alpeis1.jpg
«Μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ρυθμικής και ο προπονητής της έχουν δημιουργήσει μια ομάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαμβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών. Η ομάδα ονομάζεται Αλπεις και ο αρχηγός της, ο τραυματιοφορέας, ονομάζεται Λευκό Ορος. Τα μέλη της ομάδας είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους κανόνες που έχει ορίσει ο αρχηγός. Η νοσοκόμα δεν υπακούει αυτούς τους κανόνες».
Αυτή είναι η σύνοψη της ταινίας «ΑΛΠΕΙΣ», που διαγωνίστηκε - εν μέσω συνολικά 24 - στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας και έλαβε το βραβείο καλύτερου σεναρίου «Osella». Το γεγονός ότι στις 25/09/2011 δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Βήματος» «Γνώμες» σχόλιο για «σατανική σύμπτωση» μεταξύ της ιστορίας του βιβλίου «Παραβολή» (εκδ. Καστανιώτης 2006) του νεαρού συγγραφέα Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (δεν το έχουμε διαβάσει) και της σεναριακής ιδέας της ταινίας εν προκειμένω δεν απασχολεί καθόλου, μια που τέχνη και επιστήμη σφύζουν από δάνεια κάθε λογής. Ιδιαίτερα σήμερα το κεντρικό ζητούμενο στην τέχνη, σε αντιδιαστολή με την τεχνική, δεν είναι οι εφευρέσεις... Εξάλλου μια ιδέα ξεκινά από ένα χώρο της τέχνης, ενσωματώνεται σε έναν άλλο και ζει τη δική της ζωή μέσα από άλλες συμβάσεις κι άλλες τέχνες...
Στο θέμα όμως της ταινίας έχω κάποιες απορίες και ερωτηματικά. Γιατί νοσηλευτές και αθλητές τα μέλη της «ομάδας»; Πώς και με ποιον τρόπο συνδέονται αυτές οι ιδιότητες μεταξύ τους; Πώς είναι δυνατόν να αποκαλείται «ομάδα» μια κερδοσκοπική επιχείρηση, με καταστατικό που έχει ορίσει ο αρχηγός/επιχειρηματίας και με μέλη «υποχρεωμένα» να λειτουργούν απαρέγκλιτα σύμφωνα μ' αυτό; Πάνω σε μαζοχιστική ή άλλου είδους βάση οι συμμετέχοντες επέλεξαν αυτοβούλως να συμμετέχουν; Υπάρχουν bonus πέρα των σταθερών οικονομικών απολαβών;
Χωρίς απάντηση σε πρωτόλεια και βασικά ερωτηματικά που εγείρουν οι ίδιες οι εικόνες, η ταινία είναι μετέωρη. Ούτε φυσικά θα μπορούσε να θεωρηθεί απάντηση ότι ο σκηνοθέτης επιλέγει να απομονώσει μια κατάσταση σε «κενό αέρος». Το κύριο πρόβλημα με τον κινηματογράφο του Λάνθιμου είναι το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει κανείς στην προσπάθειά του για εξαγωγή συνεκτικού νοήματος. Κάτι που δεν οφείλεται τόσο στον τρόπο που προωθείται η πληροφόρηση προς το θεατή μέσα από την αφήγηση όσο στην ουσία της ίδιας της πληροφόρησης. Είναι ελλειπτική, δεν είναι ταξινομημένη κατά σημασία, βάρος, αποχρώσεις κλπ. Η πληροφόρηση δεν είναι ικανή να χτίσει «αγκωνάρια» στην αφηγηματική κατασκευή για να στηριχτούν οι νοηματικές, πρώτιστα, διεργασίες και κατόπιν οι ερμηνευτικές. Χωρίς καθοδηγητικές δομικές γραμμές, νόημα και ερμηνεία μπορούν να μην υπάρχουν ή να είναι «άπειρα» και ολοσχερώς «αυθαίρετα».
Για τον παραπάνω κύρια συλλογισμό, η ταινία του Λάνθιμου συνιστά αδιέξοδο κινηματογράφο. Δίνει την αίσθηση ότι συντίθεται από ένα πλήθος μονοσήμαντων κινούμενων εικόνων, άτακτα ερριμμένων και με σημαντικές νότες κακοφωνίας. Μπορεί ως ιδέα καθαυτή, το «ersatz», το «υποκατάστατο», η «αντικατάσταση» σαν έννοιες υποτιμητικές και κατώτερες του αυθεντικού, θα μπορούσαν να τύχουν απόδοσης κινηματογραφικά με πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους. Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τη «σύσταση και λειτουργία» κερδοσκοπικής επιχείρησης που πουλά υπηρεσίες με μότο το μεταμοντέρνο παραμύθιασμα ότι έχει γίνει σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς το πραγματικό από το φανταστικό.
Πάντως αυτή η τυπικά μεταμοντέρνα εικόνα μιας ολότητας που εκθέτει τη δική της πλαστότητα, τη δική της ψευδο- κατάσταση και τη δική της αναπαραστατική ρηχότητα δεν είναι δυνατόν να ικανοποιήσει...
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Πέμπτη 27 Οχτώβρη 2011