panoys.jpg

του Γιώργου Πανουσόπουλου

Δύο-τρία χιλιόμετρα φιλμ περνάνε από το φως της προβολής και ολόκληρη η σκοτεινή αίθουσα μεταφέρεται αλλού-κι αλλιώς-σε μια κοινή εμπειρία. Και αυτό χάρις σε μια κατασκευή. Γιατί μια ταινία δεν την κόβουμε από το δένδρο, τη φτιάχνουμε.
Όλα τα συστατικά μια ταινίας πρέπει να επιτρέπουν μια διαύγεια. Χωρίς να μπορεί ο θεατής να τα διαχωρίσει, να μπορεί να βλέπει ανάμεσα τους. Αυτός είναι όλος ο αγώνας του τεχνίτη. Διότι πρέπει να συμβαίνουν και τα δύο. Και το έργο να βλέπουμε αλλά και πέρα απ’ αυτό.
Ο αγώνας αυτός δεν κερδίζεται ποτέ ολοκληρωτικά. Η τέλεια ταινία δεν θα γυριστεί ποτέ. (Ίσως γι’ αυτό σταμάτησε ο Μπουνιουέλ πριν από το τέλος του). Πάντα θα μένουν πράγματα κρυμμένα -καμιά φορά επίτηδες- κάτι ατέλειες θα κρατούν πάντα το έργο ζωντανό. Από ένστικτο ο καλλιτέχνης θα αφήσει το έργο του τρωτό, δεν θα ζυγίσει σαν φαρμακοπώλης τα υλικά του αλλά σαν ερωτευμένος τα λόγια του. (Ως γνωστόν, οι ερωτευμένοι πετυχαίνουν να εκφράζουν με τη μεγαλύτερη ακρίβεια ένα πολύ δυνατό αίσθημα. Το τέλειο, δηλαδή!).
Η κριτική δεν τα καταλαβαίνει αυτά. Νομίζει πως μπορεί να κρίνει τα υλικά ενός έργου. Τις ερμηνείες, τη σκηνοθεσία, τη μουσική, το σενάριο. Αυτό το τελευταίο ειδικά πάντα μου προκαλούσε απορία. Εγώ, που κάνω σινεμά μια ζωή αναρωτιέμαι όταν βλέπω μια ταινία πως να ‘ταν άραγε το σενάριο; Αυτοί όλοι πως τα καταφέρουν; Πως ξέρουν να εκτιμήσουν την αξία ενός σεναρίου όταν βλέπουν την ταινία που προέκυψε απ’ αυτό; Αν μπορέσουν να τα διαβάσουν πριν γυριστεί, το καταλαβαίνω- αλλά πάλι τι νόημα θα έχει να κριτικάρεις ένα σενάριο πριν φτάσει στην οθόνη (αν δεν είσαι αυτός που θα πληρώσει;). Μπέρδεμα.
Η μείξη όλων των καλλιτεχνών και των τεχνικών επιτευγμάτων είναι μέσα στο μυαλό και την καρδιά ενός ανθρώπου, του σκηνοθέτη. Να σημειώσω εδώ ότι ο όρος «σκηνοθέτης» προέρχεται από το θέατρο και ΔΕΝ έχει πολλή σχέση με τον σημερινό κινηματογράφο, σίγουρα όχι αυτόν που κάνω εγώ. Θα του βγουν επιλογές αυτού του ανθρώπου, για έμψυχα και άψυχα υλικά, πρόσωπα, χρώματα, ήχους, ρυθμούς, τοπία, διάλογους, σιωπές, αντικείμενα, και όλα αυτά θα κάνουν στο τέλος μια ταινία!
Ποτέ δεν γνωρίζεις εκ των προτέρων ποία ακριβώς ταινία θα δουν οι θεατές σου. Ένας προπέτης κριτικός νομίζεις πως μπορεί. Αυτός «ξέρει» το κοινό, «ξέρει» το σκηνοθέτη, «ξέρει» και τον κινηματογράφο!
Για όλες αυτές τις επιλογές την ευθύνη φέρει ο δημιουργός της ταινίας, δηλαδή ο σκηνοθέτης της. Κριτική πρέπει να γίνεται μόνο σ’ αυτόν για το πόσο κακά ή καλά ισορρόπησε τα υλικά του. Όλοι οι άλλοι είναι ανεύθυνοι απέναντι σε τρίτους, πέρα από το σκηνοθέτη τους και τον εαυτό τους, τόσο όταν πετυχαίνουν ένα υψηλό αποτέλεσμα όσο κι όταν είναι μέτριοι (ο σκηνοθέτης με ένα απλούστατο μουσικό θεματάκι μπορεί να δημιουργήσει φοβερή ένταση στην κατάλληλη στιγμή). Η ευθύνη όλων είναι προς τον σκηνοθέτη και όχι προς το έργο, όπως συμβαίνει στο θέατρο ή την τηλεόραση.
Η κριτική λοιπόν μιας ταινίας είναι κρίση για την δουλειά ενός καλού ή κακού μάστορα, που μόνο ένας άλλος μάστορας μπορεί να κάνει γιατί μόνο αυτός μπορεί να διαθέτει έναν αντίλογο. Μόνο ένας μάστορας μπορεί να εκτιμήσει μια δουλεία ενός άλλου, έστω και αν ο ίδιος θα την έκανε αλλιώς. Αυτό ακριβώς θα έκανε και την κριτική του ενδιαφέρουσα και τέλος πάντων, εποικοδομητική. Οιουδήποτε άλλου η κρίση θα είχε σκοτεινά να ακαθόριστα κίνητρα -τα λεγόμενα αντικειμενικά- από ιδεολογικά έως και αγοραία (κριτικός είναι επάγγελμα).
Παρά ταύτα και καθ’ υπέρβασιν υπάρχει και ο κριτικός-πάσχων. Ο υπερευαίσθητος φιλότεχνος που δικαιούται εν ονόματι της απόλαυσης που παίρνει από ένα έργο να καθυβρίζει ένα άλλο! Αυτουνού εμπιστευόμαστε την αθώα του καρδιά (τέτοια που ελάχιστα τολμούν να ισχυρισθούν πως διαθέτουν). Των υπολοίπων επαγγελματιών του είδους, χρήσιμες είναι μόνο οι κακές και μάλιστα οι εμπαθείς τους κριτικές. Εκεί, στην προσπάθεια τους να τσακίσουν κάποιον, γίνονται εξαιρετικά μεθοδικοί στο να επισημάνουν τις όποιες αδυναμίες του έργου, δηλαδή χρήσιμοι! Χρήσιμοι λοιπόν ως ….δικηγόροι του διαβόλου. Έστω.
Από μέρους μου προτείνω να εγκαινιαστεί το έθιμο της κριτικής από τους αρμοδίους. Κινηματογραφιστές κάθε ειδικότητας που να έχουν κάνει κινηματογραφικές ταινίες να περιλαμβάνουν αλλήλους και να γίνει το σώσε! Να κινηθεί το τέλμα, να δημιουργηθούν ρεύματα διάφορα, να πουντιάσουν μερικοί να πάνε για τίλιο, να φουντώσουν τα μυαλά άλλων και γενικά, να…. αποκτήσουμε επαφή. Μεταξύ μας αλλά…δημόσια. Πώς ακούγεται η ιδέα, παιδιά;

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ε της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.
Ο Γιώργος Πανουσόπουλος είναι σκηνοθέτης των ταινιών Μ’ αγαπάς;, Μανία , Μια μέρα τη νύχτα , Οι απέναντι, Ταξίδι του μέλιτος.