέπει να τελειοποιηθούν για κάθε ρόλο. Έχει μάθει να υποδύεται τον ιερέα, τον παίκτη του πόκερ και για την ταινία που γυρίζει τώρα («The Score»με τον Ντε Νίρο και τον Μάρλον Μπράντο), τον αρχάριο ληστή.
«Χρειάζομαι μια γκάμα εμπειριών. Δεν με ενδιαφέρει να παίζω τους ίδιους τύπους συνέχεια», λέει. Ωστόσο, ένα θέμα ανακύπτει συνεχώς στις ταινίες του: η έντονη σχέση ανάμεσα σε δύο άντρες, ο ένας συγκρατημένος, ο άλλος εκρηκτικός. Άντρας εναντίον άντρα. Αδελφικός ανταγωνισμός που, στα μελοδράματα ξεσπά σε αδελφική αιματοχυσία.

Ποικιλία
Μερικές φορές ο Νόρτον είναι ο ήσυχος τύπος: ένας δικηγόρος που βοηθά έναν εκδότη πορνοπεριοδικών («Υπόθεση Λάρι Φλιντ»), ένας τύπος του οποίου η φιλενάδα ερωτεύεται έναν κατάδικο («Όλοι λένε Σ’ αγαπώ»/ Everyone Says I Love You), ένας καταθλιπτικός αστός που υποκύπτει στη σαγήνη ενός βίαιου αναρχικού (Fight Club).
Άλλοτε πάλι είναι το κακό παιδί: ένας τέως κατάδικος που δελεάζει ένα τίμιο παιδί στον υπόκοσμο του τζόγου (Rounders) ή ένας νεοναζί που επηρεάζει τον μικρό αδελφό του («Μαθήματα Αμερικάνικης Ιστορίας»/ American History X).Και λιγότερες φορές, όπως στην ταινία «Φόβος Ενστίκτου»/ Primal Fear είναι εξίσου ήπιος και άγριος με σχιζοφρενικές τάσεις που ξεπηδούν με την παραμικρή αφορμή.
Αν υπάρχει κάτι αρνητικό στον Νόρτον είναι η αμηχανία που του προκαλεί η δόξα. «Νιώθει άβολα που είναι δημοφιλής», λέει ο Στιούαρτ Μπλούμπερκ, σεναριογράφος του «Keeping the faith» και φίλος του από το Γέιλ. «Δεν ξέρει να υποδύεται τον σταρ».
Ο Νόρτον καταφέρνει να απομακρύνει τη συζήτηση από την ιδιωτική του ζωή αναλύοντας το πάθος του κοινού να μετατρέπει τους ηθοποιούς σε σταρ: «Καθώς απουσιάζουν πλέον οι συλλογικοί θεοί, έχουμε φτιάξει έναν Όλυμπο αποτελούμενο από αυτούς που μας ψυχαγωγούν. Πήραμε τους κλόουν και τους ανυψώσαμε σε ημίθεους. Δοξολογούμε τους κλόουν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε. Αν αφαιρέσεις όμως όλες τις ανοησίες γύρω από την κινηματογραφική βιομηχανία, βλέπουμε ότι, στον πυρήνα της, αυτός ο τρόπος αφήγησης ιστοριών ανταποκρίνεται σε μια κοινωνική, σχεδόν μεταφυσική ανάγκη. Οι άνθρωποι χρειάζονται και θέλουν την εμπειρία να συγκεντρώνονται για να παρακολουθήσουν ιστορίες. Οι ταινίες είναι η μεγαλύτερη εν δυνάμει πολιτιστική μυθολογία. Είναι ο τρόπος για να νιώσεις συνδεδεμένος, όχι μόνος».
Ωραίος λόγος. Θα ταίριαζε να ακουστεί σε μια βραδιά των Όσκαρ, σε τριάντα χρόνια από τώρα, όταν ο ηθοποιός –σκηνοθέτης- σεναριογράφος-παραγωγός Εντουαρτ Νόρτον, θα δεχτεί το βραβείο Ιρβινγκ Θάλμπεργκ.

(Δημοσιεύτηκε στο τ. 17-4-2000. Η ελληνική μετάφραση, με κάποιες περικοπές, δημοσιεύτηκε στην εφ. Η Καθημερινή, Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2000)