lord2.jpg
Του SERGE TISSERON*

Γιατί άραγε παρατηρείται τέτοιο πάθος για ταινίες όπως η Αμελί, ο Χάρι Πότερ ή ο Αρχοντας των Δακτυλιδιών, που μεταφέρουν το θεατή σε φανταστικούς τόπους; Δεν πρόκειται απλώς για την επιθυμία να ξεφύγουμε από το άγχος και τη βία της καθημερινότητας.
Στη Δύση, πρόκειται, επίσης, χωρίς αμφιβολία, και για τη βούληση να βρεθούν και πάλι κάποια συλλογικά σημεία αναφοράς για το ατομικό φαντασιακό που, εδώ και πολύ καιρό, δεν πλαισιώνει πια η χριστιανική θρησκεία. Ετσι, κάποιες υποτιθέμενες οικουμενικές εικόνες αποτελούν το ύστατο καταφύγιο του μοναχικού πλήθους.
Γιατί άραγε όλοι τρέχουν να δουν το «Χάρι Πότερ», τον «Αρχοντα των Δακτυλιδιών» ή τον «Πόλεμο των Αστρων»; Γιατί άραγε οι κόσμοι των παραμυθιών, τα οποία είχαν μπει στο περιθώριο τα τελευταία είκοσι χρόνια, συγκεντρώνουν σήμερα ένα τόσο ευρύ κοινό, από όλες τις ηλικίες; Και, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο πρώτες από τις ταινίες που αναφέρθηκαν υπήρξαν, αρχικά, επιτυχημένα μυθιστορήματα, πώς να εξηγήσουμε το πάθος των σημερινών ανθρώπων για το φανταστικό;
Γιατί, χωρίς αμφιβολία, έχουν παθιαστεί τρομακτικά, και όχι μόνο στο επίπεδο των εικόνων, ακόμη κι αν, τελικά, λόγω της μαγείας του Χόλιγουντ και της λογικής του κέρδους, όλα, στην κοινωνία μας, καταλήγουν σε εικόνες. Είμαστε, όμως, σε αυτόν τον τομέα, πραγματικά διαφορετικοί από τους προγόνους μας;
Στην πραγματικότητα, δεν είναι η ανάγκη για το φανταστικό που αλλάζει, είναι οι δίαυλοι από τους οποίους περνά. Δύο γεγονότα συνέβαλαν σε αυτή την αλλαγή. Το ένα είχε μια σταδιακή εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, το άλλο συνέβη ξαφνικά και συμπίπτει ακριβώς με τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Ας αρχίσουμε από το δεύτερο.
Το παιδί δίνει τον τόνο. Νιώθοντας άγχος για το ενδεχόμενο χωρισμού από τους γονείς του, αναζητεί τις ιστορίες στις οποίες ένα αρκουδάκι χάνει τη μητέρα του και, έπειτα, την ξαναβρίσκει. Ανησυχεί μήπως συμβεί κάποιο ατύχημα στον μικρό αδελφό ή την αδελφή του; Η ιστορία μιας μικρής κότας που τραυματίζεται, αλλά, έπειτα, δέχεται φροντίδα και γίνεται καλά, το καθησυχάζει. Νιώθει άγχος για τις φανταστικές τιμωρίες που φοβάται ότι θα του επιβληθούν εξαιτίας των αυνανιστικών εμπειριών του; Μια ιστοριούλα για μια μεγάλη σαύρα που χάνει την ουρά της (1) και, έπειτα, τη βρίσκει, μέσα σε γενική ικανοποίηση, του επιτρέπει να μετριάσει την ανησυχία του.
Σε όλες αυτές τις ιστορίες, οτιδήποτε το παιδί φοβάται -και, πολύ συχνά, επιθυμεί, ταυτόχρονα- προβάλλεται σε έναν μακρινό κόσμο που ξυπνά τις ανησυχίες του, αλλά με τρόπο αρκετά αλλαγμένο ώστε να μπορέσει (το παιδί) να εξοικειωθεί μαζί τους «πλαγίως», δηλαδή χωρίς να τις αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο.
Το ίδιο ισχύει και για τους ενήλικες. Κάθε φανταστικό θέαμα στηρίζεται στην προβολή ενός κόσμου οικείου και, ταυτόχρονα, απομακρυσμένου από τον πραγματικό κόσμο. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται τόσο η απαραίτητη οικειότητα με τις εικόνες, χωρίς την οποία τίποτε από όσα παρακολουθούμε σε μια οθόνη δεν θα μας ενδιέφερε, όσο και η εξίσου αναγκαία απόσταση, χωρίς την οποία ο θεατής απλώς δεν θα μπορούσε να αφεθεί στις απολαύσεις της ταινίας.
Αυτό που μας επιτρέπει να παρακολουθούμε τέτοια θεάματα είναι η εξασφάλιση ότι τα πράγματα συμβαίνουν διαφορετικά -τουλάχιστον για μας- στην πραγματική ζωή. Σε αυτή την ισορροπία, λοιπόν, η διάκριση ανάμεσα σε ό,τι μπορεί και σε ό,τι δεν μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα παίζει πρωταρχικό ρόλο.
Από αυτή την άποψη, όμως, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου άλλαξαν τα δεδομένα. Οσο οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούσαν έναν τόπο που είχε τη φήμη ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο, οι Αμερικανοί έτρεχαν να παρακολουθήσουν ταινίες καταστροφής, στις οποίες αεροπλάνα έπεφταν στα χέρια αεροπειρατών και το Πεντάγωνο δεχόταν απειλές από τρομοκρατικές οργανώσεις. Μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, όμως, τα θεάματα αυτά έγιναν απαγορευμένα γιατί κινδύνευαν πια να θεωρηθούν όχι σαν εξωπραγματικές ταινίες, αλλά σαν απεικονίσεις της πραγματικότητας. Αντίθετα, το αμερικανικό κοινό προτίμησε την Αμελί και το φανταστικό λόφο της Μονμάρτρης του, καθώς και τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών και τον Χάρι Πότερ, ταινίες που ακολουθούν την παλιά συνταγή του παραμυθιού: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν σε μια μακρινή χώρα...».
Η ερμηνεία αυτή, πάντως, είναι ανεπαρκής. Στην πραγματικότητα, οι ταινίες αυτές δεν τοποθετούν απλώς τα γεγονότα που παρουσιάζονται σε εντελώς φανταστικούς τόπους και εποχές, αλλά και αρνούνται σε μεγάλο βαθμό να προβάλλουν με ρεαλιστικό τρόπο τις καθημερινές καταστάσεις βίας και άγχους.
Με δύο λόγια, δεν αλλάζει μόνο το πλαίσιο αυτών των εικόνων, αλλά και το περιεχόμενό τους. Η κρίση της 11ης Σεπτεμβρίου, ωστόσο, είναι συνυφασμένη με ένα φαινόμενο μείζονος σημασίας: εκείνη την ημέρα, οι Αμερικανοί αντικατέστησαν πολλαπλά και διάχυτα άγχη, που δεν είχαν επακριβώς προσδιορισμένη αιτία, όπως η ανεργία, η επισφαλής οικονομική κατάσταση ή το αίσθημα ανασφάλειας, με ένα και μοναδικό άγχος που έχει τα χαρακτηριστικά του Μπιν Λάντεν.
Πάντως, η σχέση με τις φανταστικές εικόνες είναι πολύ διαφορετική, ανάλογα με το εάν ένας θεατής αναζητεί, μέσα από αυτές, να ξεφύγει από ένα αίσθημα δυσφορίας την οποία δυσκολεύεται να προσδιορίσει ή από ανησυχίες που έχει προσδιορίσει με σαφήνεια και των οποίων γνωρίζει την προέλευση. Οταν η δυσφορία που νιώθει είναι διάχυτη και απροσδιόριστη, ο θεατής αναζητεί θεάματα που να μπορούν να της δώσουν ένα νόημα.
Οταν βιώνουμε συναισθήματα οδύνης τα οποία δυσκολευόμαστε να προσδιορίσουμε και, επιπλέον, δεν διαθέτουμε κανένα μέσο για να τα ελέγξουμε, έχουμε, καταρχήν, την τάση να ανακουφιζόμαστε από αυτά, συνδέοντάς τα, τουλάχιστον για όσο διαρκεί μια παράσταση, με σαφή αίτια.
potter2.jpg
Ταπείνωση
Οποιος αισθάνεται ταπεινωμένος, χωρίς να μπορεί να αναλύσει την κατάστασή (του), θα παρακολουθήσει ταινίες στις οποίες μπορεί να ταυτιστεί είτε με το θύμα είτε με το θύτη, ενώ όποιος νιώθει ότι δεν τον αγαπούν χωρίς να γνωρίζει το λόγο θα παρακολουθήσει ταινίες στις οποίες ένας ήρωας εμφανίζεται σε δύσκολη συναισθηματική κατάσταση, όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, αρκεί να είναι εμφανείς.
Πρόκειται για έναν από τους τρόπους με τους οποίους οι φανταστικές εικόνες μας ανακουφίζουν από τα καθημερινά αισθήματα δυσφορίας μας. Μας επιτρέπουν να νιώσουμε ξεκάθαρα συναισθήματα και να εκφράσουμε στα κοντινά μας πρόσωπα το φόβο, την οργή ή την αποστροφή που νιώθουμε για τους ήρωες -ακόμη κι αν οι λόγοι που προκαλούν αυτά τα συναισθήματα είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς για τους οποίους τα νιώθουμε στην πραγματική ζωή- ενώ στις περισσότερες καθημερινές καταστάσεις όπου νιώθουμε τα ίδια συναισθήματα, μας είναι συχνά αδύνατον να τα αναγνωρίσουμε και, πολύ περισσότερο, να βρούμε έναν συνομιλητή για να τα εκφράσουμε.

Σημάδια
Αντίθετα, όταν ένας θεατής έχει προσδιορίσει με σαφήνεια τους λόγους της δυσφορίας του και τα μέσα για να την ανακουφίσει -με άλλα λόγια, όταν η προσωπική δυσφορία του είναι αναγνωρισμένη από την κοινωνία- έχει, περισσότερο, την τάση να αναζητεί θεάματα που θα τον κάνουν να γελάσει, να κλάψει ή να τρομάξει... προκειμένου να ξεχάσει προσωρινά το άγχος, το φόβο ή την αηδία που νιώθει για μια πραγματική κατάσταση την οποία έχει χορτάσει!
Σε αυτή την περίπτωση, η επιθυμία δεν είναι πλέον να αποδώσει τη δυσφορία που νιώθει σε κάποια αιτία, αφού αυτή είναι γνωστή, αλλά να την ξεχάσει προσωρινά και, σε αυτή την κατεύθυνση, το φανταστικό έχει... φανταστικά αποτελέσματα!
Ας επιστρέψουμε στην 11η Σεπτεμβρίου. Πριν την ημερομηνία αυτή, πολλοί Αμερικανοί αισθάνονταν ανήσυχοι, τους ήταν, όμως, συχνά δύσκολο να εντοπίσουν το λόγο, όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλους μας απέναντι στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Επεδίωκαν, λοιπόν, λιγότερο να ξεφύγουν από τις ανησυχίες τους και περισσότερο να τις αποδώσουν προσωρινά σε μία σαφή αιτία, ακόμη και για όσο διαρκεί μια παράσταση.
Οι ταινίες βίας με φανταστική υπόθεση, όπου, επιπλέον, οι θεατές μπορούσαν να μιλούν μεταξύ τους, γνώριζαν τότε μεγάλη επιτυχία. Αντίθετα, μετά τις 11 Σεπτεμβρίου, όλα τα δεινά της Αμερικής έχουν αποδοθεί στον Μπιν Λάντεν... και οι Αμερικανοί αναζητούν περισσότερο εικόνες που να μπορούν να «τους χαλαρώσουν».
Παράλληλα, όμως, με αυτό το ιδιαίτερο φαινόμενο, υπάρχει κι ένα άλλο, πιο υπόγειο, που επίσης συμβάλλει -και ίσως για πολύ καιρό- στη διασφάλιση της επιτυχίας του φανταστικού. Η ανακάλυψη του ασυνείδητου και, κυρίως, η εκλαΐκευση της ανακάλυψης αυτής ανέτρεψαν τις σχέσεις ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό φαντασιακό. Πράγματι, ο άνθρωπος είναι γεμάτος εικόνες -ξεκινώντας από τις εικόνες των ονείρων του, που τον κατακλύζουν κάθε νύχτα- αλλά έχει κάθε στιγμή την ανάγκη να αισθάνεται τη βεβαιότητα ότι τις εικόνες αυτές τις μοιράζονται και οι συνάνθρωποί του.
Χωρίς φαντασιακό, ο άνθρωπος αισθάνεται άδειος, όταν, όμως, τρέφεται με εικόνες, φοβάται ότι είναι μόνος: το φαντασιακό δεν είναι καθησυχαστικό παρά μόνο αν συνοδεύεται από τη βεβαιότητα ότι το μοιράζονται και άλλοι. Ομως, για πολύ καιρό, αυτή η προσδοκία ικανοποιούνταν από το γεγονός ότι οι προσωπικές φαντασιακές παραγωγές διαμορφώνονταν στο καλούπι των μεγάλων θρησκειών.
Οι ιερείς είχαν πάντοτε την ικανότητα να ανάγουν τις εικόνες που στοιχειώνουν τις ατομικές συνειδήσεις σε προκαθορισμένα νοήματα και να ερμηνεύουν τα γεγονότα που μπορούσαν να εξάψουν τη φαντασία ως σημάδια των θεών.
Για να περιοριστούμε στον καθολικισμό, οι εικόνες της μοναξιάς και της απόγνωσης ήταν άρρηκτα δεμένες για τους χριστιανούς με τις εικόνες των τελευταίων στιγμών του Χριστού, οι εικόνες του τέλους του κόσμου ή μιας γενικευμένης καταστροφής συσχετίζονταν αμέσως με τις εικόνες του Κατακλυσμού και της Μέρας της Κρίσεως, ενώ τα οράματα κάποιων ανθρώπων για σκηνές πόνου που προκαλούσαν ή υπέμεναν συνδέονταν με το συναξάρι των μαρτυρίων των μεγάλων αγίων.
Αυτή η πλαισίωση του ατομικού φαντασιακού από το συλλογικό ήταν ακόμη εμφανέστερη στην περίπτωση των ονείρων. Σε όλους, ουσιαστικά, τους πολιτισμούς, τα όνειρα αποδίδονταν σε μια μη ανθρώπινη επιφοίτηση, καλή ή κακή, ανάλογα με την περίπτωση, είτε επρόκειτο για επικοινωνία με τους νεκρούς είτε για συναντήσεις με το υπερπέραν είτε για οιωνούς του μέλλοντος. Σε γενικές γραμμές, αυτή η πλαισίωση είχε δύο όψεις: τον έλεγχο της διάδοσης των εικόνων, από τη μία πλευρά, και τον έλεγχο των συνειδήσεων, από την άλλη.
amelie1.jpg
Αναπαραστάσεις
Ο έλεγχος της διάδοσης των εικόνων αποτελεί μέρος των επίσημων ανησυχιών όλων των εξουσιών από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και έπειτα (2). Αυτή η επιβολή, όμως, όφειλε σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά της σε πολλαπλές διαδικασίες που επέτρεπαν να επαληθευτεί η επιτυχία της σε κάθε περίπτωση ατομικής συνείδησης ξεχωριστά.
Επομένως, οι αναπαραστάσεις που επιβάλλονταν με φυγόκεντρο τρόπο από την κεντρική εξουσία ήταν παραδοσιακά συνυφασμένες με τον κεντρομόλο έλεγχο προσαρμογής του περιεχομένου των συνειδήσεων στα κυρίαρχα πρότυπα. Με δύο λόγια, χωρίς ιερείς για να επαναφέρουν στο σωστό δρόμο το φαντασιακό του κάθε πιστού, ο έλεγχος της διάδοσης των εικόνων θα ήταν μάταιος. Η Ιερά Εξέταση ήταν ειδικευμένη σε αυτό το έργο και, για πολύ καιρό, οι ιερείς συνέχισαν να εξακριβώνουν, μέσα από το τελετουργικό της εξομολόγησης, εάν οι ατομικές φαντασιακές παραγωγές προσαρμόζονταν χωρίς προβλήματα στο καλούπι που όριζε η θρησκευτική εξουσία.
Αυτό που αλλάζει σήμερα είναι το γεγονός ότι ο έλεγχος αυτός δεν υπάρχει πια. Και όσο λιγότερο οι σημερινοί άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς ως προς την προσαρμογή του ατομικού φαντασιακού τους σε ένα συλλογικό φαντασιακό, τόσο περισσότερο επιθυμούν, σε αντιστάθμισμα, να υιοθετήσουν εικόνες που υποτίθεται ότι φανερώνουν την ύπαρξη ενός οικουμενικού φαντασιακού. Εδώ, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτε λιγότερο από τη βεβαιότητα του συναισθήματος κάποιου ότι αποτελεί μέλος του ανθρώπινου γένους. Φυσικά, αυτή η επιθυμία δεν είναι καινούρια, ακόμη κι αν σήμερα αποκτά εξαιρετική σημασία.

Ονειροκρίτες
Ηδη από τον 19ο αιώνα, η υποχώρηση της θρησκευτικής επιρροής είχε ως αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν οι «ονειροκρίτες», που συνέδεαν τα όνειρα του καθενός με ένα είδος κοινής δεξαμενής, στην οποία ο καθένας μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του, δηλαδή, με άλλα λόγια, ο καθένας μπορούσε να προσδεθεί.
Η καλπάζουσα ονειρομαντεία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από την προσπάθεια, σε μια περίοδο χρεοκοπίας της χριστιανικής πίστης, να αντικατασταθεί ο θρησκευτικός κώδικας ερμηνείας των ονείρων, που όδευε προς εξαφάνιση, με έναν λαϊκό κώδικα. Δεν χρειάζεται να σταθεί κανείς στον τρόπο με τον οποίο ο θρησκευτικός έλεγχος των συνειδήσεων συνέχισε να χαλαρώνει από τότε, επιπρόσθετα, όμως, ένα καινούριο φαινόμενο, που συντέλεσε ώστε να αναχθούν τα ατομικά φαντασιακά στην πλήρη υποκειμενικότητά τους, έκανε την εμφάνισή του: η ψυχανάλυση.
Με την ψυχανάλυση, για πρώτη φορά στην ιστορία, οράματα της ημέρας, νυχτερινά όνειρα, φαντασιώσεις και εικονοσκέψεις αναλύονται ως αποτελέσματα καθαρά εσωτερικών συγκρούσεων. Φυσικά, ορισμένες από τις δυνάμεις που εμπλέκονται στις συγκρούσεις αυτές είναι «κοινωνικές», καθώς έχουν σχέση με πολιτιστικές απαγορεύσεις, οι αναπαραστάσεις που προκύπτουν, όμως, είναι πάντοτε απολύτως προσωπικές για τον καθένα.
Ο Φρόιντ σαφώς παραδεχόταν ότι υπάρχουν κάποια σενάρια φαντασιώσεων που είναι κοινά σε όλα τα ανθρώπινα όντα (3), ωστόσο, σε αντίθεση με τον Γιούνγκ, ο οποίος υποστήριζε ότι τα αποκτήματα της φαντασίας έχουν σχήματα που διαπερνούν όλους τους πολιτισμούς, υπερασπιζόταν πάντοτε την αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητα κάθε ψυχικής παραγωγής.
Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο το φαντασιακό εξατομικευόταν και περιοριζόταν στα όρια κάθε ατομικού πνεύματος, τόσο μεγάλωνε στους σύγχρονους ανθρώπους η αγωνία, αν όχι ότι θα τρελαθούν, τουλάχιστον ότι θα χάσουν και τα στοιχειώδη συλλογικά σημεία αναφοράς που τους εξασφάλιζαν ότι ανήκουν σε μια ομάδα.
Η διόγκωση, κατά τη δεκαετία του '80, του φαινομένου που ονομάστηκε παθολογία των «οριακών περιπτώσεων» συνδεόταν, σε κάποιο βαθμό, και με αυτό το γεγονός. Σε αντίθεση με τον «νευρωτικό», ο οποίος δεν κατορθώνει να ανακουφιστεί από το φορτίο των κοινωνικών περιορισμών που αισθάνεται ότι τον βαραίνουν, η «οριακή περίπτωση» απαλλάσσεται από το φορτίο αυτό με δραματικό τρόπο. Ο πρώτος υποφέρει γιατί δεν καταφέρνει ποτέ να αποτινάξει το φορτίο που τον συνθλίβει, ενώ ο δεύτερος φοβάται διαρκώς μήπως αισθανθεί παραγκωνισμένος από τους συνανθρώπους του λόγω της μεγάλης ιδιαιτερότητάς του.
Βέβαια, οι ψυχαναλυτές αντικατέστησαν τους ιερείς, ό,τι, όμως, κι αν έχει πει για το ζήτημα ο Μισέλ Φουκό (4), οι ψυχαναλυτές δεν είναι ιερείς σαν τους υπόλοιπους.
Ακόμη κι αν τα κείμενα από τα οποία αντλεί έμπνευση ο ψυχαναλυτής, ορισμένες φορές, παραπέμπουν σε ένα μάλλον θρησκευτικό παρά επιστημονικό σύστημα γνώσεων, ακόμη κι αν ο ψυχαναλυτής προσπαθεί να ανακουφίσει τις ενοχές, όπως και ο ιερέας, συνήθως ενδιαφέρεται περισσότερο για τον προσωπικό χαρακτήρα των αποκτημάτων της φαντασίας του κάθε πελάτη του παρά για την προσαρμογή του σε ένα προκαθορισμένο πρότυπο.

Επιθυμίες
Το πρόβλημα είναι ότι κάθε άνθρωπος, παραδομένος στον υποκειμενικό χαρακτήρα των εσωτερικών εικόνων του, έρχεται αντιμέτωπος με τη μοναξιά, για την οποία οι πρόγονοί μας, με κάποιες εξαιρέσεις, αναμφίβολα δεν είχαν ιδέα. Η επιθυμία μας να προσδέσουμε το ατομικό φαντασιακό μας σε ένα μεγάλο συλλογικό φαντασιακό γίνεται αισθητή στη σημερινή τάση ασπασμού θρησκειών που πλαισιώνουν το ατομικό φαντασιακό με μεγαλύτερη σοβαρότητα απ' ό,τι ο χριστιανισμός.
Και η ίδια επιθυμία μας ωθεί να παρακολουθήσουμε τις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές με τις φανταστικές υποθέσεις. Καθώς οι διαδικασίες εξατομικευμένου ελέγχου των συνειδήσεων δεν υπάρχουν πια, οι σημερινοί άνθρωποι δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά την αναζήτηση υποτιθέμενων οικουμενικών εικόνων, για να προσδέσουν σε αυτές το ατομικό φαντασιακό τους.
Για πρώτη φορά στην ιστορία, τυχαίνει μια χώρα -οι Ηνωμένες Πολιτείες- να έχει και τη βούληση και τα μέσα να επιβάλλει τις εικόνες της και τα όνειρά της σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αυτός ο κινηματογράφος, όμως, θα ήταν ανίκανος να προκαλέσει τα μαζικά φαινόμενα που του χαρίζουν πλούτο και δύναμη, χωρίς την επιθυμία ενός μεγάλου αριθμού των συνανθρώπων μας να καταδυθούν σε ένα συλλογικό φαντασιακό που φαντάζονται ότι έχει οικουμενικό χαρακτήρα.
Και μπορεί, μάλιστα, να αναρωτηθεί κανείς μήπως η φήμη που έχει ο αμερικανικός κινηματογράφος ότι κυριαρχεί στην παγκόσμια παραγωγή ταινιών συντελεί στην ίδια του την επιτυχία, συντηρώντας στον κάθε θεατή την ψευδαίσθηση ότι είναι μέλος ενός πλανητικού κοινού...

(1) Σημ. της «Κ.Ε»: Στη γαλλική αργκό «ουρά» είναι το πέος.
(2) Βλ. Marie Jose Mondzain, «Image, icone, economie», Le Seuil, Παρίσι, 1996.
(3) Πρόκειται για τις φαντασιώσεις της πρωταρχικής σκηνής (της σεξουαλικής σχέσης από την οποία προκύψαμε όλοι), της αποπλάνησης, του ευνουχισμού.
(4) Michel Foucault, «L'Archeologie du savoir», Gallimard, Παρίσι, 1969.

*Παιδοψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του L'Intimite surexposee, Ramsay, Παρίσι, 2001.

Le Monde Diplomatique - 19/05/2002
(http://www.enet.gr/)