juste-la-fin-du-monde.jpg

Juste la fin du monde, Xavier Dolan
Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Jean-Luc Lagarce, η ταινία του νεαρού Καναδού δημιουργού είναι μια απόδειξη του ανορθόδοξου τρόπου που αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο: μια ταινία με αληθινούς σταρ του γαλλικού σινεμά του σήμερα - Nathalie Baye, Vincent Cassel, Gaspard Ulliel, Marion Cotillard και Léa Seydoux-, όπου ωστόσο κάθε ίχνος λάμψης αποφεύγεται και όλα υποτάσσονται στο εκ το προτέρων σκηνοθετικό σχέδιο.
Ένας νεαρός θεατρικός σκηνοθέτης καταφθάνει μετά από 12ετη απουσία ως ένας άλλος άσωτος υιός, πίσω στη οικογενειακή εστία. Έρχεται αποφασισμένος να μοιραστεί με τους οικείους (;) του το πιο ένοχο μυστικό του: τον επικείμενο θάνατό του. Όμως τίποτε δεν γίνεται όπως το έχει σχεδιάσει. Θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με έναν όγκο ξαφνικής οικειότητας αλλά και τις συνέπειες μιας απουσίας χρόνων. Είναι η μητέρα του, ο μεγάλος αδελφός του και η γυναίκα του που τώρα για πρώτη γνωρίζει, και η (ουσιαστικά άγνωστη λόγω της μακρόχρονης απουσίας του) μικρότερη αδελφή του. Είναι όμως 'ένα πεδίο μάχης ο χώρος στον οποίο επιστρέφει: το προ πολλού εγκαταλειφθέν οικογενειακό τοπίο. Ο ήρωας καλείται τώρα να πληρώσει το τίμημα για το χαμένο χρόνο...
Το θεατρικό έργο διαθέτει εκ των προτέρων τόνος εξομολογητικούς, προσωπικούς και αυτοβιογραφικούς: ο συγγραφέας του Jean-Luc Lagarce πέθανε σε ηλικία 38 χρονών από AIDS. Όμως δεν υπάρχει εδώ κανέναν στοιχείο “coming out”, καμμία συζήτηση για την σεξουαλική ταυτότητα. Η δραματική πλοκή του μοιάζει ως ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην οικογένεια του.
Η αφήγηση συντίθεται, λοιπόν, από τις συναντήσεις -συζητήσεις του ήρωα με τα μέλη της οικογένειας του, επεισόδια που καθορίζονται από τον περιορισμένο χρόνο στον όποιο διαδραματίζεται η επίσκεψη. Συζητήσεις -αναμετρήσεις, όπου η έντονη εκφορά του λόγου και η ακραία έκφραση του συναισθήματος είναι απόρροια των προσωπικών -εξομολογητικών τόνων που έχει ο διάλογος. Ο λόγος στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι σχεδόν πάντα μονής κατεύθυνσης: αποδέκτης των εξομολογήσεων είναι ο νεαρός συγγραφέας. Κάτι που μάλλον έρχεται σε αντίθεση με την αρχική του πρόθεση.
Η τετράδα των προσώπων, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο ήρωας, χωρίζεται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη βρίσκεται η μητέρα και η νύφη του, οι οποίες λειτουργούν ως ενδιάμεσοι του ήρωα ως προς τον μεγάλο αδελφό και αδελφή. Εκεί, εντέλει έγκειται το αληθινό πρόβλημα: εκεί υπάρχει το χάσμα που πρέπει να γεφυρωθεί, το κενό αισθημάτων που πρέπει να καλυφθεί
Την ενότητα χώρου και χρόνου -εξαιτίας της θεατρικής καταγωγής του υλικού στο οποίο βασίζεται η ταινία- ο σκηνοθέτης αντιπαρέρχεται μέσω της σχεδόν ολοκληρωτικής χρήσης κοντινών πλάνων – γκρο-πλαν-, στα πρόσωπα. Υπάρχει μια αίσθηση της εγγύτητας ανάμεσα στα πρόσωπα, μια κλειστοφοβική αίσθηση που πολλές φορές είναι τρομακτική. Και αυτό είναι το εκ το προτέρων σκηνοθετικό σχέδιο. Ο σκηνοθέτης ωστόσο επιφυλάσσει για τον ήρωα του μια ιδιαίτερη μεταχείριση: όντας εντέλει στη θέση του ακροατή, βρίσκεται στο μισοσκόταδο, το πρόσωπο του γεμάτο σκιές. Ελάχιστα είναι τα πλάνα όπου το πρόσωπο φωτίζεται. Είναι η βαρία σκιά του αναπόφευκτου που πέφτει στο πρόσωπο του.
Διακόπτοντας την αφήγηση (και τις συζητήσεις) με σύντομα μουσικά ποπ ιντερμέδια, αλλά και σκηνές μ' ένα υποκειμενικό λόγο από την πλευρά του ήρας, ο σκηνοθέτης αποφορτίζει τις εντάσεις των διαλόγων που συσσωρεύονται και επιτρέπει στις εικόνες (και τον εθατή) να αναπνεύσουν. Μόνο προσωρινά ,όμως, αφού ποτέ δεν χάνεται ο αληθινός χαρακτήρας της ταινίας: ό,τι βλέπουμε δεν πάρα ένα κοντινό στο ανθρώπινο πρόσωπο (και τον ανθρώπινο λόγο). Κυρίως όμως είναι ένα κοντινό πλάνο στην ανάγκη για αγάπη και κατανόηση...

aaaaaagh.jpg
Aaaaaaaah!, Steve Oram
2 άνδρες σ' ένα δάσος. Ο ένας ουρεί πάνω στη φωτογραφία μιας γυναίκας. Ένα ζευγάρι σ' ένα διαμέρισμα και η μητέρα της γυναίκας. Ένας μοναχικός άνδρας που αυνανίζεται και το ποντίκι του. Ένας ζητιάνος. Μια ευαίσθητη έφηβη. Ένα άγριο πάρτι και οι ερωτικές συνευρέσεις του...
Πρόσωπα που οι διαδρομές του συγκλίνουν και τέμνονται. Συναντήσεις όμως και συνευρέσεις από τις όποιες μοιάζει να απουσιάζει κάθε μορφή επικοινωνίας. Σ' αυτήν την ταινία δεν υπάρχουν διάλογοι. Μόνο άναρθρες κραυγές. Και πράξεις. Και είναι ακριβώς αυτές που προσδιορίζουν τους ήρωες.
Πρόσωπα που το παρελθόν τους παρουσιάζεται ξαφνικά σε flashback. Ένα παρελθόν γεμάτο βία και ψυχικά τραύματα. Μια δράση που κορυφώνεται με βίαιες συγκρούσεις και σφαγές.
Αν και ο αφηγηματικός χρόνος είναι το σήμερα, ωστόσο ό,τι περιγράφει η ταινία, ακριβώς λόγω της απουσίας κάθε είδους λόγου, είναι μια κατάσταση προ του πολιτισμού, στις απαρχές του ανθρώπινου είδους. Μια ταινία που φαίνεται με κάποιο τρόπο να συνδιαλέγεται τόσο με το σήμερα και το ελληνικό “weird wave” (ίσως λόγω του ζητήματος της γλώσσας), όσο και με το παρελθόν , με τις προφανείς αναφορές στη γαλλική Themroc (1972) και σ' ένα μπουνουελικό στη σύλληψή του σινεμά.
Ψηφιακή κάμερα στο χέρι, ευρύτατη χρήση ευρυγωνίων φακών, μια σκηνοθετική αίσθηση που παραπέμπει στο σινεμά της δεκαετίας του 70. Κωμική αίσθηση, αλλά και δραματικές γεμάτες βία κορυφώσεις αυτή είναι η σκηνοθετική ταυτότητα της ταινίας.
Η ταινία μοιάζει να είναι ένα σχόλιο στις σχέσεις άνδρα -γυναίκας μέσα στο σημερινό πολιτισμό, αλλά παράλληλα και ένα σχόλια για την υποκριτική στο σινεμά. Η γλώσσα του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου αντισταθμίζουν την απουσία λόγου. Ωστόσο, αυτή η απουσία, παρ' όλες τις αναπληρώσεις και τις αντικαταστάσεις της, έχει κάποιες αναπόφευκτες συνέπειες: Η απουσία του έναρθρου λόγου απογυμνώνει τα πρόσωπα από κάθε μάσκα. Ό,τι βλέπουμε είναι πράξεις από τις οποίες απουσιάζει η λογική. Και ένστικτα, στην πιο καθαρή τους μορφή.

bone-tomahawk.jpg
Bone Tomahawk, Craig Zahler
Αναβίωση των τρόπων και των μέσων ενός σημαντικού και μάλλον ξεχασμένου σήμερα κινηματογραφικού είδους, του γουέστερν, η ταινία, παράλληλα, εμπεριέχει παράλληλα και τις αλλοιώσεις του, δηλαδή τους φόρους που πρέπει να καταβάλλει το είδος σήμερα για να επιβιώσει.
Ένας απομονωμένος οικισμός στην Άγρια Δύση. Το σαλούν, ο σερίφης, ο καουμπόι (και η αγαπημένη του) , ο ξένος που καταφθάνει. Μια σύγκρουση που καταλήγει σε μονομαχία, οι απρόσκλητοι εισβολείς στο οικισμό, η απαγωγή, και τέλος η καταδίωξη...
Όλα τα συστατικά στοιχεία της μυθολογίας των γουέστερν είναι παρόντα, τόσο στη σχεδίαση των χαρακτήρων -όπου το δίπολο καλό – κακό είναι έντονο-, όσο και στη δραματική πλοκή και την ανέλιξη της αφήγησης. Ό,τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα της ταινίας δεν είναι τόσο η αφηγηματική δομή -που χωρίζεται σε τρία ευδιάκριτα και προβλέψιμα μέρη: τα συμβάντα στον οικισμό, η καταδίωξη, η τελική σύγκρουση ανάμεσα στους καλούς (Λευκούς) και τους Κακούς (Ινδιάνους). Ούτε συνιστά ιδιαιτερότητα η εισαγωγή των σπλάτερ στοιχείων -τόσο δημοφιλή στο νεανικό κοινό των ταινιών τρόμου. Εδώ το Κακό έχει την μορφή ενός απόκοσμού πλάσματος που μοιάζει να κατάγεται απ τη μεταφυσική επικράτεια των ταινιών τρόμου.  Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί για να μπορέσει η ταινία να υπάρξει στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο.
 Η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται στους αφηγηματικούς ρυθμούς, οι οποίοι εφαρμόζονται και στα τρία μέρη της πλοκής. Επεισόδια που μοιάζουν να μην προωθούν τη δράση, ρυθμοί αργοί χωρίς αφηγηματικές εντάσεις. Και ξαφνικά αφηγηματικές εκρήξεις, δραματικές εντάσεις:είναι τότε που κάνει την εμφάνιση του το Κακό. Για να επιστρέψει λίγο αργότερα πάλι η αφηγηματική νηνεμία, με τους ήρωες όμως να έχουν καταβάλλει ένα τίμημα, να έχουν υποστεί ένα τραύμα...
Μέχρι την επόμενη τρομακτική και αποτρώπαια εμφάνιση του Κακού....
captain-fantastic.jpg
Captain Fantastic, Matt Ross
Ταινία που εντάσσεται στην πλούσια παράδοση αναχωρητισμού και πολιτικής ανυπακοής των ΗΠΑ, η δημιουργία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Matt Ross επισημαίνει με τόνους χιουμοριστικούς και αγαπητικούς τα αδιέξοδα αλλά και τις γοητείες μιας ζωής εκτός συστήματος.
Ο Ben και τα 6 παιδιά του ζουν σε μια καλύβα, χαμένοι στις εσχατιές των αμερικάνικων δασών. Ζουν μια “καθαρή” ζωή, χωρίς τις μολύνσεις και επιμολύνσεις του σύγχρονου πολιτισμού και της εγκύκλιας εκπαίδευσης. Ακολουθώντας το δικό του εναλλακτικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, ο Ben διδάσκει στα παιδιά του τις τεχνικές επιβίωσης στη φύση, αλλά και τη μαρξιστική φιλολογία. Από αυτόν την την υλοποίηση της πολιτικής “Ουτοπίας”, απουσιάζει ένα σημαντικό πρόσωπο: η μητέρα των παιδιών και σύντροφος του Ben. Κατά μια τραγική ειρωνεία, νοσηλεύεται βαριά άρρωστη από ψυχική ασθένεια στον “πολιτισμό”, αφού κάθε εναλλακτική μέθοδος απέτυχε. Όταν προβεί στο απονενοημένο διάβημα, ο Ben και τα 6 παιδιά του ξεκινούν το μακρύ ταξίδι της επιστροφής στον πολιτισμό για να παραστούν στην κηδεία της.
Επικεντρωμένη η σκηνοθεσία σ' αυτά τα επτά πρόσωπα εστιάζει στους ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς αφοσίωσης των παιδιών προς τον πατέρα. Η διαρκής και έντονη παρουσία του δάσους και της φύσης είναι ένα μαγευτικό φόντο για να απεικονισθεί αυτή η ιδιαίτερη στη νοοτροπία οικογένεια. Όμως είναι η απουσία της μητέρας που αποσταθεροποιεί τους δεσμούς και διαλύει τη σύμπνοια. Η έξοδος της οικογένειας από τον επίγειο παράδεισο και η επιστροφή στον πολιτισμό, δίνει την ευκαιρία για μια σειρά από κωμικά επεισόδια ωστόσο κυρίως περιγράφεται ως μια δοκιμασία για τη συνοχή αυτής της αντισυμβατικής οικογένειας. Και θέτει σε αμφισβήτηση τις βάσεις πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε η συνοχή, δηλαδή τον αναχωρητισμό και την άρνηση του πολιτισμού. Αυτό το μέρος είναι και το πιο πλούσιο συναισθηματικά, τόσο σε κωμικούς τόνους, όσο και σε δραματικούς. Η αιτία για τους πρώτους πρέπει να αναζητηθούν στη σύγκρουση της κανονικότητας (του σύγχρονου πολιτισμού) με τη διαφορετικότητα, αλλά και στην ακρότητα μιας “εναλλακτικής” θεώρησης.
Πέρα όμως από τα προηγούμενα, εδώ είναι το μέρος όπου γίνονται φανερά τα αδιέξοδα της εναλλακτικής αναχωρητικής στάσης: η σκηνοθετική οπτική είναι σίγουρα απλουστευτική και μελοδραματική. Είναι οι συμβιβασμοί – προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για να διασωθεί αυτή η αντισυμβατική οικογένεια, ό,τι υπογραμμίζεται στο τέλος: “Παν μέτρον άριστον”, μοιάζει να είναι η κατάληξη...
Δημήτρης Μπάμπας