του Σωτήρη Ζήκου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_seven-samourai-akira-kurosawa.jpg

Μίλησα μέχρι εδώ για την κριτική του κινηματογράφου και την κρίση αυτής της κριτικής, προσπαθώντας να διευκρινίσω κάποιες βαθύτερες αιτίες και συνέπειες αυτής της κρίσης και όχι ασφαλώς από κάποια θέση αυθεντίας, ούτε σαν κάποιος που υπήρξε απρόσβλητος απ' αυτήν την κρίση ή που την ξεπέρασε, αλλά αντίθετα σαν κάποιος που μπορεί να πει κάτι γι' αυτήν επειδή ακριβώς βρίσκεται μέσα σ' αυτήν την κρίση και εξακολουθεί να έχει την εμπειρία της. Και ακόμα σαν κάποιος που δεν πιστεύει πως αρκεί ο ίδιος να προσπαθεί να οξύνει την κρίση του και να αναπτύσσει την κριτική του σκέψη, να ξεπερνάει, όσο αυτό του είναι δυνατόν, τις ενδογενείς του προκαταλήψεις, ενώ γύρω του, στο ίδιο το πεδίο της δραστηριότητας του, αλλά και πέρα απ' αυτό, τα πάντα αδρανούν και σταδιακά ακυρώνουν έτσι και τα ίδια τα αποτελέσματα της προσωπικής του προσπάθειας. Κι ακόμα παρά πέρα σαν κάποιος που διόλου δεν συμμερίζεται την ψευδαίσθηση, πως “ένας κούκος” ή “δύο τρεις κούκοι” αρκούν για να φέρουν την άνοιξη, την άνοιξη και την ανανέωση της κριτικής λειτουργίας και του κριτικού λόγου.

Ο εκφυλισμός της κριτικής λειτουργίας
Μέχρι εδώ προσπάθησα να συζητήσω τους εσωτερικούς όρους αυτής της κρίσης δηλαδή τις προβληματικές σχέσεις της κριτικής με τις ίδιες τις μεθόδους της και τον λόγο της εκφοράς της, την σχέση της κριτικής πράξης μ' αυτόν που την ασκεί, όπως και τη σχέση της με το ίδιο το αντικείμενο της, τον κινηματογράφο και το κινηματογραφικό έργο. Αλλά όλα αυτά κινδυνεύουν να μείνουν ασυμπλήρωτα και κενά, να παραμείνουν μια υπόθεση “εσωτερικής κατανάλωσης”, που αφορά μόνο τους “ειδικούς¨, αν δεν τα ανοίξουμε και στην προοπτική της σχέση της κριτικής με τους αναγνώστες της, αν δεν επαναπροσδιορίσουμε και τον σκοπό της ίδιας της κριτικής λειτουργίας, ως θεσμό εγκαθιδρυμένο κοινωνικά, ως θεσμό αποδεκτό και επικυρωμένο λίγο-πολύ, ως θεσμό ενσαρκωμένο στη δραστηριότητα κάποιων ατόμων που τον προϋποθέτουν και τον στηρίζουν επαγγελματικά (επί αμοιβή) ή ερασιτεχνικά.
Ποιος είναι λοιπόν ο σκοπός που δικαιολογεί και στηρίζει τον θεσμό της κριτικής λειτουργίας; Ποιες είναι οι ανάγκες που αυτός ο θεσμός εξυπηρετεί και εγκαθιδρύεται αντίστοιχα προς αυτές; Ποια είναι η “αξία χρήσης” της κριτικής ως προς την οποία οι κριτικοί τίθενται ως υπεύθυνοι, κρίνονται ή ακόμα και αμείβονται; Πόσοι από τους θεατές του κινηματογράφου, με ποιον τρόπο και γιατί διαβάζουν ακόμα κριτικές; Γιατί αυτό το αναγνωστικό κοινό της κριτικής γίνεται μικρότερο αριθμητικά ή πιο αδιάφορο; Γιατί, όσοι από μας δεν έχουν κλειστεί στην κοιλιά του κήτους, συναντάμε διαρκώς ανθρώπους που μας ρωτούν χωρίς κακοπιστία: «για ποιό λόγο θα πρέπει να διαβάζω κριτικές για τις ταινίες που βλέπω;» και γιατί εμείς δυσκολευόμαστε πραγματικά να τους δώσουμε μια ικανοποιητική απάντηση (και για μας τους ίδιους), χωρίς να καταφεύγουμε στις υπεκφυγές του τύπο: «Κανείς δεν σε υποχρεώνει» ή «γιατί μόνο έτσι θα μάθεις να βλέπεις σωστά τις ταινίες» κι ακόμα χειρότερα γιατί αυτά τα ερωτήματα δεν φαίνονται να απασχολούν αληθινά κανένα κριτικό;
Αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ αλλά και που υποτείνει όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, είναι ο εκφυλισμός αυτής της ίδιας της κριτικής λειτουργίας, έτσι όπως τον παρατηρούμε καθημερινά, σήμερα.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_oshima-boy-1969.jpg
Στην λειτουργική του διάσταση, ο κριτικός θεωρήθηκε πάντοτε ως ένας “επαγγελματίας θεατής”, ο οποίος βλέπει κινηματογράφο συστηματικά και κριτικά και ελέγχει, προειδοποιεί, προτείνει και απορρίπτει πληροφορεί και αξιολογεί, συζητάει, κριτικάρει και ερμηνεύει, προστατεύει το κοινό από τις προαγωγές της Μόδας ή της Προπαγάνδας και τον ακατάπαυστο βομβαρδισμό της διαφήμισης. Όλα αυτά βέβαια σαν φραστική διατύπωση είναι ωραία και καλά αλλά αυτό που έμενε πάντα να δούμε και να κρίνουμε, ήταν εάν και κατά πόσο ανταποκρίνονταν σ' αυτό που συνέβαινε στην πραγματικότητα. Το ζήτημα επισημάνθηκε κατά καιρούς, απ' όσους επιχείρησαν να κριτικάρουν την κριτική και σχεδόν πάντα υπό το σχήμα εκείνο που διαχώριζε την δημοσιογραφική κριτική από την “άλλη”. Ωστόσο τα κριτήρια ενός τέτοιου διαχωρισμού και σύγκρισης παρέμειναν πάντα εξωτερικά, τυπικά και εν τέλει ανίκανα να προσδώσουν κάποιο βαθύτερο περιεχόμενο που θα έκανε αυτήν την διάκριση/ σύγκριση ουσιώδη και διευκρινιστική.
Αυτό όμως που χαρακτήριζε πάντα την δημοσιογραφικού τύπου κριτική (με την υποτιμητική σημασία που της αποδίδονταν), δεν ήταν μόνο και δεν ήταν τόσο, πως το πεδίο δημοσίευσης της ήταν και είναι οι στήλες των βιομηχανοποιημένων μέσων ενημέρωσης και ό,τι αυτό συνεπάγονταν (εξαρτημένες σχέσεις εργασίας, περιορισμός χώρου δημοσίευσης και χρόνου συγγραφής), αλλά στην ουσία το σπάσιμο της κριτικής λειτουργίας σε δύο μέρη, σ' αυτό ανάμεσα στην κριτική που γράφεται για να διαβαστεί και να λειτουργήσει, πριν - την θέαση μιας ταινίας και σ' αυτό που γράφεται για να διαβαστεί και να λειτουργήσει μετά – την θέαση μιας ταινίας και η αυτονόμηση και υπερίσχυση του πρώτου μέρους σε βάρος της ατροφίας ή / και ανυπαρξίας του δεύτερου. Έτσι η κριτική λειτουργία γίνεται κάτι που περιορίζεται όλο και περισσότερο στο να βλέπει -προτείνει -απορρίπτει ή προκαταλάβει και όλο και λιγότερο στο να συζητάει -διευκρινίζει- κριτικάρει -αξιολογεί- ερμηνεύει. Οι συνέπειες αυτής της αυτονόμησης και του προσανατολισμού που της συνεπάγεται, φαίνονται στην κολοβή “κριτική λειτουργία' που κυριαρχεί σήμερα και που ως τέτοια καταλήγει πάντα να γίνει ένα υποκατάστατο ή συμπλήρωμα αυτού, που υποτίθεται πως αντιμάχεται, δηλαδή μια εμπορική- καταναλωτική προαγωγή, μια από καθέδρας προτροπή, εγκώμιο και ψόγος, λόγος παραινετικός, λόγος “ειδικός”, “διαμεσολαβητής” του κοινού και των έργων, λόγος συμβουλευτικός που προκαθορίζει τον τρόπο που πρέπει να θεαθεί μια ταινία, μέσο συντήρησης της παθητικότητας, μέσο θεατών, όργανο άμβλυνσης του αισθητικού τους κριτηρίου.
Το ότι αυτό το φαινόμενο εμφανίζεται σχεδόν κυριαρχικά στις στήλες της κριτικής των εφημερίδων δεν αποκλείει καθόλου πως οι παράγωγες συνέπειες του δεν επικράτησαν σταδιακά και στην κριτική των εντύπων, τόσο εσωτερικά: στην αδράνεια των παρωχημένων μεθόδων κριτικής και ερμηνείας, όσο και εξωτερικά: στην αναγκαιότητα, επί ποινή εξαφάνισης, μιας τακτικότερης έκδοσης που θα ανταγωνιζόταν την “κριτική της κινηματογραφικής επικαιρότητας”. Γιατί αναμφίβολα, από την άλλη μεριά και σε συνάρτηση μ' αυτήν την προαγωγό κριτική και την “κολοβή” λειτουργία της, άλλαξε και η σύσταση του αναγνωστικού κοινού της κριτικής, την οποία θα μπορούσαμε χοντρικά να την εντοπίσουμε γύρω από δυο πόλους καθορισμού. Από την μια στην κατηγορία εκείνη των αναγνωστών - θεατών, που είναι και αριθμητικά υπερισχύουσα και καθορίζουσα την μοίρα της δημοσιογραφικής κριτικής, που επιζητεί και αρκείται σε μια στοιχειώδη πληροφόρηση, ώστε να μπορεί να επιλέγει τα έργα της αρεσκείας της (ανάλογα με τα γούστα), πληροφορούμενη την περίληψη του θέματος, τον πρωταγωνιστή και ίσως και τον σκηνοθέτη (αν είναι γνωστός) όπου ο επιγραμματικός “κριτικός” σχολιασμός δεν έχει παρά ελάχιστη βαρύτητα ή μερικές φορές λειτουργεί και σαν αρνητικό κριτήριο επιλογής (υπάρχουν αναγνώστες που την αποδοκιμασία ορισμένων κριτικών για μια ταινία την ερμηνεύουν σαν ένδειξη πως δεν είναι “κουλτουριάρικη” και “ακαταλαβίστικη” και τρέχουν να την δουν ή το αντίθετο).
Και από την άλλη υπάρχει η άλλη κατηγορία των αναγνωστών - θεατών, που αποτελεί μια μειοψηφία του κοινού, πιο διανοούμενη και πιο καλλιεργημένη ή/ και κινηματογραφόφιλη (που αποτελεί μάλλον και το κατ' εξοχήν αναγνωστικό κοινό των εντύπων), η οποία προσπαθεί να αυτοπροσδιορισθεί μέσα και δια μέσου ενός αισθητικού εκλεκτικισμού και δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην υπογραφή ενός έργου και δεν επηρεάζεται τόσο εύκολα από τις επιταγές της προαγωγού κριτικής γιατί έτσι κι αλλιώς βλέπει όλες τις ταινίες του τάδε σκηνοθέτη ή όλες τις ταινίες του τάδε κινηματογραφικού είδους.
Και στις δύο αυτές κατηγορίες αναγνωστών κυριαρχεί ένας καταναλωτισμός, στην μεν πρώτη ενός τετριμμένου, ψυχαγωγικού χαρακτήρα, όπου το όνομα -φετίχ είναι το όνομα του ηθοποιού -σταρ, στην δε δεύτερη ενός πιο εξεζητημένου, διανοουμενίστικου χαρακτήρα, όπου το όνομα-φετίχ είναι αυτό του σκηνοθέτη -δημιουργού.
Αναφέρω αυτά τα παραπάνω για να μην φανεί πως επιρρίπτω την ευθύνη αυτής της κρίσιμης κατάστασης του θεσμού της κριτικής λειτουργίας, αποκλειστικά και μόνον στον ένα παράγοντα (τους κριτικούς), απαλλάσσοντας εντελώς τον άλλο (τους αναγνώστες). Κι αυτό όχι μόνο επειδή δεν μπορεί κανείς να είναι απολύτως ανεύθυνος και αθώος αλλά γιατί κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί δια της αφαίρεσης του ενός από τους δύο όρους που το συνιστούν αλλά μόνο αν το κατανοήσουμε στην μεταξύ τους σχέση, έτσι όπως πραγματικά εμφανίζεται.
Αυτό βέβαια από την άλλη καθόλου δεν σημαίνει πως δεν μπορούμε και να εκτιμήσουμε το ποσοστό ευθύνης που αναλογεί στα δύο μέρη και αυτό για τον ουσιώδη λόγο πως δεν μπορεί να τεθεί ένας απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε κριτικό και αναγνώστη, τουλάχιστον από την μεριά του κριτικού. Ένας καλός κριτικός είναι, υποτίθεται, κι ένας καλός αναγνώστης, όπως και ένας καλός αναγνώστης είναι κι ένας καλός “κριτικός”. Αυτή η αντιστρεψιμότητα οφείλει να είναι ένα από τα αξιολογικά κριτήρια, όσο και αν όλα τείνουν σήμερα να μας κάνουν να την αγνοήσουμε και την θεωρήσουμε ως ένα βαρετό σχολαστικισμό του γράφοντα. Υποτίθεται πως ο κριτικός δεν είναι μόνο κάποιος που γράφει κριτικές για να τις διαβάσουν οι άλλοι αλλά και πως κι ο ίδιος διαβάζει τις κριτικές που γράφουν οι άλλοι. Αυτή όμως η υπόθεση είναι κάτι παραπάνω κι από αμφίβολη πια. Οι ίδιοι οι κριτικοί δεν διαβάζουν πια κριτικές (κι αυτό μας φέρνει σαν πρώτη σκέψη, πως κάτι ξέρουν και δεν το κάνουν) κι ακόμα χειρότερα δεν φαίνονται σ' αυτά που γράφουν και όπως τα γράφουν, ούτε καν να διαβάζουν τα ίδια τα γραφόμενα τους. Λένε αυτή την “άποψη” σήμερα, λένε την άλλη αύριο, που αναιρεί την προηγούμενη, λένε μια τρίτη την επομένη φορά, που αναιρεί και τις δύο, λένε ό,τι νάναι, χωρίς να νοιάζονται για τη συνοχή και την εγκυρότητα λόγου τους και δεν παίρνουν έτσι ούτε και οι ίδιοι στα σοβαρά τον εαυτό τους και τα γραφόμενα τους,, μιλούν σαν να'χουν μια βεβαιότητα πως κανείς δεν θυμάται ή δεν δίνει σημασία σ' αυτά που έλεγαν μόλις χθες, κάνουν απλώς τυπικά και ρουτινιάρικα την “δουλειά” τους ή το κομμάτι τους.
Έτσι αυτό που φαίνεται μόνο να επιβιώνει και κουτσά-στραβά να λειτουργεί ακόμη, από τον θεσμό της 'κριτικής λειτουργίας' είναι οι τωρινές παρασημοφορήσεις των ταινιών με αστερίσκους “ποιότητας”, από το δημοσιογραφικό επιτελείο διεκπεραιώσεως “προαγωγών” από “αυτούς που ξέρουν” και προάγουν ή καθαιρούν έργα και κινηματογραφιστές, τα ταξινομούν στους ουλαμούς των κινηματογραφικών ειδών, αναθέτουν σε κάθε ταινία το “κύριο νόημα της”, ανακαλύπτουν που και που φιλμ- κατασκόπους, που πίσω από το ψυχαγωγικό καμουφλάζ τους κρύβουν μια “εχθρική ιδεολογία” (εχθρική προς την δική τους, προφανώς), ελέγχουν βιαστικά, ποιες ταινίες έχουν άψογες ή τσαλακωμένες “φόρμες”, διατηρούν μια παράδοση δυσπιστίας προς τα “νεοσύλλεκτα” έργα και τα πάνε συνήθως πολύ καλά με τα “παλιά”, δείχνουν συναδελφική αλληλεγγύη μεταξύ τους και δεν αποκαλύπτουν ο ένας την ασυναρτησία του άλλου, ακόμα κι όταν την αντιλαμβάνονται.
 Αυτό το είδος της κριτικής που επικρατεί σήμερα, δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, χωρίς να οδηγήσει γρήγορα στην ολοκληρωτική καταστροφή της κριτικής λειτουργίας και την απονέκρωση του κριτικού λόγου. Το πρόβλημα έχει τεθεί πια σε όλο του το μέγεθος και δεν πρόκειται να λυθεί με μικροβελτιώσεις ρητορικές γιατί αυτό που πια και σε επικίνδυνο βαθμό αμφισβητείται εκ των πραγμάτων, είναι η ίδια η αναγκαιότητα του θεσμού της λειτουργίας της κριτικής και τολμώ να πω, πως έτσι όπως έχει καταντήσει σήμερα η κριτική, δικαιολογημένα.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_floating-clouds-1955.jpg
Ο αναγνώστης της κριτικής
Αυτό που ο καθένας μας βλέπει καθημερινά στην ζωή του είναι πάντα και κατ' ανάγκην περιορισμένο. Βλέπει κάθε φορά κάτι και όχι τα πάντα, βλέπει από κάποια θέση, από μια ορισμένη κάθε φορά σκοπιά και βλέπει αυτό το κάτι μέσα σ' έναν ορισμένο, περιορισμένο ορίζοντα και σε μια προοπτική.
Ο θεατής του κινηματογράφου μέσα στην σκοτεινή αίθουσα καταφέρνει, κατά κάποιον τρόπο (φαντασιακά), να ξεπεράσει αυτόν τον περιορισμό και να εισβάλλει σ' έναν φαντασιακό ψευδόκοσμο, όπου οι περιορισμοί του πραγματικού κόσμου παύουν πλέον να υφίστανται για αυτόν και του προσφέρεται η δυνατότητα μιας ψευδαισθησιακής παντοβλεψίας, πανταχού παρουσίας (μπορεί να υπερπηδά κάθε στιγμή τον χώρο και τον χρόνο αυτού του κόσμου) βιώνει μια κατάσταση όπου είναι τα πάντα, ό.τι βλέπει και βλέπει τα πάντα, εκτός μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του ως θεατή, ως θέση και στήριγμα του βλέμματος, ως πηγή και ικανότητα φαντασίας δια της οποίας απλώνεται παντού. Αυτό που δεν βλέπει και ούτε θέλει να βλέπει είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα αυτής της ιδιότυπης κατάστασης που είναι η κατάσταση της θέασης μέσα στην σκοτεινή αίθουσα. Ό,τι έχει ειπωθεί περί μαγείας, ονείρου, γοητείας και έντονης απόλαυσης σε σχέση με τον κινηματογράφο, αναφέρεται σ' αυτήν την φαντασιακή απολυτότητα, που η θέαση κάθε ταινίας επιτρέπει, προϋποθέτει και συνεπάγεται.
Μόλις ανάψουν τα φώτα ο θεατής ξαναβρίσκει τον εαυτό του, ως υλικό σώμα και περιορισμένη ύπαρξη, χάνει την φαντασιακή παντοδυναμία του, έστω κι αν διατηρεί μια φθίνουσα παράταση της, που είναι αυτή που του προσδίδει ένα αλλοπαρμένο ύφος, αν η ταινία τον συνάρπασε. Ο θεατής επιστρέφει στον εαυτό του και στον πραγματικό κόσμο της ζωής.
Μπορεί τώρα αν το θελήσει, να αποστασιοποιηθεί από τον θεώμενο φιλμικό κόσμο και να τον δει ως τέτοιον, να θέσει σε παρένθεση τον εαυτό του ως θεατή αυτού του κόσμου, μπορεί να αντιμετωπίσει το έργο ως έργο κινηματογραφικό και να το κάνει αντικείμενο κρίσης, κριτικής σκέψης, αξιολόγησης, ερμηνείας, αισθητικού ενδιαφέροντος ή αντικείμενο συζήτησης μαζί με άλλους, στηριζόμενος σ' αυτό που είδε, όπως το είδε και στην ικανότητα κρίσης και σκέψης που διαθέτει, η οποία δεν υπακούει πια σε μια λογική της επιθυμίας που επιδιώκει την απολυτότητα αλλά στην λογική της θέλησης που αναγνωρίζει τα όρια της. Μπορεί ακόμη να αναζητήσει σ' αυτό που είδε και στον τρόπο που το είδε/βίωσε/επένδυσε μια έκφραση του εαυτού του, να αναρωτηθεί γιατί είδε/βίωσε έτσι και όχι αλλιώς γιατί η θέαση αυτής της ταινίας τον συγκίνησε ή τον εκνεύρισε, τον αναστάτωσε και τον ξάφνιασε, γιατί του δημιούργησε κάποιες απορίες και ερωτήματα και αυτά τα συγκεκριμένα και όχι άλλα.
Κι εδώ ακριβώς σ' αυτή την δυνατότητα και στάση, σε αυτά τα “μπορεί”, βρίσκει την αναγκαία συνθήκη της ύπαρξής της η κριτική. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει μη τετριμμένη κριτική, ως πράξη και ως λειτουργία, αν δεν θεωρεί ως κεντρική προϋπόθεση της δραστηριότητας της την κριτική ικανότητα και στάση των αναγνωστών- θεατών και δεν σκοπεύει στην ανάπτυξη αυτής της κριτικής ικανότητας. Για μένα τουλάχιστον είναι σαφές, πως ένας κριτικός, όπως και ο οποιοσδήποτε εκφέρει έναν λόγο δημόσιο, που θεωρεί τους αναγνώστες του βλάκες ή ανώριμους, δεν μπορεί παρά να λέει και να γράφει βλακώδη ή παιδαριώδη πράγματα.
Η κριτική λειτουργία, όπως και κάθε λειτουργία δεν είναι παρά η ικανοποιητική ανταπόκριση σε κάποιες δεδομένες ανάγκες. Όσον αφορά συγκεκριμένα την κριτική λειτουργία δεν πρόκειται ασφαλώς ούτε για ανάγκες φυσιολογικές -βιολογικές, ούτε για ανάγκες κοινωνικά άχρονες και υπερπολιτισμικές, εγγεγραμμένες από πάντα για πάντα στην ίδια την φύση του ανθρώπινου όντος αλλά για ανάγκες εμφανισμένες από κάποια δεδομένη στιγμή και μετά και εκφρασμένες στον θεσμό της κριτικής. Είναι κοινός τόπος πως υπάρχει και πάντα υπήρξε μια πολλαπλότητα στάσεων και επιλογών, όσον αφορά την σχέση των θεατών με μια ταινία που είδαν, μετά που την είδαν. Για τον έναν η θέαση μιας ταινίας είναι συμβατική διασκέδαση και τίποτα παραπέρα, για τον άλλον ένας προσφιλής τρόπος ιδιωτικής απόλαυσης, που θα τον ωθήσει να προτείνει την ταινία και σε άλλους, για τον άλλον ένα προνομιακό πεδίο παρουσίασης νέων τύπων συμπεριφοράς, χειρονομιών και αμφίεσης που θα τους μιμηθεί και έξω στην ζωή του, για τον άλλο το ιερατείο που συναντιέται και συγχωνεύεται με το ομοίωμα του αγαπημένου του σταρ και για τον άλλον η θέαση μιας “καλής” ταινίας είναι μια πηγή ενδιαφέροντος και αποριών, μια αφορμή για συζήτηση, μια ευκαιρία για σκέψεις, ένα σημείο διευκρίνισης του κόσμου που ζει, μια αφορμή επανεξέτασης των παραστάσεων που έχει για τους άλλους και τον εαυτό του και όλα αυτά ίσως τον οδηγήσουν στην ανάγνωση κάποιων κριτικών σημειωμάτων ή άρθρων.
Δεν θέλω να διαχωρίσω εδώ τους θεατές σε “καλούς” και “κακούς”, ούτε υπαινίσσομαι πως η κριτική στάση απέναντι σε μια ταινία που είδε κάποιος αποκλείει την απόλαυση κατά τη θέαση της (κάθε άλλο μάλιστα) και ούτε βέβαια ότι ο καθένας που βλέπει μια ταινία οφείλει και να την κριτικάρει και να την ερμηνεύει σώνει και καλά. Με κανένα τρόπο δεν θέλω να γίνω εδώ υπέρμαχος, κάποιας “κινηματογραφόφιλης” ή/και κριτικίστικης νεύρωσης που κρίνει και ιεραρχεί του ανθρώπους με μέτρο πόσες, ποιες ταινίες βλέπουν και πώς τις βλέπουν.
Όλα αυτά τα “άλλος” που αράδιασα παραπάνω, μπορούν κάλλιστα να αναφέρονται στον ίδιο θεατή σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Κανείς δεν γεννήθηκε με κάποιο κριτικό ένστικτο κι ούτε με κάποια αισθητική κρίση που αναπτύχθηκε μαζί με το μπόι του. Εξάλλου κι αυτοί ακόμα που ασκούν κριτική στα έργα του κινηματογράφου, έχουν τα κινηματογραφικά βίτσια τους ή αισθάνονται πολλές φορές την επιθυμία να δουν και να απολαύσουν μια ταινία και τίποτα παραπάνω. Η διαφορά ενός θεατή που επιλέγει αυτό που βλέπει και το αντιμετωπίζει κριτικά -αξιολογικά, με κάποιον που απλώς καταναλώνει τις ταινίες συστηματικά είναι ίσως πως όταν δεν το κάνει, είναι γιατί δεν θέλησε και επέλεξε συνειδητά να μην το κάνει. Εξάλλου τέτοιοι χαρακτηρισμοί, όπως “καλός” και “κακός” θεατής, πέρα από την αφηρημένη γενικότητα τους, στερούνται νοήματος κι αυτό για πολλούς και διάφορους λόγους, που δεν μπορώ να εκθέσω εδώ. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό κατ' αρχήν πως οι ανάγκες, οι επιθυμίες που ικανοποιούνται με τη θέαση μιας ταινίας δεν είναι ίδιες μ' αυτές που ικανοποιούνται με την συγγραφή ή ανάγνωση μιας κριτικής και η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι απλώς διαφορά βαθμού αλλά ποιότητας. Αν θα μπορούσε να υπάρξει κάποια διάκριση αυτή θα ήταν μεταξύ ενός ανοιχτού και κλειστού θεατή απέναντι σε μια ταινία και ανοιχτού και κλειστού αναγνώστη απέναντι σε μια κριτική-ερμηνεία-αξιολόγηση. Ή για να το πούμε αλλιώς, κάθε ταινία επιλέγει τους θεατές της και κάθε κριτική τους αναγνώστες της. Για παράδειγμα αυτό εδώ το άρθρο έχει επιλέξει ως αναγνώστες του αυτούς που έχουν ένα μίνιμουμ ενδιαφέροντος για τα ζητήματα της κριτικής και όσους είναι ανοιχτοί, έχουν την διάθεση να σκεφτούν και να κρίνουν τα όσα γράφονται κι όχι απλώς να τα καταπιούν και από την άλλη δεν μπορεί προφανώς να αφορά και να ενδιαφέρει όσους πιστεύουν πως η κριτική είναι εντελώς άχρηστη και περιττή ή εκείνους που πιστεύουν (για δικού τους λόγους) πως καλά είναι, έτσι όπως ήδη είναι, η κατεστημένη και υπάρχουσα κριτική γιατί αυτοί οι αναγνώστες είναι εξ αρχής “κλειστοί” και αρνητικοί στην οποιαδήποτε επεξεργασία του θεάματος αφού για αυτούς το θέμα δεν τίθεται καν. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με οποιαδήποτε ταινία. Υπάρχουν οι εμπορικές λεγόμενες ταινίες, που πολλές φορές όχι απλώς είναι “ανοιχτές” αλλά ξεχειλωμένες έτσι ώστε να προσελκύσουν ένα όσο το δυνατόν πιο ευρύ και ανομοιογενές κοινό. Και υπάρχουν και οι ταινίες που κατά κάποιο τρόπο επιλέγουν το κοινό τους, τόσο με την εκλογή του θέματος τους όσο και με την κινηματογραφική έκφραση- εκφορά του, απέναντι στα οποία ένας θεατής πρέπει να είναι ανοιχτός για να μπορεί να τα δει, εκτιμήσει και κατανοήσει.
Ωστόσο ο θεατής που οδηγείται στο να διαβάσει μια κριτική, εξαιτίας του ενδιαφέροντος που του δημιούργησε η θέαση μιας ταινίας, τι συναντάει; Συνήθως μια κριτική που του παρουσιάζεται σαν να θεμελιώνεται από μόνη της, μια κριτική γραμμένη θαρρείς από κάποιον υπερ-θεατή που δεν διακατέχεται από καμιά αμφιβολία και αβεβαιότητα, που ξέρει σχεδόν τα πάντα και αποφαίνεται αβίαστα για το τι είναι αυτό το έργο, ποια είναι η επιφανειακή και ποια η βαθύτερη δομή του, ποια η μια και μοναδική ερμηνεία που του αντιστοιχεί και ποια η επιγραμματική απόφανση που συμπυκνώνει και εκφράζει απόλυτα το νόημα του, με λίγα λόγια συναντάει μια κριτική, που για αυτήν το οποιοδήποτε έργο είναι απόλυτα διαφανές και οι σημασίες του απολύτως αν αγώγιμες στον λόγο της. Πρόκειται βέβαια για μια κλειστού τύπου κριτική, μια κριτική κλεισμένη στον εαυτό της, που επιχειρεί να κλείσει το έργο και να δώσει μια “ειδική” και τελειωτική απάντηση στα ερωτήματα που το ίδιο το έργο πιθανώς δημιουργεί. Σε μια τέτοια περίπτωση βέβαια οι δυνατότητες επιλογής/κρίσης για τον αναγνώστη δεν είναι πολλές εκτός κι αν μια ευτυχής σύμπτωση κάνει να συμπέσουν η άποψη του κριτικού, με την άποψη του αναγνώστη. Πέρα όμως από μια τέτοια απίθανη σύμπτωση απόψεων, ο αναγνώστης δεν έχει παρά να αποδεχτεί αυτή την κριτική και να της υποταχθεί ή να την απορρίψει ολοκληρωτικά. Αυτό συμβαίνει πάντα με όλα τα κλειστά θεωρητικά συστήματα, μικρά ή μεγάλα. Ο κλειστός αυτός χαρακτήρας της κριτικής είναι το στίγμα που αποκαλύπτει την οποιαδήποτε (δημοσιογραφική, αλλά όχι μόνο) κατεστημένη, τετριμμένη κριτική που αποκλείει με αυτό που γράφει και με τον τρόπο που το γράφει, οποιαδήποτε άλλη γνώμη – ερμηνεία - αξιολόγηση, πέρα από την δική της.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_miss-oyu-1951.jpg
Ο κύκλος της δημιουργίας
Ας σημειώσω εδώ, προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, πως δεν μιλάω για μια “κλειστού τύπου” κριτική που γράφεται μερικές φορές κατά συνειδητή επιλογή και που σκοπό έχει να αντιταχθεί στις προαγωγικές φήμες της διαφήμισης ή της μόδας που συνοδεύουν μια ταινία αλλά για τον συστηματικά “κλειστό” χαρακτήρα της κατεστημένης κριτικής που από την μια εκφράζει την νεύρωση των κριτικών να περνιούνται για “ειδικοί” και από την άλλη στηρίζεται και υποστηρίζει το αξίωμα πως κάθε έργο “κάτι θέλει να πει” και μάλιστα κάτι καθορισμένο και μονοσήμαντο, που ο “καλός”, ο “ειδικός” κριτικός πρέπει να το βρει και να το πει, στηριζόμενος στην πείρα και στη γνώση των “εμμονών” του δημιουργού ή καμιά φορά το ξέρει στα σίγουρα γιατί τυχαίνει να γνωρίζει τον ίδιο τον κατασκευαστή της ταινίας, που του το είπε.
Θα έλεγε κανείς πως αν παίρναμε στα σοβαρά αυτή την αντίληψη για την κριτική, θα έπρεπε να πιστέψουμε πως ο κινηματογράφος δεν είναι παρά ένας μηχανισμός παραγωγής εικονογραφημένων αστυνομικών προβλημάτων ή ιδεολογικών, ορθολογικών αινιγμάτων. Τίποτα δεν φαίνεται να ταράζει την ακαμψία αυτής της μονοκόμματης στάσης, ούτε οι δηλώσεις κάποιων δημιουργών πως ούτε οι ίδιοι δεν ξέρουν πολλές φορές τι ακριβώς “θέλουν να πουν”, ούτε η προφανής αλήθεια, πως αυτό που κάποιος θέλει κι αυτό που τελικά καταφέρνει να εκφράσει, όχι μόνο σχεδόν ποτέ δεν συμπίπτουν αλλά ότι τα μεγάλα έργα, είναι αυτά ακριβώς που το αποτέλεσμα ξεπέρασε την αιτία της πραγμάτωσης τους, που η μορφή ξεπέρασε την πρόθεση του δημιουργού τους και η ίδια η σημασιακή πρόθεση τον εαυτό της.
-Ένας μεγάλος δημιουργός είναι μεγάλος, γιατί κατάφερε να δημιουργήσει κάτι άλλο και κάτι πέρα απ' αυτό που θέλησε να δημιουργήσει και απ' αυτό που τα εκφραστικά του μέσα ή/και τα υλικά-οικονομικά του μέσα του επέτρεπαν, κάποιος που το έργο του ξεπέρασε την αρχική ιδέα που του το ενέπνευσε αλλά και την ίδια την παράσταση που είχε για αυτό που ήθελε να κάνει και να πραγματοποιήσει .
-Ένας “ανοιχτός” θεατής είναι αυτός που κατά τη θέαση μιας ταινίας είδε/ βίωσε/ φαντάστηκε κάτι άλλο και κάτι πέρα απ' ότι του δόθηκε/παρουσιάσθηκε ως αισθητό στην οθόνη και κάτι άλλο και κάτι πέρα απ' ότι μέχρι τώρα μπορούσε και ήθελε (ή άντεχε) να δει και είναι σ' αυτό το κρυφό/φανερό επιπλέον που η θέαση μιας ταινίας υπήρξε μια σημαντική εμπειρία που φανέρωσε την ίδια την ταινία ως σημαντική για αυτόν τον θεατή.
-Ένας “καλός" κριτικός είναι αυτός που καταφέρνει να επισημάνει και να εκφράσει αυτό το επιπλέον στον λόγο του και δεν το αφήνει να “ξεθυμάνει” και να χαθεί μέσα στην απροσδιοριστία της συναισθηματικής συγκίνησης ή ταραχής και να το εκφράζει έτσι όπως ποτέ δεν εκφράστηκε προηγουμένως για άλλο έργο, ξεπερνώντας τις ενδογενείς προκαταλήψεις και τις άτεγκτες μεθόδους του και μιλώντας ως θεατής προς τους άλλους θεατές, ως υποκείμενο με κρίση και κριτική και σκέψη, πάνω σε μια κοινή εμπειρία που είναι η θέαση αυτού του συγκεκριμένου έργου.
-Ένας “ανοιχτός” αναγνώστης της κριτικής (που μπορεί να είναι κινηματογραφιστής, κριτικός ή απλός θεατής) είναι αυτός που εκτιμάει πριν απ' όλα τον ίδιο τον εαυτό του και κρίνει, συν-κρίνει την ταινία που είδε και έτσι όπως αυτός την είδε, με την κριτική αυτής της ταινίας (έτσι όπως ο κριτικός την είδε). που διαβάζει και μπορεί και θέλει να εκτιμήσει αυτή την κριτική, ως τέτοια που αληθινά είναι, δηλαδή ως μια κριτική – ερμηνεία - αξιολόγηση από μια ιδιαίτερη, ορισμένη σκοπιά, η οποία δεν αποκλείει την δική του αλλά αντίθετα την επιτρέπει και την προκαλεί.
Αυτή η σειρά των διαδοχικών και αλληλένδετων υπερβάσεων/εμπλουτισμών την οποία παρέθεσα, εκφράζει ακριβώς την διαδικασία μιας άμεσης και ζωντανής δημοσιοποίησης ενός έργου που ξεπερνά τον εμπορικό, τετριμμένο κύκλο της παραγωγής και της κατανάλωσης, ανοίγοντας τον κύκλο της δημιουργίας , ο οποίος είναι αληθινός ως τέτοιος, μόνο εάν και εφ' όσον συμμετέχουν σ' αυτόν τόσο ο κινηματογραφιστής ως δημιουργός, όσο και ο θεατής ως θεατής, ως ικανότητα φαντασίας και κριτικής σκέψης. Χωρίς αυτόν το κύκλο δημιουργίας είναι α-νόητο να μιλάμε για τον κινηματογράφο ως τέχνη και να θέτουμε οποιοδήποτε ζήτημα κριτικής-ερμηνείας-αξιολόγησης των έργων του (1).

Σωτήρης Ζήκος

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 22)
 
(1). «Η αξιολόγηση και η κριτική καταλήγουν να είναι ζωτικά συμπληρώματα της τέχνης γιατί ο δέκτης με το να στερείται από την δημιουργική εμπειρία, χάνει επίσης την αυτοπεποίθηση του και δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό να διακρίνει ανάμεσα στο αξιόλογο και μη”. Κρίστοφερ Σμωλ, στο βιβλίο “ΜΟΥΣΙΚΗ -ΚΟΙΝΩΝΙΑ- ΠΑΙΔΕΙΑ», σελ. 139, εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ.