(About Dry Grasses )
του Nuri Bilge Ceylan
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_kuru-otlar-ustune.jpg

Τον τέταρτο χειμώνα της δυσαρέσκειάς του περνάει ο δάσκαλος Σαμέτ, σ’ ένα δημοτικό σχολείο κάπου στα βάθη της Ανατολίας, σ’ ένα τόπο όπου χιονίζει συνεχώς αλλά κάποια στιγμή αναμένεται και το καλοκαίρι. Μαζί του κι η πολυπόθητη μετάθεση του Σαμέτ για την Κωνσταντινούπολη. Περιμένοντάς την, χαριεντίζεται άσκοπα με την αγαπημένη του μαθήτρια Σεβίμ, προσβάλλει τους υπόλοιπους μαθητές όταν ενοχλείται, συνομιλεί δύσθυμα με τον φίλο και συγκάτοικό του Κενάν και δέχεται να γνωρίσει την πληγωμένη απ’ τον ακτιβισμό Νουράι αν κι έχει προαποφασίσει ότι δεν τον ενδιαφέρει. Κι ενώ όλα κυλάνε οδυνηρά αδιάφορα, βρίσκεται ξαφνικά να κατηγορείται μαζί με τον Κενάν για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι σε μαθήτριές του. Το θέμα θάβεται, χωρίς συνέχεια ή συνέπειες, εξαγριώνει, όμως, τον Σαμέτ χειροτερεύοντας τη δυστροπία και τη μηδενιστική του διάθεση, ειδικά όταν μαθαίνει την πηγή της καταγγελίας. Επιπλέον, η Νουράι κι ο Κενάν, τους οποίους ο ίδιος έφερε επίτηδες σ’ επαφή, έχουν αρχίσει στα κρυφά να έρχονται πιο κοντά κι αυτό δείχνει να τον ενοχλεί…
197 λεπτά διάρκεια είναι πιθανό ν’ αποθαρρύνουν εκ προοιμίου τον θεατή, θα είναι, όμως, μεγάλο κρίμα, μια και στο About Dry Grasses του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, ο χρόνος και το πέρασμά του θα βαρύνει μόνο την ψυχή του πρωταγωνιστή και σε καμία περίπτωση την δική του. Φυσικά, ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να κάνει την ταινία μικρότερη, να κόψει ας πούμε τις πολύ όμορφες φωτογραφίες του, κάποια απ’ τα μαγευτικά ευρυγώνια πλάνα του ή ένα μέρος απ’ τις μακροσκελείς φιλοσοφικές συζητήσεις, με τον ίδιο τρόπο που κι οι Γάλλοι αν ήθελαν θα μπορούσαν να κάνουν πιο σύντομα τα παραδοσιακά λουκούλλεια γεύματά τους. Τότε, όμως, θα μειωνόταν η χαρά της απόλαυσης, σαν αυτή που θέλει να προσφέρει ο Τζεϊλάν την ώρα της θέασης, μιλώντας όσο πιο πολύ μπορεί γι αυτή τη φέτα ζωής που ανοίγει μπρος στα μάτια μας και την ανατέμνει με τη γνωστή του δεξιοτεχνία κι ακρίβεια, σαν τον ιατροδικαστή στο Κάποτε στην Ανατολία, και με την ίδια άρνηση στα σίγουρα συμπεράσματα, αλλά όχι με την τότε παιχνιδιάρικη διάθεση, αφού μάλλον μας έχει προειδοποιήσει εξαρχής πως, παρά τους κάποιους χρωματισμούς προμηνύεται πικρή η επίγευση της. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη βόλτα που εντελώς απρόσμενα κάνει ο Σαμέτ, στο πλατό του γυρίσματος, μας θυμίζει πως τίποτα δεν είναι σίγουρο και πως το απροσδόκητο πρέπει να υπάρχει ως προοπτική σε κάθε καλλιτεχνική δημιουργία.
Κι όπως σ’ ένα σπουδαίο μυθιστόρημα η χαρά του να διαβάζεις την ιστορία συνοδεύεται από εκείνη -συχνά σημαντικότερη- που προκαλεί ο τρόπος που έχουν συνταιριαστεί οι λέξεις, έτσι κι εδώ η ιστορία έχει βεβαίως την αυθύπαρκτη αξία της, ο τρόπος, όμως, που ο Τζεϊλάν την κινηματογραφεί συνδυάζοντας λέξεις, εικόνες και φωτογραφίες, μαγευτικά χιονισμένα τοπία κι άνυδρες καθημερινότητες, την άρνησή του Σαμέτ να δώσει το γράμμα στη ντροπιασμένη Σεβίμ κι ένα κομμάτι της καρδιάς του στην Νουράι κι ας της χαλάει την προσέγγιση με τον Κενάν, κάνει το πεπερασμένο ανθρώπινο δράμα, να χάνει κάτι απ’ τη μελαγχολία του μέσα απ’ τη χαρά που προκαλεί η θέασή του. Αυτή ακριβώς την μετατόπιση, αδυνατεί να επιτύχει ο Σαμέτ, έτσι όπως δεν μεταβάλλει το κέντρο της εστίασης απ’ τον εαυτό του ποτέ, παρά μόνο την ώρα που τραβά τις φωτογραφίες του – όταν δηλαδή λειτουργεί ως καλλιτέχνης.
Η αγάπη του Τζεϊλάν για τον Τσέχωφ και τον τρόπο που δείχνει τη ζωή τον κάνουν συχνά να εστιάζει τις ταινίες του -ή μέρος τους- στον τρόπο που ο τόπος και η εποχή συνθλίβουν τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων. Στο About Dry Grasses , μπορεί αυτό να ισχύει ίσως για τους φτωχούς χωρικούς, όπως πιστεύει ο Σαμέτ, για τους Κούρδους, ή και για τη Νουράι, μοιάζει, όμως, να μην ισχύει για τον ίδιο, που δείχνει να υποφέρει από μια μάλλον πιο δυτικότροπη δυσθυμία και απογοήτευση, παράταιρη με το υπόλοιπο περιβάλλον, κι ο τρόπος που βιώνει την παραίτηση απ’ την ελπίδα (το βασικότερο μάλλον θέμα της ταινίας) μοιάζει πιο ιδιοσυγκρασιακός, έτσι που να μην θυμίζει τόσο τσεχωφικό ήρωα, όσο την υπαρξιακή ανία και το κενό των Γάλλων υπαρξιστών, καθιστώντας αμφίβολο αν και στην Κωνσταντινούπολη θα βρει κάτι να τον γεμίσει.
Η ταινία θέτει προς συζήτηση το αν η «εξάντληση της ελπίδας» που οδηγεί στην εσωτερική ερήμωση, είναι αναπόφευκτη συνέπεια της απώλειας κάθε ονείρου αγώνα ή διεκδίκησης, ή της άρνησης επένδυσης σε κάθε τέτοιο στόχο, δίνει, όμως, το δικαίωμα στον Σαμέτ να μην θέλει να ενταχθεί σε ιδεολογικά δίπολα και ν’ αποφασίσει μόνος του για το όποιο κόστος. «Δεν μπορεί να μην θέλει κανείς να είναι ήρωας;» ρωτάει την Νουράι στην μακρόσυρτη συζήτησή τους για το αν πρέπει να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι και να κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να χάσεις τη ζωή ή το πόδι σου ή απλά να αδιαφορείς και να σε τρώει ζωντανό η παραίτηση απ’ την ελπίδα.
Και οι δύο αυτοί ήρωες, παρά την επιφανειακή τους αντίθεση, δεν καταλαβαίνουν παρά μόνο από χειμώνα και καλοκαίρι -όπως κι ο τόπος που ζουν. Απέναντί τους, ο Κενάν είναι ο μόνος που θα μπορούσε να καλοδεχτεί τις ενδιάμεσες εποχές, αρκεί η ζωή να τις φέρει – για κάποιες ομάδες κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα αυτονόητο, όπως με διάφορους τρόπους δείχνει η ταινία.
Στον τελικό του μονόλογο, ο Σαμέτ νοσταλγεί τη Σεβίμ ως ένα καθρέφτη μέσα στον οποίο μπόρεσε για λίγο να ξεχαστεί βλέποντας μέσα απ’ τα μάτια της τον εαυτό του έτσι όπως κάποτε υπήρξε– ένα χορτάρι που ίσως έμοιαζε ασήμαντο, αλλά είχε ακόμα δροσιά και ζωντάνια. Όπως δηλαδή είναι τώρα εκείνη. Δεν μπορεί όμως να σκεφτεί κάτι πέρα απ’ τον εαυτό του, ούτε έχει και τη γενναιοδωρία να φανταστεί για τη Σεβίμ ή για κάποιον άλλο μια άλλη τύχη. Όσο εμμένει στη στάση του αυτή, η εσωτερική ερημιά παραμένει ο τόπος στον οποίο κατοικεί, και τον οποίο δεν θα μπορεί να εγκαταλείψει παρά την οποία εξωτερική μετακίνηση– κάπως σαν την Πόλη του Καβάφη.
Το σε τι βαθμό η ταινία πραγματεύεται επίσης την πατριαρχία και τις σχέσεις εξουσίας της και με ποια διάθεση, δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί κι ίσως κάτι τέτοιο να μην έχει και μεγάλη σημασία, μιας και όπως έχει πει ο Τζεϊλάν «προσπαθώ να κάνω τα πράγματα θολά κι όχι καθαρά» σαν ένα μεγάλο ποτάμι που το βάζει μπροστά μας γάργαρο να κυλά για ν’ απλώσει κανείς το χέρι του και να βγάλει από μέσα ό,τι θέλει.

Karlovy Vary 2023