(για το  Last Tango In Paris του Bernardo Bertolucci)
γράφει ο Σωτήρης Ζήκος
 b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_marlon-brando-last-tango-in-paris.jpg

Όλα άρχισαν με εκείνο το φοβερό εικοσάλεπτο γκρόν -πλαν της ταινίας, για το οποίο φημολογείται πως ακόμα και ο οπερατέρ που το τραβούσε έμεινε έκπληκτος από θαυμασμό. Μετά ξαναείδα και ξαναείδα πολλές φορές αυτό το έργο, αλλά η μαγνητική έλξη εκείνου του πλάνου, αντί να μειώνεται αυξάνονταν περισσότερο.
Μέσα σε εκείνα τα λεπτά, το φόντο είχε αποτραβηχτεί, ο χρόνος διαστέλλονταν, μια μυστική εκμυστήρευση άρχιζε σε τόνο ψιθυριστό, εκείνο το πρόσωπο διογκώνονταν στην οθόνη, γέμιζε την αίθουσα αλλά απευθυνόταν μόνο σε μένα, συγκέντρωνε το βλέμμα μου στα χείλη του, το καθήλωνε εκεί, ώσπου μια σύσπαση το ξανάνοιγε σαν βεντάλια πάνω σε όλη την επιφάνεια της φυσιογνωμίας, που την έλουζε μια αστραφτερή μελαγχολία.
Αυτό το πλαγιασμένο σώμα που ο φακός το πλησιάζει και σταθεροποιείται στο πλάνο, που το κεφάλι έχει μια πλάγια κλίση, αναγκάζει τον θεατή να γύρει ασυναίσθητα και το δικό του κεφάλι.
Μετά αυτό το πρόσωπο αρχίζει να κυματίζει και να μονολογεί.
Θαρρείς και οι βολβοί των ματιών, οι ρυτίδες, τα πτερύγια της μύτης, το κάτω χείλος, το πηγούνι έχουν μια δική τους, αυτόνομη ζωή και αποφασίζουν κάθε στιγμή αν θα κινηθούν ανεξάρτητα ή αν θα συσπαστούν συγχρονισμένα, αν θα κεντρωθούν στον πυρήνα του στόματος που μιλάει ή αν θα αρχίσει ένας “αντίλογος” ανάμεσα στα μάτια και τα χείλη, που τα άλλα χαρακτηριστικά θα αποσυρθούν για να τον προβάλλουν ή αν κάποια κακόβουλη σκιά των ματιών, θα χυμήξει να διαλύσει ένα αχνό χαμόγελο.
Διατηρούν ωστόσο, όπως οι παίχτες, τους κανόνες του παιχνιδιού και κανένα μέρος δεν χρησιμοποιεί για να υπερκαλύψει τα υπόλοιπα το δόλιο μέσο της υπερβολής. Αυτές οι εκφράσεις βρίσκονται έξω από μένα, αλλά είναι τόσο ανώφελες και αόρατες για τα άλλα πρόσωπα του έργου, που νιώθω ότι προσφέρονται σε μένα, ζητούν να γίνουν δικές μου.
Τα χείλη διστάζουν μισάνοιχτα για λίγο, σαν να εκφράζουν την αγωνία να μην βρίσκεις την κατάλληλη λέξη για ν' αρχίσει και ξαφνικά ζωηρεύουν και αρχίζει εκείνη η ασταμάτητη ροή του μονολόγου, που αν και εκρρέει αδιάκοπα δεν έχει ένταση, η φωνή είναι αδύναμη και ο δρόμος που διανύει σύντομος, συναντάει έναν αόρατο ορίζοντα και διαλύεται εκεί, όπως οι φυσαλίδες του νερού στην επιφάνεια.
Κάθε χιλιοστό αυτού του προσώπου έχει το δικό του παλμό έκφρασης. Ο θεατής που θα το θελήσει μπορεί να επισκεφθεί εδώ μια ξένη ατομικότητα και να την κατοικήσει.
Ε λοιπόν, είναι αλήθεια πως το παίξιμο του ηθοποιού της οθόνης μπορεί να στενέψει ή να πλατύνει τον χώρο γύρω του.
Η τονικότητα της φωνής ακολουθεί ένα ανάποδο κρεσέντο και εκεί που νομίζεις πως η λαλιά θα σβήσει μια απότομη νευρική γκριμάτσα, ένα τικ του προσώπου, έρχεται πάλι να την ζωντανέψει, να την ξανατινάξει σε ένα απόσταση και αρχίζει άλλος ένας μονόλογος.
Κάποιες στιγμές το στόμα στραβώνει πλάγια και σπρώχνει το μάγουλο, σαν να διαγράφει ένα νευρικό χαμόγελο δυσαρέσκειας ή απλώς να ρουφάει κάποιο χαλασμένο δόντι αλλά είναι ένας μορφασμός τόσο φευγαλέος που δεν είσαι σίγουρος αν το είδες ή αν τον φαντάστηκες. Και εκείνα τα ενοχλημένα νεύματα ποιά ζοφερή σκέψη τα ερεθίζει και τα προκαλεί.
Μετά πάλι τα μάτια γίνονται απαλά και αφηρημένα.
Αυτά τα χαρακτηριστικά ρυθμισμένα στην δική τους χορογραφία δεν επιτρέπουν την εισβολή καμίας υπερβολής, αντίθετα η υποτονικότητα τους εκδηλώνει μια εξωτερική νηνεμία.
Κι όμως το νιώθεις πως πίσω από αυτή την φαινομενικότητα κρύβεται μια οδυνηρή, απροσδιόριστη αναστάτωση. Οι μικρές αφρισμένες άκρες των κυμάτων που φτάνουν για λίγο, μέχρι τα φινιστρίνια του προσώπου, φανερώνουν μια μυστική τρικυμία, που την ένταση και τις δίνες της είναι αδύνατον να τις δεις και τις μετρήσεις. Μπορείς ίσως να τις συλλάβει με την εξεγερμένη φαντασία στου. Εντείνεις την προσοχή σου να ξεχωρίσεις τα ξεψυχισμένα λόγια, που νομίζεις πως προσφέρονται σ' έναν λιλιπούτειο και ευαίσθητης ακοής, ακροατή. Αυτή η τεντωμένη ηρεμία δεν μπορεί παρά να κρύβει έναν αβάσταχτο αναβρασμό της ψυχής.
Να πως, οι παλμοί της έκφρασης, με μια απλότητα σχεδόν ασκητική στο παίξιμο, καταργούν το σύνορο ανάμεσα σ' έναν κόσμο ορατό και εξωτερικό και έναν κόσμο εσωτερικό και αόρατο. Εξάλλου τι άλλο είναι η εικόνα της φυσιογνωμίας ενός προσώπου, παρά το θεμέλιο συνοχής κάθε διαφορετικής κίνησης, σύσπασης, ανταύγειας, φωνητικής χροιάς, δηλαδή το πεδίο κατάργησης του διαφορετικού!
Δεν πρέπει να παραλείψουμε όμως, ότι αν το βλέμμα του θεατή μπορεί να θέλγεται και να κολακεύεται σ' αυτό το εικοσάλεπτο πλάνο εκμυστήρευσης, αυτό συμβαίνει αξεχώριστα απ' την ολική ατμόσφαιρα του έργου. Μέσα στο φιλμ, το πρόσωπο που ενσαρκώνει ο Μπράντο είναι κάποιος που η εσωστρέφεια και η υποτονικότητα του συγχέονται διαρκώς με την αλαζονεία, την εκκεντρικότητα, την παραφροσύνη του. Μοιάζει να μην βρίσκει τίποτα που ν' αξίζει το άνοιγμα του στον κόσμο, τίποτα που να προκαλεί το ρίσκο της ευθυμίας του, την προσφορά των μυστικών του.
Μιλάει ασυνάρτητα σε μια γλώσσα δική του. Είναι ένας άνθρωπος που μια ερμητική κρούστα τον κουκουλώνει, κάποια ανάμνηση τον κατατρέχει, διαποτισμένος από μια διαρκή και ανεξάρτητη ταραχή, αποτραβηγμένος στον εαυτό του και στις εικόνες του, κάποιος που νιώθει παρείσακτος και ξένος ακόμα και στις πιο ιδιωτικές του στιγμές και για αυτό είναι ξένος.
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο, που εκείνο το πλάνο ανοίγεται σαν μια όαση στην ατμόσφαιρα ερήμωσης και παρακμής που αναδίδει όλο το έργο, που προσφέρεται σα μια δίοδος σ' αυτόν τον κλειστό, άγονο κόσμο και σου επιτρέπει να νιώσεις την βασανιστική ζήλια εκείνων που φεύγουν για εκείνους που ανέμελοι έρχονται ή την ανομολόγητη δυστυχία κάποιου που αναπολεί μια ευτυχία που ποτέ του δεν πρόλαβε να ζήσει.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια στο άρθρο «Ο ηθοποιός στον κινηματογράφο», Τεύχος 17, Σεπτέμβριος -Οκτώβριος 1984)