deliolanis2.jpg

Αναδημοσιεύουμε, χωρίς κανένα σχόλιο, έναν πρόσφατο καλοκαιρινό διάλογο περι κριτικής.

20 Ιουλίου 2014   
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΡΑΚΤΙΚΟ
Ανοίγει ο φάκελος κριτική κινηματογράφου (μέρος 1ο)

Στον Γιάννη Δελεηολάνη

του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ελληνική κριτική κινηματογράφου κατ΄ ουσίαν δεν υφίσταται στις μέρες μας. ΄Εχουν απομείνει μεμονωμένοι ελεύθεροι σκοπευτές που οχυρωμένοι στις φάρμες τους πυροβολούν με πάθος, αντιστέκονται μέχρις εσχάτων αλλά παρατηρούν και τις σκιές των «μολυσμένων» που τους κυκλώνουν. ΄Ενας ένας φεύγουν οι γνώστες και οι έντιμοι. Τελευταίο θύμα ο Γιαννάκης μας και έπονται και άλλοι. Μετά από 45 χρόνια διαβρωτικής προσπάθειας τσακίστηκε ο πιο υπέροχος-μετά τον γαλλικό-κριτικός λόγος. Στην αρχή με ένα βλήμα χτυπήθηκαν δύο στόχοι. Επλήγησαν ταυτόχρονα η ελληνική κριτική και το λεγόμενο παλιό ελληνικό σινεμά. Ξαναβλέποντας τις δύο εκδόσεις «Δελησταύρου και υιός» και «Υιέ μου υιέ μου», διαπίστωσα το γνωστό από καιρό: Το λεγόμενο παλιό ελληνικό σινεμά –κλάσεις καλύτερο του σύγχρονου- και φυσικά και πολλών ξένων, έπρεπε να πληγεί.
΄Εφερνε εισιτήρια, ήταν ανταγωνιστικό προς το αμερικάνικο και διέθετε πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Χάρις στο ίδρυμα Ford δυναμιτίστηκε το παλιό μας σινεμά αλλά η κριτική πήγε λίγο καλύτερα. Στην μεταπολίτευση, μετά τα καυτά κείμενα κριτικής του Βασίλη Ραφαηλίδη, οι υπεύθυνοι των γραφείων διανομής φώναξαν τον Χρήστο Λαμπράκη και του παρέδωσαν σχέδιο πώς, κατ΄ αυτούς, πρέπει να γράφονται οι κριτικές. ΄Οσες ταινίες αγαπούσε ο Βασίλης μπορούσε να τις εκθειάζει όσο ήθελε. Για τις κακές ΔΕΝ θα έγραφε καθόλου ή θα υπήρχε μόνον μια παρουσίαση της υπόθεσης. Λαμπράκης και Ραφαηλίδης αρνήθηκαν και ο πρώτος έχασε εκατομμύρια δραχμές επειδή του «έκοψαν» την κινηματογραφική διαφήμιση. Ο Βασίλης θα γράψει τότε την μνημειώδη ρήση: «Νόμισαν πως το υλικό κεφάλαιο θα κερδίσει το πνευματικό κι όμως έχασε». Πρόσκαιρα Βασίλη μου, πρόσκαιρα. Χρόνια αργότερα τέθηκε θέμα στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» με τον μακράν μέγιστο των ζώντων Ελλήνων κριτικών κινηματογράφου, τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Οι άνωθεν του είπαν: «Μα γιατί βαράς τόσο πολύ τα αμερικανικά blockbuster;»Κι εκείνος απάντησε απλά «Καλά κάνω». «Καλά κάνεις, εντάξει, προσλαμβάνουμε και κάποιον άλλον να μας γράφει λεπτομερώς για τις αμερικανιές». Περιστασιακά λοιπόν προσλαμβάνουν τον κύριο Παναγόπουλο, ο οποίος παρέμεινε και μετά την διακριτική αποπομπή Μπακογιανόπουλου. Αντί να στηριχθεί ο τελευταίος, ψελίστηκε η φράση «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν». Κρίμα γιατί ο Γιάννης διαθέτει μυαλό ξυράφι. Τον κο Παναγόπουλο δεν ανέγραψε ποτέ στα μητρώα της η Π. Ε. Κ. Κ.
lemesos.jpgΜετά τα τρομερά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, οι διευθυντές των εφημερίδων εκλήθησαν κάπου(αδύνατον να σπάσω την επαγγελματική εχεμύθεια)και μεταφρασμένα σε λαϊκά ελληνικά, τους είπαν; « Εντάξει, μαλάκες, οι συντάκτες σας, γράφουν μέχρι τώρα ό, τι θέλουν. Οποιαδήποτε συμπάθεια προς κάθε Ινδιάνο θα θεωρηθεί τώρα προτροπή προς παραβατικότητα και θα γαμηθείτε αγρίως». ΄Οπερ και εγένετο. Όταν ο Γιαννάκης μου γράφει βιβλία όπως «Η πολιτική του τρόμου» θα τον άφηναν ; Όχι βέβαια. Αργότερα τα «ΝΕΑ» διώχνουν και τον Δημήτρη Δανίκα με τα καυστικά αντιαμερικανικάκαι αντιαστικά κείμενα. Το «ΘΕΜΑ» άρπαξε την ευκαιρία και τον παίρνει στην εφημερίδα. Ο Δημήτρης βάζει δίπλα στο όνομα και τον τίτλο Die hard (πολύ σκληρός για να πεθάνει) και συνεχίζει ακάθεκτος.
Μερικοί συνάδελφοι ισχυρίζονται πως για την ξεφτίλα της σύγχρονης ελληνικής κριτικής φταίει η κρίση. Αν χάθηκαν έτσι θέσεις εργασίας δεν θα διαφωνήσω. Εδώ σας μιλάω για κείμενα, για το σινεμά, που δεν μπορούν να συρράψουν δύο δυνατές απόψεις. Βαθμιαία λοιπόν ξηλώνονται όλοι οι επικίνδυνοι ή χρίζονται γραφικοί. Παράλληλα οι άλλοι αμείβονται έμμεσα για τις υπηρεσίες τους. Press jancets, τετραήμερα ταξίδια στο εξωτερικό για να παρακολουθήσουν πρεμιέρες μετά συνεντεύξεων. Αν σε στείλουν κάπου, είναι ηθικό να χτυπήσεις την ταινία; Αν είναι κακή την περνάς ντούκου ή την ακουμπάς χαλαρά. Μου εμπιστεύτηκε προχθές πασίγνωστος διανομέας. «Μα τι ρόλο παίζουν μερικοί συνάδελφοί σου; Στις δημοσιογραφικές προβολές τους ρωτάμε τι θα πάρουν και ορισμένοι- όχι όλοι- παραγγέλνουν συνεχώς κανονικά γεύματα». Οι υπεύθυνοι των εφημερίδων δίνουν εντολές. «Θέλω 150 λέξεις, οι 70 υπόθεση, θέλω βαθμό και αστέρι. . ». Και βαθμιαία ήρθε η αλληλεπίδραση. Αποκτηνώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός και δεν καταλαβαίνει οτιδήποτε είναι άλλο, διαφορετικό, δύσκολο, επικίνδυνο. Κοινωνία και ελληνική κριτική πάνε χέρι χέρι. Κάποιος όμως πρέπει να ενημερώσει τους «μολυσμένους» πως ο κριτικός λόγος, με πολιτική, ιδεολογία, αισθητική και δυναμισμό, μπορεί να λυτρώσει πολλούς από τα προβλήματά τους, μπορεί να απαλύνει πόνους, να γλυτώσει από ψυχωσικά σύνδρομα. Όταν γράφει ο καθένας ό, τι θέλει η κοινωνία υποφέρει από την χυδαιότητα και την βλακεία.

Υ. Γ. Επικοινώνησα με πολλούς υπεύθυνους πολιτιστικών σελίδων και ανάλογων site, των Αθηνών, και τους έθεσα υπ΄όψη τα στοιχεία. ΄Εμειναν έκθαμβοι ή δήθεν έκθαμβοι. ΄Ενας μάλιστα μου είπε “Κρίμα, αγαπάει τόσο πολύ το νουάρ και τον θεωρώ αντισυστημικό”. ΄Εθεσα ως όριο τις 14 Αυγούστου, όσοι δεν φύγουν οικειοθελώς ή δεν τους αποβάλλουν οι άνωθέν τους θα δούν δημοσιευμένη από εδώ την λίστα των οκτώ δήθεν «συναδέλφων»(διάβαζε αρχιδιών) που είναι ενταγμένοι στο payroll κάποιων εταιρειών διανομής με μηνιαίες απολαβές 650 € έως 850€. Τα ποσά που παίρνουν δικαιολογούνται με ποικίλους τρόπους. Και σε άλλα με υγεία κωλόπαιδα.
Και κάτι άλλο για εσάς κωλόπαιδα. ΄Εχω στα χέρια μου τρίμηνες συμβάσεις για να πηγαίνετε δωρεάν σε διάφορα φεστιβάλ. ΄Εχω ένα ερώτημα. Σας προωθούν τα διαφόρων μορφών «αδερφάτα». Αυτό το καταλαβαίνω. Γιατί όμως τρίμηνες συμβάσεις, ενώ το κάθε φεστιβάλ διαρκεί το ανώτερο 15 ημέρες; Σύντομα ο υπουργός πολιτισμού θα έχει στα χέρια του και αυτά τα έγγραφα. Και τότε θα ανατραπεί όλο αυτό το δυσώδες σκηνικό.
Γιαννάκη, ένα να ξέρεςι. Ο άδικος θάνατός σου άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου και σε λίγο οι γελείοι της εξουσίας, οι ανόητοι των διευθυντικών θέσεων, «Οι δολοφόνοι της τάξης»θα κρύπτονται εκλιπαρούντες από χωρίον εις χωρίον αλλά γι΄ αυτούς «Δεν θα υπάρχει καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»

(δημοσιεύτηκε στο http://kemes.wordpress.com)
cannes3.jpg
Η απάντηση του Παναγιώτη Παναγόπουλου

Κύριε Δερμεντζόγλου,
Είδα ότι στο κείμενό σας αναφέρεστε στο όνομά μου και στην εργασία μου, με περισσή σιγουριά για πρόσωπα και καταστάσεις, αν και δεν έχουμε μιλήσει ή συναντηθεί ποτέ απ' ό, τι θυμάμαι, ώστε να διασταυρώσετε όσα γράφετε. Μάλιστα, μεταφέρετε εντός εισαγωγικών τον «διάλογο», που οδήγησε στην «πρόσκαιρη» όπως λέτε πρόσληψή μου στην Καθημερινή. Θα ήθελα να εμπλουτίσω το φτωχό σας ρεπορτάζ, ενημερώνοντάς σας ότι ο κ. Μπακογιαννόπουλος αποχώρησε από την Καθημερινή τον Ιανουάριο του 2003. Πράγματι, όχι με τον καλύτερο τρόπο, αλλά φυσικά όχι με δική μου ευθύνη, αν και στη συνέχεια και επί σειρά ετών φρόντισε να με λασπολογεί συστηματικά, όπως μάθαινα διαρκώς από εντιμότερους συναδέλφους. Στην Καθημερινή εργαζόμουν από το 1993, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν από την «πρόσκαιρη» πρόσληψή μου και από το 1998 ήμουν συντάκτης του πολιτιστικού ρεπορτάζ με ειδίκευση στον κινηματογράφο. Αποχώρησα δε οικοθελώς, τον Δεκέμβριο του 2012. Η ΠΕΚΚ δεν με έγραψε ποτέ στους καταλόγους της, επειδή δεν έκανα ποτέ αίτηση να γίνω μέλος της. Γιατί απλώς δεν με ενδιέφερε. Όσο για τους μυστικούς διαλόγους, στους οποίους αναφέρεστε, ίσως γνωρίζετε κάτι περισσότερο μέσω των δικών σας «πηγών». Δεν υπήρξα ποτέ ούτε σύμβουλος κρατικού φορέα, ούτε είχα άλλη παρόμοια θέση ώστε να γνωρίζω από μυστικούς διαλόγους και υπόγειες συναλλαγές.
Σε ότι αφορά τέλος, τα μπλοκμπάστερ και την «ευνοϊκή» κριτική τους, θεωρώ τιμή μου και ένδειξη επαγγελματικής αξιοπιστίας, να αντιμετωπίζω κάθε είδους ταινία χωρίς προκατάληψη και αποκλεισμούς, κρίνοντας την με βάση τον στόχο της και κατά πόσο τον πετυχαίνει. Όχι με το προσωπικό μου γούστο ή με μέτρο τη σοβαροφάνεια. Όπως άλλωστε έλεγε η εκδότρια της Καθημερινής, Ελένη Βλάχου, η οποία υπήρξε και κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας, «η κριτική πρέπει να ενημερώνει τον θεατή για την ταινία που θέλει να δει». Ίσως θα έπρεπε να το θυμούνται πιο συχνά ορισμένοι « καλοί συνάδελφοι».

Παναγιώτης Παναγόπουλος

(δημοσιεύτηκε στο https://www.facebook.com/panagiotis.panagopoulos.9)