greek8.jpg
Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Γιάνναρης χαρτογραφεί το αθηναϊκό κέντρο στον ελληνικό «χειμώνα της μεγάλης δυσαρέσκειας»

Της Μαριας Kατσουνακη

Στοά Τρικούπη στην οδό Δώρου, Ομόνοια. Γύρω στις 2 το μεσημέρι. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης σαρώνει με το βλέμμα την περιοχή, αναγνωρίζοντας μία μία τις αλλαγές. Εδώ γύρισε την πρώτη μεσαίου μήκους ταινία του, «Μια θέση στον ήλιο», το 1994, και τέσσερα χρόνια αργότερα ένα μέρος από την «Ακρη της πόλης». Mια μικρή παρέα από έφηβους, πρόσφυγες από το Kαζαχστάν, που ζουν στο Mενίδι, περιθωριοποιημένοι, προσπαθούν απεγνωσμένα να κατακτήσουν το κέντρο από την άκρη της πόλης.
«Τότε, η Ομόνοια θύμιζε Βαλκάνια», λέει ο Κ. Γιάνναρης. «Τώρα, τα περισσότερα μαγαζιά έχουν κλείσει, βλέπεις απόλυτη ερημιά, καμιά ζωντάνια και το βράδυ κατακλύζεται από Νιγηριανούς εμπόρους πρέζας. Από την άλλη πλευρά είναι το χασίς. Κάθε γωνιά έχει το δικό της εμπόρευμα. Οι Αφρικανοί πουλάνε τα πιο σκληρά, τα παιδιά από Μέση Ανατολή τα πιο ελαφριά. Να, και το ξενοδοχείο Ελικών... Κι εδώ κάναμε γύρισμα. Δώρου, Σατωβριάνδου και πλατεία Ομονοίας. Τότε, ήταν σκληρά αλλά είχε ζωή, περατζάδα. Τώρα είναι πολύ θλιβερά. Ηταν φτωχικό, λαϊκό μέρος, αλλά όχι εξαθλιωμένο».
Βαδίζουμε αργά με ξεναγό ένα σκηνοθέτη, από τους λίγους στον νεότερο ελληνικό κινηματογράφο που δεν απομακρύνεται, επαγγελματικά και προσωπικά, από το κέντρο της πόλης. Κατοικεί στην Ακαδημία Πλάτωνος, (ξανα)μοντάρει την τελευταία του ταινία «Man at sea» (εξαρχής, σε μιαν άλλη εκδοχή, διαφορετική από αυτήν που παρουσιάστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου) στην Πανεπιστημίου. Εκεί, επεξεργάζεται και το υλικό από τις πρώτες του δουλειές, πειραματικές, μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ, που γύρισε στις δεκαετίες ’80 και ’90, στην Αγγλία όπου σπούδασε και έζησε πολλά χρόνια και στην Ελλάδα. Σε λίγες ημέρες το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (4 - 13 Νοεμβρίου) οργανώνει αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του, βραβευμένο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. «Με φόβισε η αναδρομική. Συνειδητοποίησα ότι βρίσκομαι σε ένα μεταίχμιο ζωής και δημιουργίας…»
greek1.jpg
Εδώ «κατοικεί»
Μάρνη, Σολωμού, με προορισμό την πλατεία Βάθης. Το μικρό οδοιπορικό μας σε εξέλιξη. Ο Κ. Γιάνναρης χαρτογραφεί το δικό του αθηναϊκό κέντρο. Σχολιάζει χωρίς να κοντοστέκεται. Είναι περαστικός αλλά «κατοικεί» στα μέρη αυτά. Δεν είναι περίεργος, αδιάκριτος, επισκέπτης – εσωτερικός τουρίστας. Ξέρει τα στέκια, δεν αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν εξωτικά πτηνά, ακόμη και όταν τους περιγράφει: «Οι γυναίκες που εκδίδονται τέτοιες ώρες δεν είναι επαγγελματίες ιερόδουλες και γι’ αυτό, αν προσέξεις, υπάρχει μια αμηχανία στο στήσιμο, νιώθουν τον ξεπεσμό τους, φαίνεται στα πρόσωπά τους. Προφανώς, είναι άνεργες που δεν μπορούν να βρουν κάτι άλλο και αναγκάζονται να εκδοθούν για να ζήσουν. Η πλατεία Βάθης ήταν γεμάτη πρεζόνια, ένας ζωολογικός κήπος. Τους τελευταίους μήνες έχει καθαρίσει, αλλά μεταφέρθηκαν όλοι στην Τοσίτσα. Παλαιότερα, στην 3ης Σεπτεμβρίου, κοντά στο ΟΚΑΝΑ, ήταν ένα καφενείο που το αφεντικό ήταν πρεζόνι, τα γκαρσόνια πρεζόνια και οι πελάτες πρεζόνια. Μια μορφή κοινωνικής και επιχειρηματικής ένταξης!..».
Φτάνουμε Αχαρνών. Η μέρα είναι ζεστή, τα μαγαζιά ανοιχτά, η κίνηση πυκνή αλλά ήρεμη. «Στην αρχή ήταν εδώ Ρωσοπόντιοι, μετά ήρθαν Αλβανοί, τώρα έχει αλλάξει άρδην. Μια πανσπερμία εθνοτήτων από Ρουμάνους, Γεωργιανούς, Πολωνούς, Κούρδους, Αραβες, Σομαλούς, Αφγανούς. Η Μενάνδρου είναι ο δρόμος των Αφγανών. Εχουν εγκατασταθεί και επιχειρηματικά όλες αυτές οι φυλές. Με τα μαγαζιά τους. Τώρα με την κρίση, πολλά έχουν κλείσει. Κοίτα τιμές!». Αντιγράφω από ένα μικρό αραβικό εστιατόριο με τον τιμοκατάλογο στο πεζοδρόμιο: γύρος 1,5 ευρώ, φαλάφελ 1 ευρώ, κεμπάμπ 1,5, λαχμαντζού 1,5…
3 - 5 ευρώ το βράδυ
Αχαρνών και Ηπείρου. Ανεβαίνουμε την Ηπείρου με κατεύθυνση τη Φυλής. «Εδώ (δείχνει ένα κτίριο στη Φυλής), αυτό το έχει πάρει μαφία Αφγανών και στοιβάζει 150 - 200 άτομα μέσα, τους νεοεισερχόμενους λαθρομετανάστες. Νοικιάζουν όλο το οίκημα από τον ιδιοκτήτη. Καθένας πληρώνει πέντε ή τρία ευρώ το βράδυ. Κάνε, αν θέλεις, τον πολλαπλασιασμό...». Το Sammi’s μπαρ, παλιό στέκι της περιοχής, οίκοι ανοχής, παλιά ρημαγμένα νεοκλασικά, ορισμένα περίτεχνα με στοιχεία αρ νουβό. «Με τον Στάθη Παπαδόπουλο, τον πρωταγωνιστή στην “Ακρη της πόλης”, είχαμε χτενίσει την περιοχή για τα γυρίσματα».
Καθώς προχωράμε αλλάζουν οι ήχοι, γιατί αλλάζουν οι γλώσσες, η ατμόσφαιρα, οι μυρωδιές, όχι πάντα δυσάρεστες. Στην πλατεία Βικτωρίας, στάση για καφέ. «Η Αθήνα θυμίζει λίγο τη Ν. Υόρκη τέλη του ’60 - αρχές του ’70, τότε που έστριβες μια γωνία και δεν ήξερες τι θα συναντήσεις», λέει ο Κ. Γιάνναρης λίγο πριν καθίσουμε στην καφετέρια που προτιμάει. «Τώρα, αν γυρίζατε μια ταινία στην Αθήνα, ποια περιοχή θα επιλέγατε»; τον ρωτάω. «Δάφνη, Ν. Κόσμο, κάτω από την Ηλιούπολη. Από εκεί που προέρχονται τα παιδιά με τα Καλάσνικοφ. Μικροαστικές περιοχές όχι απόλυτα εξαθλιωμένες. Είναι όμως πιο επικίνδυνες, γιατί έχουν επαφή με το οργανωμένο έγκλημα».
Πλαστή, χυδαία ευμάρεια
Ενα σύντομο σχόλιο για τα οικονομικά του ελληνικού κινηματογράφου: «Στην επόμενη ταινία θα επιστρέψω σε μια πιο... βιοτεχνική διαδικασία. Βιοτεχνία κάναμε, ούτως ή άλλως, στον ελληνικό κινηματογράφο. Απλώς την ονομάζαμε βιομηχανία. Αλλά τώρα θα είναι ακραιφνής βιοτεχνία». Και αμέσως μετά, χωρίς προσπάθεια, η συζήτηση περνάει στην κρίση: «Αυτό που με φοβίζει περισσότερο απ’ όλα με την κρίση είναι η βία, η διάλυση της κοινωνικής συνοχής. Η εμφάνιση ψυχικών και σωματικών ασθενειών, η έξαρση του έιτζ, οι άστεγοι. Από εκεί και πέρα αυτή η κοινωνία ήταν μια μούφα. Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να έχουμε αυτό το βιοτικό επίπεδο. Ηταν ένα απόλυτο ψέμα της μεσαίας τάξης κυρίως. Μιας μικρομεσαίας μάζας που ζούσε από το κράτος. Με ευμάρεια όχι μόνο πλαστή αλλά και ψεύτικη και χυδαία. Κανείς δεν απολάμβανε. Μια φορά δεν θυμάμαι κάποιον να μου είπε: “Ξέρεις κάτι; Είμαι πολύ χαρούμενος. Είμαι στο Δημόσιο και περνάω τέλεια”, ή “είμαι γιατρός, δικηγόρος, σκηνοθέτης και περνάω καλά. Είμαι χαρούμενος γιατί προσφέρω στο κοινωνικό σύνολο”. Ολοι κατηφείς, αγέλαστοι, αγενείς. Μεγάλος αρνητισμός. Γιατί ζούσαμε σ’ ένα ψέμα, στημένο πάνω σε σαθρά θεμέλια. Διατρέχει όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, από τους βιομήχανους μέχρι τη μεσαία τάξη, τα λαϊκά στρώματα, τα συνδικάτα. Μου θυμίζει πολύ αυτό που βίωσα στην Αγγλία πριν ανέβει η Θάτσερ στην εξουσία. Θυμάμαι “τον χειμώνα της μεγάλης δυσαρέσκειας”, όπως ονομάστηκε. Είχαν φτάσει στο σημείο οι δημοτικοί υπάλληλοι στα νεκροταφεία να αρνούνται να θάψουν τους νεκρούς...».
Στον δρόμο της επιστροφής, στο σημείο εκκίνησης στην πλατεία Ομονοίας, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης παρατηρεί: «Η πόλη έχει ασχημύνει. Οι άνθρωποι έχουν ασχημύνει. Κοιτάς γύρω σου τα πρόσωπα. Ποτέ δεν ήταν χαμογελαστά, αλλά τώρα έχουν γίνει απολύτως σκυθρωπά. Ολοι καταλαβαίνουμε ότι ζούμε στα όρια».
Για τις ταινίες του
«Το έργο μου, θεματικά και συναισθηματικά, περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα, τη φιλία, το βλέμμα απέναντι στον εαυτό και στον άλλο, στη σχέση μάνας - γιου, πατέρα - γιου», συνοψίζει ο Κ. Γιάνναρης. Και κάνει ένα σύντομο σχόλιο για καθεμία από τις μεγάλου μήκους ταινίες του, που θα προβληθούν στο 52ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
- «Μια θέση στον ήλιο» (1994): κυνισμός και χαρά. Οταν έρχεσαι σε πρώτη επαφή με τον Αλλον.
- «Κοντά στον Παράδεισο» («3 steps to heaven», 1995, αγγλική ταινία): Μαύρη κωμωδία, που βγάζει με το ζόρι μια αγάπη για την ανθρωπότητα.
- «Απ’ την άκρη της πόλης» (1998): Ενέργεια, ερωτισμός, κυνισμός μέσα από μια τραγωδία όμως.
- «Δεκαπενταύγουστος» (2002): Η πιο ελληνική μου ταινία, αφιέρωμα στη φιγούρα της γυναίκας – μητέρας.
- «Ομηρος» (2004): Βία χωρίς στολίδια. Ντοκιμαντερίστικο ύφος. Ωμή ταινία.
- «Man at sea» (2011): Δεν βγήκε αυτό που ήθελα, τελικά. Η πιο βασανισμένη, απαισιόδοξη ταινία μου. Εχει να κάνει με την Ελλάδα.

H KAΘHMEPINH 23-10-11