(Είμαι ελεύθερος)
της Laure Portier
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_soy-libre.jpg

Η Λορ κινηματογραφεί εδώ και δεκαπέντε χρόνια τον μικρό της αδελφό, Αρνό. Στο ποδήλατό του ή με το μηχανάκι που έκλεψε. Να εξιστορεί την τραυματική παιδική ηλικία του του ή να διαμαρτύρεται για τις σκηνοθετικές της εμπνεύσεις. Να κρατά το χέρι της ετοιμοθάνατης γιαγιάς τους ή να μιλάει για την επιθυμία του να κάνει οικογένεια. Ή για την ελευθερία που το γαλλικό κράτος για κάποιο διάστημα του στέρησε. Η ελευθερία είναι το μεγαλύτερο όνειρο του Αρνό. Να ζήσει ελεύθερος – να είναι ελεύθερος. Απ’ τη Γαλλία, που δεν τον αγάπησε ποτέ όπως λέει, στην Ισπανία και πίσω κι από εκεί στο Περού, η Λορ ακολουθεί τα βήματα του Αρνό προς την ελευθερία…
Πόσο εύκολο είναι να κινηματογραφεί κανείς έναν αδελφό που ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού; Και πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι ο φακός όταν ανησυχεί για τ’ αντικείμενό του; Στο Soy Libre, την πρώτη της ταινία μεγάλου μήκους, η Λορ Πορτιέ, αποδεικνύει πως η νηφαλιότητα της καταγραφής δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκη απ’ την ύπαρξη συναισθήματος και πως η προσθήκη μιας δόσης -υπόγειας πάντα- αγάπης μπορεί να κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον το όλο εγχείρημα, πλουτίζοντάς το με μια ειλικρίνεια κι ένα θάρρος, που το κάνει ακόμα πιο άμεσο, περιεκτικό και γνήσιο, μια και δεν φτιάχτηκε μόνο για τα μάτια του θεατή, αλλά και ως ανομολόγητο δίχτυ ασφάλειας κι εμπερίεξης που απλώνει η σκηνοθέτρια γύρω απ’ τον αδελφό της.
Η Πορτιέ δεν κινηματογραφεί τον Αρνό στο σωφρονιστικό ίδρυμα ή όταν τον κυριεύει η σκοτεινή πλευρά του, δεν αφήνει, όμως, την εκτός οθόνης διαχρονική επιθυμία της να «σωθεί» ο μικρός της αδελφός, να επηρεάσει το ντοκιμαντέρ της. Χωρίς να επεμβαίνει στις επιλογές του Αρνό, δεν του χαρίζεται, ούτε τον ωραιοποιεί – αν κι αφήνει να φανεί η γοητεία του- και συχνά τον ρωτά για πολλά απ’ αυτά που δεν δείχνει. Ο ατμοσφαιρικός τρόπος που κινηματογραφεί κάθε πόλη, αλλά και ύπαιθρο που κινείται ο Αρνό αντανακλά κομμάτια του εαυτού του που συχνά βρίσκονται σ’ αντίθεση μεταξύ τους. Κάποιες απ’ τις καταγραφές που βλέπουμε είναι του ίδιου του Αρνό που της τις στέλνει σαν ένα είδος οπτικού ημερολόγιου στιγμών, πολύ συχνά μικρό-παράνομων, που δεν δεικνύουν μόνο ένα στιλ ζωής, αλλά και μια υποβόσκουσα πολιτική στάση. Τα ελαττώματα και τα ελλείμματα του Αρνό είναι εκεί, το ίδιο, όμως, κι η αγνή του διάθεση, η τρυφερότητα, η ευαισθησία κι η πίστη του πως είναι εφικτό να διεκδικήσει κανείς απ’ την αρχή τον εαυτό του.
Οι ζωγραφιές του, δείγμα κι αυτές μιας αναξιοποίητης καλλιτεχνικής κλίσης, συμπυκνώνουν κι άλλο το πορτρέτο του, με μια αναγωγή στην απλότητα και στην τόλμη του να κάνει πράξη ό,τι επιθυμεί, ακόμα κι αν χρειαστεί να κόψει μ’ ένα μαχαίρι μόνος του τον ομφάλιο λώρο. Το αναπάντεχο τηλεφώνημα που κλείνει το ντοκιμαντέρ αποδεικνύει στο θεατή, όπως πριν αυτόν και στην Λορ, πως η ζωή έχει πάντα τον τρόπο να σε κρατά στο δρόμο της, αν επιμένεις στη δική της ρότα.