vienna12.jpg

Beasts of the Southern Wild, Benh Zeitlin
Μια απομονωμένη κοινότητα, μακριά από το σύγχρονο πολιτισμό, χαμένη κάπου στους βάλτους της Νότιας Καρολίνας. Ένα 6χρονο κορίτσι και ο άρρωστος και με ψυχικά προβλήματα πατέρας του. Η μητέρα που απουσιάζει. Ο τυφώνας που πλησιάζει…
Μια ιστορία μαγικού ρεαλισμού -κάτι εξαιρετικά σπάνιο για το τοπίο του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά- είναι η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου Benh Zeitlin. Στο κέντρο της ταινίας συναντάμε το πορτραίτο ενός χαρακτήρα –του 6χρονου κοριτσιού- που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τη φύση και ζει μέσα σ’ ένα σχεδόν μαγικό, θαυμαστό σύμπαν (αυτό της παιδικής ηλικίας). Είναι τις διαδρομές αυτού του κοριτσιού, που παρακολουθεί η αφήγηση, καθώς έρχεται αντιμέτωπη με την αποσταθεροποίηση και εντέλει κατάρρευση αυτού του μυθικού σύμπαντος, καθώς αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει και μια άλλη σκληρή πραγματικότητα.
Στο κεντρικό ρόλο η εντυπωσιακή, στην απόδοση της, Quvenzhané Wallis.

Age Is, Stephen Dwoskin
Η τρίτη ηλικία. Οι χώροι: γηροκομεία και πάρκα, μισοφωτισμένα δωμάτια. Ρυτίδες, η χάρις των αργών κινήσεων, η κόπωση και η αδυναμία του σώματος, αναμνήσεις από τις εποχές της ακμής και της ρώμης, οι στιγμές της μελαγχολίας και του απολογισμού: Μια συνεχή ροή εικόνων, μια ακολουθία στιγμιότυπων της τρίτης ηλικίας, πρόσωπα σημαδεμένα βαθιά από το πέρασμα του χρόνου, σώματα κυρτωμένα από το βάρος του χρόνου. Και μέσα στις εικόνες ο ίδιος ο σκηνοθέτης…
Στο κύκνειο άσμα του, ο Stephen Dwoskin κάνει ένα μελαγχολικό, ελεγειακό, μουσικό φιλμ για τα τελευταία μέτρα λίγο πριν το τέλος της διαδρομής, για το ηλιοβασίλεμα του βίου.
malavent.jpg
Malaventura, Michel Lipkes
Ένας 90χρονος ξεκινά τη μέρα του. Η πρωινή ρουτίνα, οι διαδρομές του μέσα στην πόλη, οι συναντήσεις του, οι χώροι που συχνάζει, η βαριά μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Τα στατικά πλάνα μεγάλης χρονικής διάρκειας –όπου συχνά η μοναδική κίνηση μέσα σ’ αυτά είναι μιας ανθρώπινης φιγούρας-, με τον οποία κινηματογραφείται ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζουν να αντλούν το ρυθμό τους από τις αργές κινήσεις του κεντρικού χαρακτήρα. Η ιδιαίτερη χρήση του ήχου και της μουσικής, δημιουργεί ορισμένες φορές μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Ο χαρακτήρας της ταινίας διφυής: ανάμεσα σε ντοκιμαντέρ και στη σχεδίαση ενός πορτραίτου, απ’ όπου δεν λείπουν και οι όλο και συχνότερες, καθώς κυλά ο αφηγηματικός χρόνος, σουρεαλιστικού χαρακτήρα παρεκβάσεις- σκηνοθετικά χαρακτηριστικά και τάσεις που συναντάμε αρκετά συχνά στην σημερινή κινηματογραφία του Μεξικού.

El muerto y ser feliz, Javier Rebollo
Ένα νοσοκομείο στο Μπουένος Άιρες είναι η αφετηρία της διαδρομής του ήρωα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας επαγγελματίας δολοφόνος, ισπανικής καταγωγής, στα τελευταία στάδια του καρκίνου, ξεκινά μια περιπλάνηση. Στο δρόμο θα συναντήσει μια μελαγχολική 40χρονη και μαζί της θα ξεκινήσει ένα ταξίδι, αναζητώντας ανακούφιση από τους πόνους της αρρώστιας -αλλά και την ευτυχία.
Κεντρικό στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι η χρήση της εξωτερικής αφηγήτριας, που δημιουργεί ένα είδος αποστασιοποίησης του θεατή από τον ήρωα. Το χιούμορ, ο σαρκασμός και η ειρωνεία της ταινίας την εντάσσουν στις μαύρες κωμωδίες, ενώ η περιπλάνηση στην επαρχία της Αργεντινής, στις ταινίες δρόμου. Με εκλεκτικές αισθητικές συγγένειες με το έργο των σκηνοθετών όπως οι Aki Kaurismäki και Jim Jarmusch, η ταινία δείχνει να είναι μια ασυνήθιστη -γλυκόπικρη στην τελική αίσθηση που αφήνει στο θεατή- απεικόνιση των τελευταίων στιγμών ευτυχίας του ήρωα…
aitomako.jpg
Ai To Makoto, Miike Takashi
Βασισμένη σε ένα γνωστό manga, η ταινία είναι μια ιδιότυπη ιαπωνική εκδοχή μιας ιστορίας αγάπης τύπου «Ρωμαίος και Ιουλιέτας». Ότι έχει σημασία σ’ αυτήν την ταινία είναι ο ευφάνταστος τρόπος που ο σκηνοθέτης αναμειγνύει είδη και σκηνοθετικά στυλ: Από το μιούζικαλ (με rock ρυθμούς) σε νεανικές ταινίες με συμμορίες, από τις ταινίες πολεμικών τεχνών στο θέατρο, από τα άνιμε στα μουσικά βίντεο κλιπ: ο Miike Takashi είναι πάντα οπτικά συναρπαστικός, σχεδόν παραληρηματικός και όσον αφορά τις αναμείξεις κινηματογραφικών ειδών απροκατάληπτος και αδιάντροπος.

A Última Vez Que Vi Macau, των João Pedro Rodrigues & João Rui Guerra da Mata
Χρησιμοποιώντας τη φόρμα ενός φιλμ νουάρ, οι σκηνοθέτες κάνουν στην ουσία ένα ντοκιμαντέρ- περιπλάνησης στις γνωστές και άγνωστες πλευρές μιας μυθικής πόλης της Άπω Ανατολής: του Μακάο, το "Λας Βέγκας της Ανατολής". Ο μύθος της ταινίας είναι σχεδόν προσχηματικός και η αφηγηματική γραμμή χαλαρή.
Οι εικόνες και οι τόποι του πορτογαλικού αποικιακού παρελθόντος –με βάθος 400 χρόνων-, συνιστούν το βασικό κορμό των εικόνων της ταινίας. Περιηγούμενος στην πόλη, αναζητώντας τους οικείους τόπους, ο ήρωας κατακλύζεται από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, τα αισθήματα και τις εικόνες μιας μακρινής εποχής. Ωστόσο ο ήρωας κυριαρχείται και από μια αίσθηση του ανοίκειου, αντικρίζει άγνωστες εικόνες, τόπους αχαρτογράφητους, περιηγείται στην σκοτεινή και άγνωστη πλευρά της πόλης. Και εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει συμβεί το αναπόφευκτο: οι συντεταγμένες έχουν πλέον αλλάξει. Ο τόπος της παιδικής του ηλικίας είναι πλέον ένας ξένος τόπος…

Sightseers, Ben Wheatley
Ένα ζευγάρι αποφασίζει να ζήσει τον έρωτά του κάνοντας μαζί διακοπές, περιηγούμενοι στην αγγλική επαρχία. Και οι δύο είναι πρόσωπα ιδιαίτερα.
Η ταινία ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα σε δύο είδη: από την μια έχουμε μια ιστορία αγάπης, ενώ από την άλλη υπάρχει μια ταινία με μανιακούς δολοφόνους. Ο σκηνοθέτης υιοθετεί καταρχήν την οπτική των δύο ηρώων του -κάτι που κάνει τους θεατές να τους αντιμετωπίσουν με κάποια συμπάθεια. Παράλληλα, εμπλουτίζει την προσέγγιση και την οπτική του με έντονα στοιχεία μαύρου χιούμορ και μιας ειρωνείας τυπικά βρετανικής. Είναι ακριβώς αυτά που δίνει τον τελικό τόνο στην ταινία εντάσσοντας στην παράδοση του μαύρου αγγλικού χιούμορ αλλά και στην αντίστοιχη κινηματογραφική –αυτή των Studio Ealing (και των ταινιών Kind Hearts and Coronets (1949) , Lavender Hill Mob (1951)).
villeg.jpg
Villegas, Gonzalo Tobal
Σ’ αυτή την γλυκόπικρη στην επίγευσή της, ταινία από την Αργεντινή, η σκηνοθεσία εστιάζει σε δύο πρόσωπα που έρχονται αντιμέτωπα με τις προκλήσεις της ενήλικης ζωής.
Με διαφορετικές πλέον κατευθύνσεις στη ζωή, τα δύο ξαδέλφια επιστρέφουν πίσω στη πόλη που μεγάλωσαν, για να αποτίσουν το τελευταίο φόρο τιμής στον παππού τους. Όμως η επιστροφή πίσω στην πατρίδα, κρύβει κάποιες απρόοπτες εκπλήξεις και για τους δύο: καταρχάς θα έρθουν αντιμέτωποι με τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας και τα κρυμμένα μυστικά της.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης στην οπτική του, καθώς σχεδιάζει τους δύο χαρακτήρες αρνείται να υιοθετήσει μια ηθικολογική οπτική. Απεικονίζοντας τους με καθαρές και δυνατές πινελιές, τους αντιμετωπίζει ως δύο εκφραστές αντίθετων οπτικών για τη ζωή. Ότι βρίσκεται στο κέντρο της δραματικής πλοκής είναι μια διαδικασία μετάβασης: από την ανεμελιά της νεανικής ζωής στις ευθύνες (συναισθηματικές και όχι μόνο) της ενήλικης ζωής. Εν τέλει, απέναντι στη τρομακτική πραγματικότητα της ενήλικης ζωής, αυτή η αναγκαστική επιστροφή στους τόπους της παιδικής ηλικίας λειτουργεί αναμφίβολα καταπραϋντικά και ανακουφιστικά.
 
Student, Darezhan Omirbaev
Αντιμέτωπος μ’ έναν αληθινό άθλο, δηλαδή τη διασκευή ενός αληθινού αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας -το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι-, ο καζακστανός δημιουργός προχώρησε σε μια καθοριστική κίνηση: τοποθέτησε την ιστορία στο σήμερα, μέσα στην ραγδαία μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει ένα λιτό, απέριττο ύφος, χωρίς ίχνος ψιμύθιων. Κινηματογραφεί τον κεντρικό χαρακτήρα, καθώς κινείται μέσα σε μια κοινωνία, όπου η ηθική απουσιάζει. Ότι τον χαρακτηρίζει σαν χαρακτήρα είναι ένα ευαίσθητο βλέμμα απέναντι στον άλλο-όσο παράδοξο και αν ηχεί αυτό για έναν δολοφόνο. Η διάπραξη των φόνων μοιάζει ως μια κραυγή απελπισίας απέναντι στο ηθικό έλλειμμα, απέναντι στον αποκλεισμό και τη σύνθλιψη (ψυχολογική και συναισθηματική) που βιώνει. Αιχμάλωτος των ερινυών και της ηθικής βαρύτητας της αποτρόπαια πράξης, ο ήρωας είναι μπροστά σ’ ένα αδιέξοδο ηθικής τάξης. Η έξοδος του απ’ αυτό κορυφώνει τη δράση σ’ αυτή την ταινία. Η «Θεια Χάρις», με την οποία έρχεται σ’ επαφή, έχει την αγγελική μορφή μιας νεαρής κοπέλας. Στο απολύτως μπρεσσονικό τέλος της ταινίας, με τον ήρωα έγκλειστο στη φυλακή, αναγνωρίζουμε ένα άνθρωπο συμφιλιωμένο πλέον με τον εαυτό του και τον κόσμο.
berber.jpg
Berberian Sound System, Peter Strickland
Ένας Άγγλος τεχνικός ήχου εμφανίζεται ξαφνικά σ’ ένα ιταλικό στούντιο: έχει προσληφθεί σαν ειδικός στα ηχητικά εφέ. Αντιμέτωπος με μια διαφορετική κουλτούρα (εργασιακή και όχι μόνο) γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια σειρά περιστατικά που θα τον προκαλέσουν καταρχάς την αμηχανία του και στη συνέχεια απορία, έκπληξη, σοκ…
Η ταινία, κατά πρώτον, είναι ένα μάθημα κινηματογράφου για το πώς οικοδομείται η ηχητική μπάντα μιας ταινίας, πως κατασκευάζονται τα ειδικά εφέ της. Παράλληλα είναι και μια επισήμανση για τη θέση που κατέχει ο ήχος στη δημιουργία ατμόσφαιρας, αλλά και για το κάθε άλλο παρά συμπληρωματικό ρόλο που έχει ως προς την εικόνα.
Η σκηνοθεσία εγκλωβίζει όλη τη δράση μέσα στον περιορισμένο χώρο του κινηματογραφικού στούντιο, όπου γίνεται το dubbing (δηλαδή η εκ των υστέρων ηχογράφηση και επεξεργασία της ηχητικής μπάντας της ταινίας). Μέσα σ’ αυτό το περίκλειστο χώρο, όπου οι ήχοι κυριαρχούν, υπερτονίζεται η διαφορετικότητα του ήρωα – ένας ξένος, ένα άγγλος στη μεσογειακή Ιταλία- και διογκώνεται η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζει το περιβάλλον, καθώς επίσης και η παράξενη γοητεία που ασκούν πάνω του τα διάφορα πρόσωπα.

In Another Country, Hong Sang-Soo
Ένας τυπικός χαρακτηρισμός της ταινίας είναι κωμωδία, αλλά η ταινία, χωρίς ποτέ να απαρνείται τις όποιες κωμικές διαστάσεις της, είναι κυρίως ένα σχόλιο για τις άπειρες δυνατότητες της αφήγησης (κινηματογραφικής) και της δραματική πλοκή. Πρόσωπο σημαδιακό, που θα κηρύξει την έναρξη της αφηγηματικής πλοκής είναι μια νεαρή σεναριογράφος, η οποία παγιδευμένη σ’ ένα ξενοδοχείο γράφει ως σενάριο, τις τρεις εκδοχές μιας ιστορίας.
Στο σύμπαν του κορεάτη Hong Sang-Soo οι άνδρες πάντα έχουν το ρόλο ενός ανεύθυνου και άπιστου καρδιοκατακτητή -και γι' αυτό είναι πάντα ο ένας από τους πυρήνες του κωμικού. Όμως είναι στις γυναίκες, που ο θεατής πρέπει να αναζητήσει τις απαντήσεις: στην περίπτωση μας στην γαλλίδα επισκέπτρια. Και οι τρεις απεικονίσεις της, στις εκδοχές της ιστορίας, θα πρέπει να θεωρηθούν όχι ως εναλλακτικές απεικονίσεις γυναικών αλλά μέρη- τμήματα μιας προσωπικότητας που αποκτά τις πλήρεις διαστάσεις της μόνο στο τελευταίο πλάνο της ταινίας..
Το κωμικό της ταινίας, ασφαλώς συγγενικό μ’ αυτό του Woody Allen, στηρίζεται τόσο στη διαφορά, τη σύγκρουση (του ξένου με το κορεάτικο) αλλά και στη κωμική σχεδίαση της ανδρικής ανευθυνότητας και σεξουαλικής πείνας. Και φυσικά στην επανάληψη των βασικών επεισοδίων της σεξουαλικής προσέγγισης. Δοκιμάζοντας διάφορες εκδοχές στο πως ο ναυαγοσώστης –ο κρυφός αφανής ήρωας- αλληλεπιδρά με τη ηρωίδα, ο σκηνοθέτης μας αποκαλύπτει τις πολλαπλές εκδοχές της αλήθειας μέσα σε μια μυθοπλασία, σε μια κινηματογραφική ταινία: όλα τελικά είναι υπόθεση ενός σωστού συνδυασμού.

Δημήτρης Μπάμπας