43fest.jpg

Ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ σήμερα τοποθετείται μέσα σ’ ένα περιβάλλον ασφυκτικό: από την μια πλευρά οι πολυκινηματογράφοι (multiplex), τόποι όπου το μάρκετινγκ και η τυποποίηση αφαιρούν τα όποια ίχνη ζωτικότητας από τις εικόνες και από τη άλλη η τηλεόραση με την περίσσεια “αληθινής ζωής” που χαρακτηρίζει τα reality τηλεπαιχνίδια, τύπου Big Brother. Στον ενδιάμεσο χώρο, που κάθε άλλο από ευρύς μπορεί να χαρακτηριστεί, πρέπει να εκτεθούν ταινίες και σκηνοθέτες που προκρίνουν το διαφορετικό, που αρνούνται τις συμβατικότητες στο περιεχόμενο ή στην φόρμα, που επιλέγουν να εκφράσουν ένα προσωπικό βλέμμα πάνω στην εποχή και στις αγωνίες της. Αυτή είναι η περίπτωση των ταινιών που συμμετείχαν στο του 43ο Φεστιβάλ Θεσ/νίκης.
Στο έργο των τιμώμενων πρόσωπων του φεστιβάλ –αναμφίβολα ποικιλόμορφο- ενυπάρχουν τρόποι και μορφές αντίστασης ενάντια στη απειλούμενη ομοιομορφία του χολιγουντιανού και τηλεοπτικού τοπίου, ενώ συχνά μπορεί να αναγνωρισθεί μια στάση ζωής ανήσυχη, που αρνείται τον εφησυχασμό του πετυχημένου. Όπως συμβαίνει με τον Γιάννη Δαλιανίδη, ένα σκηνοθέτη με καθοριστική συμβολή στην ανανέωση και εκσυγχρονισμό του ελληνικού λαϊκού κινηματογράφου, την εποχή της αθωότητας του, με την εγκαθίδρυση και τη διαμόρφωση ενός νέου είδους, όπως το λαϊκό μιούζικαλ. Στα άλλα τιμώμενα πρόσωπα θα βρούμε οπτικές όλο και πιο σπάνιες στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο: Ο Παντελής Βούλγαρης με το ανθρωποκεντρικό του σινεμά, σταθερά προσανατολισμένο προς το συναισθηματικό τοπίο, τις αγωνίες της ψυχής και της καρδιάς, και τις καταγραφές των παράπλευρων απωλειών που το ορμητικό πέρασμα της ιστορίας αφήνει πίσω της. Ο Μπομπ Ράφελσον με την ανυπότακτη στάση του απέναντι στις χολιγουντιανές επιταγές και τα γεμάτη ένταση και δυνατά συναισθήματα, εσωτερικά και εξωτερικά ταξίδια των ηρώων του. Ο Γάλλος Ζαν Φρανσουά Στεβενέν, -ένα νέο πρόσωπο για το ελληνικό κοινό-, ένας κάλτ σκηνοθέτης που προσεγγίζει με χαλαρότητα και ρομαντισμό το ανθρώπινο πρόσωπο, με εικόνες που χαρακτηρίζονται απ’ ένα πνεύμα ελευθερίας που διαπλέκεται με τον λυρισμό. Ο Ούγγρος Μπέλα Ταρ -η αποκάλυψη του φεστιβάλ- μια “δαιμονική” προσωπικότητα του σύγχρονου σινεμά, που υπερασπίζεται ένα μοντέλο κινηματογράφου που εξερευνά τις εσχατιές της ανθρώπινης ύπαρξης, που απεικονίζει την ηθική κρίση και την πτώση του σύγχρονου ανθρώπου. Και τέλος ο Ιταλός Μάρκο Μπελόκιο με ένα έργο που εστιάζει στους μηχανισμούς εξουσίας του αστικού κράτους -οικογένεια και θρησκεία- που συνθλίβουν το άτομο, στις μορφές αντίστασης και εξέγερσης ενάντια σ’ αυτούς, στις εσωτερικές αναστατώσεις που προκαλεί ο αγώνας και η πάλη.

Ελληνικό τμήμα
Για το επίπεδο στο οποίο κινήθηκαν οι ελληνικές ταινίες που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του φεστιβάλ, είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση της ΠΕΚΚ που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό της βράβευσης: “στην πλειονότητά τους οι ελληνικές ταινίες της φετινής παραγωγής μεταχειρίζονται παλιούς και κουρασμένους αφηγηματικούς κώδικες, ενώ όταν προσπαθούν να μιλήσουν για το σήμερα, αυτό γίνεται με τρόπο ανώδυνο και αδιάφορο”. Πέρα από τα προηγούμενα, η χρονιά χαρακτηρίστηκε από την ισχυρή γυναικεία παρουσία: η Πέννυ Παναγιωτοπούλου, η Κατερίνα Ευαγγελάκου, αλλά και η Στέλλα Θεοδωράκη (Παρά λίγο, παρά τρίχα, παρά πόντο), η Κλεώνη Φλέσσα (Πάμε για ένα ούζο;) συγκροτούν πλέον, μαζί και μ’ άλλες γυναικείες παρουσίες, μια ισχυρή γυναικεία φωνή στον χώρο του ελληνικού σινεμά. Η θεματολογία των ταινιών τους περιλαμβάνει είτε πορτραίτα γυναικών που βιώνουν καταστάσεις κρίσης, είτε δύσκολες οικογενειακές ή ερωτικές σχέσεις· ενώ οι μυθοπλασίες χαρακτηρίζονται από έντονες συναισθηματικές στιγμές που προσεγγίζονται με λεπτότητα και ευαισθησία.
Επιπλέον αξίζει να σημειώσουμε την ιδιαίτερη παρουσία που συνιστούν για τον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, σκηνοθετών που επιλέγουν άλλους μη συμβατικούς και γι’ αυτό πολλές φορές μοναχικούς δρόμους, όπως είναι ο Κώστας Σφήκας (Η γυναίκα της….και ο Συλλέκτης –Αλληγορία III) και ο Βασίλης Μαζωμένος (Η Μνήμη).
Επίσης αυτή τη χρονιά υπήρξαν δύο άξιες λόγου επιστροφές: του Νίκου Νικολαϊδη με το Ο χαμένος τα παίρνει όλα, μια “μπουκοφσκική”, ειρωνική, αυτοσαρκαστική μαύρη περιπλάνηση στην προσωπική μυθολογία του σκηνοθέτη· και του Ροβήρου Μανθούλη με την Lily’s story μια αφήγηση γεμάτη συναισθηματικές εντάσεις παράδοξων ιστοριών από τις μέρες της εξορίας στα χρόνια της δικτατορίας. Απομονωμένος και περιθωριακός στο τοπίο του ελληνικού σινεμά στέκεται Ο Βασιλιάς του Νίκου Γραμματικού: εδώ η απεικόνιση της ελληνικής επαρχίας -μέσα από τις φόρμες ενός γουέστερν- φαντάζει απειλητική και δυσοίωνη, ο δε ήρωας της γίνεται ένα αληθινό τραγικό πρόσωπο, θύμα της μισαλλοδοξίας και της προκατάληψης.

Διεθνές Διαγωνιστικό
Στο σκεπτικό της η κριτική επιτροπή εκτιμά τις ταινίες με τα εξής λόγια: “Όσον αφορά στη θεματολογία, διαπιστώσαμε ότι πολλές από αυτές τις πρώτες και δεύτερες ταινίες ασχολούνται με τα θέματα της φυγής, των διχασμένων προσωπικοτήτων και της μοναχικότητας. Διαπιστώσαμε επίσης δύο τάσεις στην κινηματογραφική προσέγγιση και στη γλώσσα των ταινιών: την έντονη και εποικοδομητική τους ταύτιση με τον αφηγηματικό κινηματογράφο, όπως και τη σημαντική τους εστίαση σε μια πρωτοποριακή οπτική φόρμα”.
Στις εικόνες των ταινιών που προβλήθηκαν στο τμήμα του Διεθνούς Διαγνωστικού θα βρούμε τόσο την καταγραφή μιας κοινωνικής πραγματικότητας που διαστρέφει και παραμορφώνει το ανθρώπινο πρόσωπο, όσο και την έκθεση ενός γεμάτου αντιφάσεις και συγκρούσεις τοπίου, της ανθρώπινης ψυχής: η σεξουαλικότητα, οι οικογενειακές σχέσεις, η αναζήτηση ταυτότητας, η ενηλικίωση και οι αγωνίες της, ο έρωτας και οι αναστατώσεις του, ο θάνατος. Στην ελληνική Δύσκολος Αποχαιρετισμός: Ο μπαμπάς μου (Πέννυ Παναγιωτοπούλου) ο μικρός ήρωας καλείται να συμφιλιωθεί με την απώλεια του πατέρα. Η βίαιη εισβολή του θανάτου στο μαγικό σύμπαν της παιδικής ηλικίας απειλεί να ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες, να σκιάσει τα λαμπερά χρώματα με το γκρίζο της θλίψης. Η άρνηση και η απώθηση του τραγικού περιστατικού μοιάζει ως η αναγκαία προϋπόθεση έως ότου η φαντασία του μικρού ήρωα δημιουργήσει τον αναγκαίο περί της απώλειας, μύθο. Η έμμεσος τρόπος, η μεταφυσική διάσταση και το παιδικό βλέμμα, μέσω του οποίου σκιαγραφείται η αποδοχή της απώλειας, συνιστούν αρετές της ταινίας. Στην επίσης ελληνική Θα το μετανιώσεις (Κατερίνα Ευαγγελάκου) η 40χρονη ηρωίδα καλείται να συμφιλιωθεί με την πορεία μιας ζωής. Η ξαφνική λιποθυμία και η απροσδόκητη εγκυμοσύνη της, δίνουν την ευκαιρία για έναν απολογισμό και για την κάθε άλλο από νοσταλγική, επιστροφή στο παρελθόν. Ταινία που υποστηρίζεται από την εξαιρετική παρουσία των ηθοποιών της, αντιμετωπίζει μ’ ένα τόνο κωμικό και σαρκαστικό όχι τόσο την κεντρική ηρωίδα αλλά το περιβάλλον της (οικογενειακό ή ευρύτερο). Η σκηνοθεσία κατορθώνει να διαπεράσει την επιφάνεια -τα ήθη και τους τρόπους ζωής- και να εκθέσει με τόνο χιουμοριστικό ότι συνιστά την κρίση ηλικίας: δηλαδή την αναμέτρηση του παρελθόντος με το αδυσώπητο παρόν.
Ευκαιρία γι’ ένα απολογισμό δίνει και το ταξίδι μιας οικογένειας στο  Vylet/ Μυστικά μιας εκδρομής (Άλις Νέλις/ Αlice Nellis, Τσεχία/ Σλοβακία). Συνοδεύοντας τις στάχτες του νεκρού, οι κόρες του, η γυναίκα και η μητέρα του έρχονται αντιμέτωπες όχι με την θλίψη και την απώλεια, αλλά με το έλλειμμα της προσωπικής ζωής. Η συμφιλίωση με το παρελθόν, η συνδιαλλαγή με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και τα απωθημένα συναισθήματα, τέλος η συναισθηματική ωρίμανση φαίνεται ότι είναι το κέρδος απ’ αυτό το ταξίδι. Για την νεαρή ηρωίδα της ταινίας Rana' S Wedding/ Ο Γάμος της Ράνα (Χάνι Αμπού Ασάντ/ Hanu Abu-Assad, Παλαιστίνη) το ταξίδι και η περιπλάνηση μέσα στην Ιερουσαλήμ είναι η απαραίτητη δοκιμασία πριν την τελετή του υμέναιου. Οι αμφιβολίες, ο φόβος, οι αγωνίες για το αβέβαιο μέλλον συναντούν την σκληρή πραγματικότητα μιας εμπόλεμης περιοχής. Όπλα της νεαρής ηρωίδας είναι η εσωτερική της δύναμη και η ακλόνητη πίστη στις επιλογές της: χαρακτηριστικά που συναντάμε στον αγώνα του λαού της. Η ελπίδα και η αισιοδοξία, που συνοδεύουν κάθε γαμήλια τελετή, είναι η τελική κατάληξη για την προσωπική της περιπέτεια. Πείσμα και πίστη είναι τα δύο χαρακτηριστικά της ηρωίδας στην ταινία Slepa pega/ Τυφλός Στόχος (Χάνα Α.Β. Σλακ/ Hanna A.W. Slak, Σλοβενία). Εδώ ο αγώνας, μάταιος στη τελική του κατάληξη, είναι για την σωτηρία του ναρκομανή αδελφού της. Σ’ αυτή την ταινία δωματίου, το κέντρο βρίσκεται στην σχέση μεταξύ των δύο αδελφών καθώς βαδίζουν προς το αναπόφευκτο: η σκιά του επερχόμενου θανάτου απαλύνεται από την θέρμη της αγάπης. Και στις Are Zou-Ha-Ye Zamin/ Επιθυμίες της γης (Βαχίντ Μουζαϊάν / Vahid Mousaian, Ιράν) θα συναντήσουμε τον ατελέσφορο αγώνα: ένας νεαρός δάσκαλος που φθάνει σε μια απομονωμένη περιοχή του Ιράν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις αντιδράσεις που προκαλεί ο έρωτας ενός βοσκού και μιας κοπέλας: Οι ταξικές διαφορές και οι προκαταλήψεις θα σκιάσουν την ευτυχία τους και θα τούς απομακρύνουν. Εδώ το σκηνοθετικό ενδιαφέρον διχάζεται ανάμεσα στην εθνογραφική προσέγγιση (ένα τμήμα της ταινίας καταγράφει τα έθιμα και τις συνθήκες ζωής) και σε μια πολιτική αντιμετώπιση (η επιτακτική ανάγκη για εκσυγχρονισμό των ηθών). Στο Gwenchana uljima/ Μην Κλαις (Μιν Μπουνγκ-χουν/ Min Boung-Hun, Κορέα) υπάρχει τόσο η εθνογραφική καταγραφή -η ζωή ενός μικρού χωριού στην Κεντρική Ασία- όσο και η σπουδή πάνω σ’ ένα χαρακτήρα. Επιστρέφοντας στον γενέθλιο τόπο του ο νεαρός ήρωας κουβαλά το μυστικό της ζωής του στην πόλη. Η αφήγηση, καθώς παρακολουθεί τις περιπλανήσεις του, αποκαλύπτει σταδιακά τόσο το ζωτικό του ψεύδος όσο και το προσωπικό του αδιέξοδο: το διχασμό του ανάμεσα στις αξίες ενός αστικού τρόπου ζωής και στις παραδόσεις του τόπου.
Την επιστροφή (αυτή την φορά στην μακρινή πατρίδα) βρίσκουμε και στο Les Chemins de l' oued/ Εξόριστος σε άλλον ουρανό (Γκαέλ Μορέλ/ Gael Morel, Γαλλία/ Αλγερία): Ταινία που διερευνά τις εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις των μεταναστών δεύτερης γενιάς, που εστιάζει σε ζητήματα ταυτότητας. O νεαρός ήρωας επιστρέφει διωκόμενος στην γη των προγόνων του, την Αλγερία για να βρεθεί αντιμέτωπος με τον τρόμο και τον όλεθρο ενός εμφυλίου πολέμου. Η ανασφάλεια, η σχέση με την οικογένεια, η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής, βρίσκονται στην πρόσοψη. Πίσω όμως από τις εικόνες μπορούμε να δούμε την εικόνα ενός νέου που ασφυκτιά τόσο σε μια δυτική μητρόπολη όσο και στα “Τρίτο Κόσμο”: η ζωή γι’ αυτόν παντού είναι κόλαση. Το ίδιο συμβαίνει και για τα δύο αδέλφια στο Vivre Me Tue/ Η ζωή με σφάζει (Ζαν-Πιέρ Σιναπί/ Jean - Pierre Sinapi,, Γαλλία): μετανάστες δεύτερης γενιάς αναζητούν το μέλλον τους. Με διαφορετικές αντιλήψεις για την ζωή -ο ένας μελετητής του Μόμπι Ντίκ του Μελβίλ, ο άλλος παθιασμένος με την γυμναστική- συνδέονται με τους ακατάλυτους δεσμούς της αδελφικής αγάπης. Η αφήγηση παρακολουθεί την πορεία προς τον αφανισμό του νεαρότερου, ένα πρόσωπο που σημαδεύεται τόσο από τον ναρκισσισμό όσο και από την απουσία προσανατολισμού. Τα βάσανα της ψυχής, τα αδιέξοδα της ύπαρξης, τα εμπόδια και οι δυσκολίες της ζωής συντρίβουν τον πιο αδύναμο, ενώ ο μεγαλύτερος τον συνοδεύει με πόνο βουβό. Στο τέλος ο θρήνος του μοιάζει ως μια κραυγή απελπισίας για το τέλος της αθωότητας. Ένα ανάλογο ετερόκλητο δίδυμο προσώπων συναντάμε και στο Roger Dodger/ Ρότζερ Ντότζερ (Ντίλαν Κιντ/ Dylan Kidd, Η.Π.Α): εδώ είναι ένας ενήλικας διαφημιστής και ο νεαρός έφηβος ανιψιός του. Τοποθετώντας την αφήγηση στο Μανχάταν, επικεντρώνοντας στα ήθη και τους τρόπους της σεξουαλικής ζωής και προκρίνοντας τους κωμικούς τόνους, η σκηνοθεσία ορίζει τους στόχους της: ο κυνισμός (του ενήλικα) απέναντι στην αθωότητα (του νέου), η εμπειρία ζωής απέναντι στην απειρία. Ωστόσο απ’ αυτήν την περιπλάνηση στο νυχτερινό Μανχάταν κερδισμένος δεν είναι μόνο ο 16χρονος αλλά και ο 30χρονος εργένης: θα δει το παιχνίδι της ζωής, τα πρόσωπα και τις καταστάσεις μ’ ένα βλέμμα λιγότερο κυνικό, πιο ευαίσθητο, πιο συναισθηματικό. Ταινία σχέσεων είναι και η Mizu no onna/ Γυναίκα της βροχής (Χιντενόρι Σουτζιμόρι/ Hidenori Sugimori, Ιαπωνία) αφού επικεντρώνεται στην ερωτική σχέση μιας νεαρής ιδιοκτήτρια δημοσιών λουτρών και ενός ιδιαίτερου νεαρού. Η σκηνοθεσία δημιουργεί ισχυρές αναλογίες ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα και στα στοιχεία της φύσης. Η κοπέλα που ονομάζεται Ryo (καθαρό νερό) συνδέεται με το στοιχείο του νερού: όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής της προκαλούν την βροχή. Ενώ ο νεαρός, ένας μανιακός πυρομανής, συνδέεται με το στοιχείο της φωτιάς. Και καθώς αυτά τα στοιχεία είναι αντίθετα, η κατάληξη της σχέσης είναι προδιαγεγραμμένη: η κοπέλα θα θρηνήσει την απώλεια του αγαπημένου της με τα πικρά δάκρυα του έρωτα. Πικρές ιστορίες του έρωτα αλλά από μια χιουμοριστική οπτική γωνία αφηγείται και η Occident/ Δύση (Κρίστιαν Μουνγκίου/ Cristian Mungiu, Ρουμανία). Τρεις διαφορετικές ιστορίες που αλληλεπικαλύπτονται συνθέτουν την αφήγηση. Η σκηνοθεσία με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν αποκαλύπτει στον θεατή σταδιακά την αλήθεια. Ωστόσο πέρα από τις ασύμπτωτες ή συγκλίνουσες διαδρομές που ακολουθούν τα νεαρά πρόσωπα, η προσοχή εστιάζεται και στην καταγραφή της περιρρέουσας ατμόσφαιρας του τόπου, δηλαδή στην επιθυμία φυγής από τον τόπο καταγωγής, στην τάση εγκατάλειψης της πατρικής γης: γεμάτο πικρή ειρωνεία αυτό το μέρος αποτελεί ένα ευθύβολο σχόλιο για την μετανάστευση. Τάσεις φυγής χαρακτηρίζουν και τον κεντρικό ήρωα της ταινίας Bungalow/ Μπανγκαλόου (Ούρλιχ Κέλερ/ Ulrich Kohler, Γερμανία) ένα νεαρό στρατιώτη που αποφασίζει να λιποτακτήσει και να περάσει τις θερινές του διακοπές στο εξοχικό της οικογένειας. Οι σεξουαλικές επιθυμίες, η προβληματική σχέση με την αγαπημένη του, οι σχέσεις με τον αδελφό του και την φίλη του, αποτελούν την πρώτη ύλη σ’ αυτό το πορτραίτο μιας ανήσυχης εφηβείας. Εμμένοντας πεισματικά στη ανευθυνότητα και την ανεμελιά της εφηβείας, ο νεαρός είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί τον εαυτό του από τις επιθέσεις που δέχεται από τον κόσμο των ενηλίκων. Γι’ αυτόν η εφηβεία είναι ένας παράδεισος και δεν έχει κανένα σκοπό να τον εγκαταλείψει.
Την είσοδο στην κόλαση της βίας και της διαφθοράς περιγράφει η ταινία El Bonaerense/ Ελ Μποναερένσε (Πάμπλο Τραπέρο/ Pablo Trapero, Αργεντινή). Ο ήρωας καταλήγει στο ομώνυμο του τίτλου αστυνομικό σώμα λόγω συμπτώσεων: Ένας επαρχιώτης στην πρωτεύουσα αντιμέτωπος με την περιρρέουσα διαφθορά και ανηθικότητα. Η σκηνοθεσία παρακολουθεί την σταδιακή διολίσθηση, την απώλεια της αθωότητας, την μεταμόρφωσή του αλλά και την τελική του κάθαρση. Σπουδή σ’ ένα χαρακτήρα (με τον ίδιο τρόπο που ήταν και η προηγούμενη του σκηνοθέτη Κόσμος Γερανός) η ταινία παρακάμπτει την επιφάνεια και το προφανές και απεικονίζει τις αγωνίες μιας ψυχής που βουλιάζει στο βούρκο της διαφθοράς και αναζητά διέξοδο.
Σπουδή σ’ ένα χαρακτήρα μοιάζει εκ πρώτης όψεως να ’ναι και η ταινία Japon/ Χαπόν (Κάρλος Ρεϊγάδας / Carlos Reygadas, Μεξικό. Σημαδεμένος από την επιθυμία του θανάτου ο ήρωας αναζητά τον τόπο απ’ όπου θα ξεκινήσει το τελευταίο του ταξίδι. Παρακολουθώντας τη διαδρομή του μεσήλικα ήρωα στην μεξικάνικη επαρχία, η σκηνοθεσία εστιάζει στην σχέση του με μία ηλικιωμένη γυναίκα που τον φιλοξενεί. Σ’ αυτό το σημείο συμβαίνει και μια σημαντική μετατόπιση στο κέντρο βάρους: Αυτός ο ήρωας είναι ένας άγγελος του θανάτου για την ηλικιωμένη ηρωίδα, σταλμένος να την προετοιμάσει για το τελευταίο της ταξίδι. Τα διάστικτα σημεία του θανάτου, η σεξουαλική επιθυμία, το άγριο τοπίο και η φύση, τα γηρατειά: αυτά είναι τα σημεία- πόλοι γύρω από τα οποία περιστρέφεται η σκηνοθεσία. Και στο Sud sanaeha/ Για πάντα δικός σου (Απιτσατπόνγκ Ουεερασεθακούλ/ Apichatpong Weerasethakul, Ταϊλάνδη) η φύση κατέχει κεντρικό ρόλο: είναι ο τόπος καταφυγής για τα τρία κεντρικά πρόσωπα της ταινίας. Αυτά είναι ένας παράνομος μετανάστης από την Βιρμανία, η ερωμένη του από την Ταϊλάνδη και μια μεγαλύτερης ηλικίας φίλη τους. Το διφορούμενο και η λιτότητα στην αφήγηση προκαλούν την ασάφεια, αφού ποτέ δεν προσδιορίζονται με καθαρότητα οι σχέσεις τους και οι συνθήκες της ζωής τους. Το πρώτο τμήμα της ταινίας περιγράφει την επίσκεψη τους σε μια γιατρό, ενώ το δεύτερο διαδραματίζεται σ’ ένα δάσος. Η γοητεία αυτής της ταινίας δεν βρίσκεται ούτε στην ιστορία ούτε στους χαρακτήρες της, αλλά στην σχέση που αναπτύσσουν αυτά τα πρόσωπα με την φύση. Τόπος όπου το φως καταλύει το σκότος, όπου η γαλήνη βασιλεύει, όπου η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να εκπληρωθεί, τα δάσος είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας. Η παρουσία είναι τόσο ισχυρή και καταλυτική που διαπερνά τα πρόσωπα, που διαποτίζει την ψυχή και την καρδιά τους. Αυτό που η ταινία παρουσιάζει είναι ανθρώπους στην πιο καθαρή μορφή, απογυμνωμένους από τα ψιμύθια του πολιτισμού.

Παράθυρο στην Ασία
Από τους χιονισμένους δρόμους της Beidaihe, στις απομακρυσμένες επαρχίες του Βόρειου Βιετνάμ. Από τις φτωχογειτονιές της Taipei στους αμμόλοφους της Ανατολικής Ιάβας. Από την βιομηχανική πόλη Datong στην Βόρεια Κίνα σε ένα μικρό σχολείο της Ιαπωνίας και από εκεί σε μία μεγαλούπολη της Νότιας Κορέας. Ένα ταξίδι σε μέρη άγνωστα, σε πολιτισμούς μακρινούς, σε τόπους και μέρη εξωτικά: το αφιέρωμα Παράθυρο στην Ασία ήταν μία περιπλάνηση με όχημα τον κινηματογράφο στους πολιτισμούς της Νοτιανατολικής Ασίας.
Οι ταινίες του αφιερώματος προέρχονταν από χώρες μακρινές: Ιαπωνία, Κίνα, Βιετνάμ, Νότια Κορέα, Ταϊβάν και Ινδονησία, χώρες που άλλες σε μεγαλύτερο βαθμό και άλλες σε λιγότερο, διεκδικούν μία δυναμική παρουσία στο σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο. Χώρες με μία λαμπερή παράδοση στον σινεμά (όπως ή Ιαπωνία), μ’ ένα έντονο παρόν (όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα ή η Ταϊβάν) ή μ’ ένα γεμάτο προσδοκίες μέλλον (Βιετνάμ ή Ινδονησία). Στις ταινίες του αφιερώματος θα γνωρίσουμε την νέα ελπιδοφόρα γενιά αυτών των χωρών. Προσεγγίσεις –σε παραδοσιακά θέματα όπως είναι ο έρωτας και η ενηλικίωση- από νέες οπτικές γωνίες, θεματικές καινούριες όπως οι αναστατώσεις που προκαλεί ο εκσυγχρονισμός σε παραδοσιακές κοινωνίες: οι ταινίες αυτές αποτελούν ελάχιστες ψηφίδες από ένα τεράστιο ψηφιδωτό που σχηματίζει την εικόνα του κινηματογράφου στην Νοτιοανατολική Ασία.
Αν κάποιος αναζητούσε ένα κοινό σημείο αναφοράς σ’ αυτές τις ταινίες θα στεκόταν στην κεντρική παρουσία, που κατέχουν στη δραματική πλοκή νεανικά πρόσωπα. Οι δικές τους αγωνίες αντηχούν στις εικόνες των ταινιών, οι δικές τους ελπίδες ή απογοητεύσεις εκτίθενται. Το ευρύτερο πλαίσιο αυτών των ταινιών, άλλοτε σημαδεύεται από μία σκληρή πραγματικότητα (όπως είναι ο βίαιος εκσυγχρονισμός και οι αλλαγές στον κοινωνικό τοπίο) και άλλοτε συντίθεται από σημεία ενός μη ρεαλιστικού και συχνά φανταστικού τοπίου. Η δε μυθοπλασία τους είναι διάστικτη τόσο από παραδοσιακές (όπως είναι το θέατρο σκιών της Ινδονησίας) όσο και από μοντέρνες (τα κόμικς manga και η ποπ μουσική) εκφράσεις ενός ισχυρού ακόμα τοπικού πολιτισμού.
Στο κέντρο της δραματικής πλοκής βρίσκουμε τις αγωνίες του έρωτα, όπως παρουσιάζονται στις ταινίες blue, Όαση. Ενός έρωτα που οικοδομεί το δικό του σύμπαν για τους δύο ερωτευμένους, ενός έρωτα που προκαλεί συχνά τις αντιδράσεις και την απόρριψη του κοινωνικού περίγυρου. Για τα πρόσωπα που τον βιώνουν, ο έρωτας είναι ο τρόπος για να ζεις, είναι η ασπίδα προστασίας απέναντι στην συμβατικότητα και τον κομφορμισμό.
Σε κάποιες από τις ταινίες του αφιερώματος θα συναντήσουμε τις αγωνίες της μετάβασης από την εφηβική ηλικία προς την ωριμότητα: όπως στις ταινίες Οι καλύτεροι καιροί, Ψίθυροι της άμμου και blue. Η εγκατάλειψη του μαγικού σύμπαντος της εφηβείας, η ανακάλυψη της σεξουαλικότητας, οι σκιές του θανάτου και της αρρώστιας που εισβάλλουν ξαφνικά, οι πλήρεις περιπλοκών και συναισθήματος σχέσεις στο εσωτερικό της οικογένειας: όλα τα προηγούμενα συνοδεύουν την πορεία προς την ενήλικη ζωή.
Τέλος στις ταινίες του αφιερώματος Παράθυρο στην Ασία θα βρούμε τις αγωνίες απέναντι στις δυσκολίες του κοινωνικού χώρου. Άγνωστες απολαύσεις, Seafood, Η έρημη κοιλάδα: σ’ αυτές νεανικά πρόσωπα να βρίσκονται αντιμέτωπα με δυνάμεις που αλλάζουν βίαια το κοινωνικό τοπίο. Τα εμπόδια που πρέπει να υπερπηδηθούν και η προσωπική ευθύνη (Η έρημη κοιλάδα), η απελπισία και ο πόνος μίας ζωής χωρίς μέλλον (Seafood), η αναζήτηση (μάταιη δίχως άλλο) ενός μέλλοντος, όταν όλα γύρω αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς(Άγνωστες απολαύσεις). Τα πρόσωπα στις ταινίες αυτές δεν είναι “ήρωες” -τουλάχιστον όχι με την τυπική έννοια του όρου. Στις εικόνες αντηχεί ο πόνος της ψυχής τους, οι αγωνίες της ύπαρξης. Είναι πρόσωπα που βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις, συνθλίβονται, καθώς αναζητούν μία διέξοδο. Η κατάληξη αυτής της αναζήτησης συχνά δεν είναι αισιόδοξη…

Ματιές στα Βαλκάνια
Κάθε χρόνο το τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια προσφέρει την ευκαιρία για έναν απολογισμό. Η ετήσια συγκέντρωση των καλύτερων ταινιών απ’ όλες τις βαλκανικές χώρες επιτρέπει τόσο την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικών με την κατάσταση της κάθε χώρας, όσο και ορισμένων παρατηρήσεων για τις θεματικές και αισθητικές κατευθύνσεις που ακολουθεί συνολικά ο Βαλκανικός κινηματογράφος.
Αντιμέτωποι με την οικονομική δυσανεξία των χωρών τους, με τις παλιές κρατικές δομές υποστήριξης να αντιμετωπίζουν προβλήματα, οι βαλκάνιοι σκηνοθέτες βιώνουν συνθήκες οικονομικής ασφυξίας. Έτσι χώροι όπως το Φεστιβάλ Θεσ/νίκης, που επιτρέπουν τη διεθνοποίηση του έργου τους καθίστανται σημαντικοί, αφού αποτελούν φιλόξενους τόπους για να προσεγγίσουν θεατές. Πολύ περισσότερο όταν δεν μένουν μόνο στην προβολή των ταινιών, αλλά εμπλέκονται και στις διαδικασίες παραγωγής. Αναφερόμαστε στην πρωτοβουλία του φεστιβάλ για ίδρυση ενός ταμείου για την ανάπτυξη σεναρίων από τις Βαλκανικές χώρες. Αυτή η πρωτοβουλία έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή για τις χώρες της ευρύτερης περιοχής: οι οικονομικές δυσκολίες (απόρροια των πολέμων και των διαδικασιών αλλαγής) ταλανίζουν όλες τις κοινωνίες και φαινόμενα διάλυσης τους κοινωνικού ιστού είναι κοινός τόπος.
Απέναντι στα προβλήματα, που αλλού πιο έντονα και αλλού λιγότερο, σημαδεύουν το κοινωνικό σώμα τρεις στάσεις διαμορφώνονται. Η πρώτη αποστρέφει το βλέμμα από το κοινωνικό πεδίο και δημιουργεί ένα κόσμο μη ρεαλιστικό. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις των ταινιών Ποντικίσια μοίρα (μία ταινία για μία άγρια και “ανήθικη” παρέα ενηλίκων), Θεός φυλάξει (όπου η νοσταλγία του παρελθόντος παίρνει τη διάσταση ενός παραμυθιού) και Κοκαλωμένος (μία “τρελή” μαύρη κωμωδία στο ύφος του χολιγουντιανού σινεμά).
Μία δεύτερη στάση θέτει στο κέντρο τα προβλήματα και εμμένει στις επιπτώσεις τους πάνω στα πρόσωπα. Η ταινία Στο πουθενά είναι μια τέτοια περίπτωση, αφού εδώ θα συναντήσουμε τις δοκιμασίες της ψυχής που υφίσταται μία μητέρα, καθώς αναζητά στο Κουρδιστάν τον χαμένο γιο της. Ανάλογη τάξης αλλά διαφορετικού ύφους είναι οι ταινίες Ο δικαστής (μία πειραματική ανάγνωση της ηθικής και της πολιτικής στα Βαλκάνια), Φιλανθρωπία (όπου η επαιτεία γίνεται μία μορφή καλλιτεχνική έκφραση, αλλά και βιοπορισμού για τους χαμηλόμισθους καθηγητές της Ρουμανίας) και των τριών μικρού μήκους από τον Βοσνία (Κάποτε Δυτικά της Βοσνίας, Άλλη μια μέρα επιβίωσης, 10 Λεπτά). Σ’ αυτές τις ταινίες θα δούμε με τον πιο έντονο τρόπο τόσο τις μνήμες του πολέμου όσο και τις δυσκολίες της ειρήνης.
Η τρίτη στάση είναι ίσως και η πιο περίπλοκη: χωρίς να παραγνωρίζει το κοινωνικό πεδίο στρέφεται προς τα τοπία της ψυχής και τους τόπους της καρδιάς. Όπως στην ταινία Λιουμπλιάνα, όπου σκιαγραφείται η πορεία προς την ωριμότητα μίας ομάδας νέων: Η μελαγχολία και το σκότος που σκιάζει την ύπαρξή τους δημιουργεί μία έντονη αντίθεση με τον χώρο που διαδραματίζεται η ταινία -την rave σκηνή της Σλοβενίας. Πίσω από την λάμψη των χρωμάτων κρύβεται η μοναξιά της ψυχής και οι δυσκολίες της μετάβασης προς την ενήλικη ζωή. Μία ανάλογη αντίληψη θα βρούμε στις εικόνες της ταινίας η Μοίρα. Εδώ η ήρωας, ένας υπάλληλος σε εκτελωνιστικό γραφείο, μοιάζει να έχει αποδεχθεί, χωρίς να αντίσταση, την ροή της ζωής. Αμέτοχος των εξελίξεων, άγεται και φέρεται, επιλέγοντας να ζει ως παρατηρητής. Οξύ και πικρό σχόλιο για τα τεκταινόμενα στο κοινωνικό πεδίο, η ταινία διαθέτει και μία άλλη όχι ευκαταφρόνητη πλευρά. Σκηνοθετημένη με την αυστηρότητα και την λιτότητα ενός Robert Bresson και τον βαθύ πεσιμισμό του Κριστόφ Κισλόφσκι η ταινία χαρτογραφεί τα μύχια μίας ψυχής σε ακινησία. Συνιστά ένα σπάνιο δείγμα της δύναμης που διαθέτει ο κινηματογράφος: να καταγράφει όχι μόνο το ορατό, αλλά και το αόρατο…

Νέοι Ορίζοντες
Πάντα συναρπαστικό και απρόβλεπτο, το πρόγραμμα των Νέων Οριζόντων ήταν οργανωμένο γύρω από τέσσερα αφιερώματα και τη Διεθνή Επιλογή, που φέτος περισσότερο ίσως από κάθε άλλη χρονιά ήταν προσανατολισμένη σε νέους δημιουργούς. Κεντρικό πρόσωπο των Νέων Οριζόντων υπήρξε ο άγνωστος στο ελληνικό κοινό Κορεάτης Χονγκ Σανγκ-σου. Οι τέσσερις ταινίες του που προβλήθηκαν αποκαλύπτουν ένα δημιουργό που ως προς την θεματολογία επικεντρώνεται στο τοπίο των ερωτικών σχέσεων. Πικρές συναισθηματικά ιστορίες πλήρεις ανεκπλήρωτων ερώτων και αποτυχημένων σχέσεων, που τις αφηγείται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, συνιστούν την πρώτη ύλη στις μυθοπλασίες του. Επιλέγοντας ένα ύφος μινιμαλιστικό με μακρινά πλάνα, απουσία μοντάζ και πολλές φορές βουβή δράση, παρακολουθώντας τις παράλληλες και κάποτε διασταυρούμενες διαδρομές των προσώπων, ο Χονγκ Σανγκ-σου αφαιρεί τις εντάσεις του συναισθήματος και του ερωτικού πόθου.
Αναζητήσεις στη φόρμα θα βρούμε και στο έργο του Χάιμε Ουμπέρτο Ερμοσίγιο. Ο μεξικανός δημιουργός εξερευνά στις ταινίες του τόσο ζητήματα της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας, όσο και ζητήματα της κινηματογραφικής αφήγησης. Στο Το Μάθημα η ερωτική συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας γίνεται η αφορμή για να οδηγηθεί στα όρια της η χρήση του μονοπλάνου. Εδώ η θεατρικότητα του σεναρίου είναι απλώς η πρόφαση για την επιλογή μονοπλάνου καθώς γρήγορα διαλύεται η όποια αίσθηση θεατρικότητας από την κίνηση των ηθοποιών, από την ένταση της υποκριτικής τους και από τις αφηγηματικές ανατροπές. Στην ταινία αυτή η βιντεοκάμερα είναι ένα τρίτο βουβό πρόσωπο με το οποίο οι δύο πρωταγωνιστές συνδιαλέγονται.
Στο έργο του Αουρέλιο Γκριμάλντι οι επιρροές από τον Πιέρ Παζολίνι είναι εμφανές και ομολογημένες. Έτσι η ταινία Οι Πουτάνες διαθέτει την ανυπόκριτη λατρεία του Παζολίνι για το ταπεινό, το περιθωριακό και το λούμπεν. Ο Ιταλός σκηνοθέτης θέτει στο κέντρο την ζωή των εκδιδόμενων γυναικών στο Παλέρμο μέσα από μια αφήγηση πολυπρόσωπη και αποσπασματική. Η απουσία γενικών πλάνων, τα κοντινά πλάνα στα γυμνά σώματα, ο ασπρόμαυρος ερωτισμός, τα πρόσωπα χωρίς ψιμύθια, οι δυσκολίες της ζωής, η μοναξιά: ιστορίες του περιθωρίου, σκληρές και άγριες όψεις μιας δύσκολης ζωής.
Στο έργο της ιρανής Σιρίν Νεσάτ που παρουσιάστηκε –8 μικρού μήκους ταινίες– θα βρούμε μια αιρετική φωνή για την γυναικεία ταυτότητα και την μυθολογία του Ισλάμ. Μεταξύ δύο πολιτισμών -γεννήθηκε στο Ιράν αλλά σπούδασε στις ΗΠΑ– η σκηνοθέτις, οργανώνει με μέσα εικαστικά τις εικόνες, αφηγούμενη με τρόπους ποιητικούς την γυναικεία εμπειρία. Την γυναικεία εμπειρία θα βρούμε και σε μια ομάδα ιρανικών ταινιών που προβλήθηκαν. 10 (Αμπάς Κιαροστάμι), Γυναικείες Φυλακές (Μανιτζέ Χεκμάτ) και Είμαι η Ταρανε, ετών 15 (Ρασούλ Σαντρ- Αμελί) συνιστούν μαρτυρίες για τις δυσκολίες της γυναικείας ύπαρξης στο εσωτερικό μιας εχθρικής κοινωνίας. Είτε συμβατικές στη γραφή, είτε καινοτόμες μέσα στο μινιμαλισμό και την απλότητά τους (όπως το 10, όπου ο περίκλειστος χώρος ενός αυτοκινήτου γίνεται τόπος εξομολογήσεων) οι ταινίες σχεδιάζουν δυνατά γυναικεία πορτραίτα, δίνοντας φωνή και υπόσταση σε πρόσωπα μέχρι τώρα βουβά, που παλεύουν ενάντια σε προκαταλήψεις.
Στο υπόλοιπο πρόγραμμα των Νέων Οριζόντων θα βρούμε όπως πάντα ενδιαφέρουσες επιλογές Οι Άγριες μέλισσες του Τσέχου Μπόνταν Σλάμα διαδραματίζεται σε μια απομακρυσμένη κοινότητα μετά την κατάρρευση του κομουνισμού. Έχοντας ως κεντρικό χαρακτήρα ένα νεαρό ο οποίος ασφυκτιά, ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στις σχέσεις του με την οικογένεια και το περίγυρό του. Η ανακάλυψη του έρωτα, οι δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, προσφέρουν την πρώτη ύλη για τη δραματική πλοκή. Το βλέμμα συμπάθειας προς τους κατοίκους του μικρού χωριού και μια γλυκόπικρη αίσθηση χαρακτηρίζουν το τελικό αποτέλεσμα.
Το Κεν Παρκ των Λάρι Κλαρκ και Έντ Λάτσμαν διαδραματίζεται σ’ ένα προάστιο μιας μεγαλούπολης. Και εδώ όπως και στις προηγούμενες ταινίες του Λάρι Κλαρκ η έμφαση δίνεται σε πρόσωπα που διανύουν την εφηβεία τους. Ωστόσο τώρα επικεντρώνεται στις σχέσεις τους με τους ενήλικες που τους περιβάλλουν, αναδεικνύοντας έτσι το κοινό έδαφος στο οποίο ενοικούν ενήλικες και έφηβοι: το κενό μιας ζωής χωρίς προσανατολισμό και προοπτική. Ο ηδονισμός, η άνευ όρων παράδοση στις σαρκικές απολαύσεις υπογραμμίζει την απουσία ενός κέντρου βάρους στην ζωή τους.
Σε κενό βρίσκεται και ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας Ο Εραστής (Βαλερί Τοντορόφσκι). Αντιμέτωπος με τον αιφνίδιο θάνατο της γυναίκας του καλείται να αντιμετωπίσει όχι μόνο την θλίψη και το πένθος, αλλά και το άγνωστο παρελθόν της ζωής της. Ο άγνωστος εραστής της προκαλεί μια θύελλα συναισθημάτων στον ήρωα. Δράμα δωματίου, που ο σκηνοθέτης ενορχηστρώνει δίνοντας βάρος τόσο στις μικρές λεπτομέρειες της ζωής όσο και στην υποκριτική των ηθοποιών του, η ταινία διαπλέκει τον πόνο της ζήλιας με την οδύνη της απώλειας και την στωικότητα με το πένθος.
Ένα ιδιόμορφο τρίγωνο ερωτικό υπάρχει και στην επίσης ρωσική ταινία Ο Κούκος (Αλεξάντερ Ρογκόζιν). Διαδραματιζόμενη στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η αφήγηση έχει στο κέντρο τρία πρόσωπα διαφορετικής εθνικότητας: ένας Φιλανδός στρατιώτης, ένας Ρώσος συνάδελφός του βρίσκουν καταφύγιο στο σπίτι μια γυναίκας της Λαπωνίας. Οι συγκρούσεις των χαρακτήρων βρίσκονται στο κέντρο της δραματικής πλοκής, καθώς η αφήγηση αναπτύσσει τις μεταξύ τους σχέσεις. Αντιπολεμική, γεμάτη χιούμορ και ευφυΐα, η ταινία θα αλλάξει κλίμα και τόνο στο τέλος όταν η εθνικιστική προκατάληψη θα γίνει η αφορμή για μια πραγματική τραγωδία.
Η τραγωδία υπάρχει και στην σουηδική ταινία αλλά στην ρωσική γλώσσα Λίλια για πάντα (Λούκας Μόοντισον): μια νεαρή κοπέλα βυθισμένη στην απραξία και στο συναισθηματικό κενό της ρωσικής επαρχίας θα παγιδευτεί από την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής στη δύση και θα οδηγηθεί στην πορνεία. Ουσιαστικά ο σκηνοθέτης σχεδιάζει το πορτραίτο μιας ανήσυχης και ευαίσθητης εφηβείας που συνθλίβεται τόσο στα ανώνυμα εξαθλιωμένα διαμερίσματα των ρώσικων πολυκατοικιών όσο και στις πολυτελείς βίλες της Σουηδίας. Το τέλος της ηρωίδας, η ανάληψη της στους ουρανούς και η απεικόνιση της αγγελική της φύσης, μοιάζει ως η αναγκαία παραμύθια μετά από μια δύσκολη ζωή.
Την παραμυθία αναζητούν και οι ήρωες της ταινίας του Τακέσι Κιτάνο, Κούκλες. Εδώ τα έντονα και λαμπερά χρώματα είναι διάστικτα σημεία ενός ερωτικού πάθους που δυναστεύει τις ψυχές των προσώπων. Οι τρεις παράλληλες ιστορίες εκθέτουν τα συναισθήματα του έρωτα και της απώλειας. Η προδομένη αγάπη, ο έρωτας γεμάτος τραύματα και πόνο, οι παράλληλες και ασύμπτωτες διαδρομές: οι ήρωες της ταινίας –άνδρες και γυναίκες- μοιάζουν να κινούνται χωρίς βούληση προς ένα άγνωστο προορισμό. Ως ηθοποιοί που υποδύονται τους ρόλους στην προαιώνια τραγωδία του έρωτα, θα βαδίσουν στα βήματα μιας προκαθορισμένης εκ των προτέρων διαδρομής. Το τέλος επιβεβαιώνει το αυτονόητο ότι μόνο η απόλυτη ταπείνωση και αυταπάρνηση μπορούν να σώσουν.

Δημήτρης Μπάμπας