(Κόκκινος ουρανός )
του Christian Petzold
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_afire.jpg

«Και ο σκλάβος είπε τότε: Το όνομά μου είναι
Μωχάμετ και είμαι από την Υεμένη ,
και η φυλή μου είναι των Άσρα
που όταν αγαπούν, πεθαίνουν».
(Der Asra, Romanzero,1851, Heinrich Heine)

Μικρές σπίθες που γίνονται πυρκαγιά
Ένα σπίτι με αχυρένια στέγη στο δάσος, κοντά στις ακτές της Βαλτικής. Η καλοκαιρινή απόδραση δυο φίλων για ξεκούραση και καλλιτεχνική δημιουργία. Οι μέρες είναι ζεστές, ενώ οι ειδήσεις μιλάνε για πυρκαγιές που ακούγονται μακρινές και ακίνδυνες. Σύντομα η παρέα μεγαλώνει και οι δύο νέοι γίνονται τέσσερις. Οι τρεις χαλαρώνουν, ενώ ο τέταρτος βασανίζεται. Ένα γαϊτανάκι σχέσεων ξετυλίγεται με ανάλαφρη, σκωπτική διάθεση. Φιλίες δοκιμάζονται, ανασφάλειες βγαίνουν στην επιφάνεια με κωμικό τρόπο, εντάσεις, ζήλιες και μνησικακίες ανώφελες, ενώ τα πάθη του έρωτα σιγοκαίνε κι αυτά μαζί με τις φωτιές που πλησιάζουν. Η δεύτερη ταινία της τριλογίας του Christian Petzold, που άνοιγε το 2020 με το στοιχείο του νερού, μας μεταφέρει από τον συμβολισμό της Undine και τον κόσμο του φανταστικού σε ένα τοπίο καθαρά γήινο, που συνδυάζοντας όλα τα στοιχεία της φύσης κρατάει για τη φωτιά τον μοιραίο ρόλο.

Το παιχνίδι των έλξεων και των απωθήσεων
Διαφορετικά φανταζόταν ο Leon τη διαμονή του στο εξοχικό της μητέρας του Felix, ένα ανακαινισμένο αγροτόσπιτο κοντά στη Βαλτική. Η άφιξη των δύο φίλων, πέρα από περιπετειώδης, επεφύλασσε για τον ίδιο δυσάρεστες εκπλήξεις. Εκτοπισμένος τώρα στον μικρό ξενώνα από μία απρόσκλητη, αόρατη φιλοξενούμενη και στριμωγμένος από τον εκδότη του, ο νεαρός επίδοξος συγγραφέας παλεύει άυπνος με ενοχλητικούς θορύβους και προσωπικές ανασφάλειες, ενώ το προς παράδοση χειρόγραφό του τον στοιχειώνει. Η ταινία τον θέτει εξ αρχής στο επίκεντρο, χωρίς να υποτιμά και τους υπόλοιπους ήρωες. Απέναντι στον δύστροπο και απαξιωτικό Leon ο Petzold αντιπαραθέτει τον χαλαρό φίλο του Felix και το φωτογραφικό του portfolio με θέμα τη θάλασσα, τον ναυαγοσώστη Devid με τη θετική του ενέργεια και τη μυστηριώδη Nadjia, φιλική με έναν τρόπο ανεπιτήδευτα ειλικρινή και αναζωογονητικό. Η γοητεία της σκλαβώνει τον ήρωα. Ένα παιχνίδι έλξεων και απωθήσεων ξεκινά, συγκαλύψεων και αποκαλύψεων, στο οποίο οι ήρωες κινούνται άλλοτε σα νυχτερινά φαντάσματα κι άλλοτε σαν ηλιοκαμένες υπάρξεις, πρωταγωνιστές σε μία κωμωδία- μελέτη χαρακτήρων ή σε νουβέλα βγαλμένη από την «Αισθηματική Αγωγή» του Φλωμπέρ.

Ποιητικότητα και ρεαλισμός
Υπάρχει μια βαθιά θλίψη στην άρνηση του ανώριμου πρωταγωνιστή να ενταχθεί στη νεανική κοινότητα που τον περιβάλλει. Υπάρχει χιούμορ αλλά και μελαγχολία σε αυτή την βασανιστική αδυναμία σύμπλευσης, την κοινωνική παραλυσία που τον εξορίζει στην περιοχή της αναβλητικότητας και της δημιουργικής στασιμότητας. Μέσα σε ένα ανάλαφρο τοπίο σχέσεων που κυμαίνεται μεταξύ ενός πνευματώδους σινεμά του Rohmer και των αυτοβιογραφικών ψυχογραφημάτων της Mia Hansen-Løve, ο Petzold, επιδέξιος παρατηρητής της υπόγειας δυναμικής μιας ομάδας που διαρκώς ανανεώνεται, εισάγει μία εμβληματική σκηνή που υπαγορεύει ρυθμικά απόκρυφες επιθυμίες και ανομολόγητα πάθη. Η διπλή απαγγελία από τη Nadjia ενός ποιήματος του Heinrich Heine για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, στη διάρκεια ενός υπαίθριου γεύματος, είναι όχι μόνο μία υποβλητική στάση της αφηγηματικής ροής αλλά και το πρελούδιο μιας τραγωδίας που πλησιάζει.

Το εμπύρετο όνειρο ενός ρομαντικού ρεαλιστή
Μια νεαρή γυναίκα (η Paula Beer, αέρινη αλλά και γήινη) απλώνει την πρωινή μπουγάδα στο σχοινί και κάποιος την κρυφοκοιτάζει. Η ίδια μετά από λίγο θα πάρει το ποδήλατο για να χαθεί στο δάσος. Βουτιές καλοκαιρινές και φωτογραφικά πορτρέτα λουόμενων με το βλέμμα στραμμένο στη θάλασσα. Η τέχνη και η φύση, που θα έπρεπε να είναι εκεί για να τους εμπνέει. Μια πέργκολα στον κήπο ως θεατρικό σκηνικό και μεταμφίεση. Ο κατακόκκινος ουρανός και ένα νυχτερινό παιχνίδι με φωσφορίζουσες ρακέτες. Οι στάχτες από τις παρακείμενες πυρκαγιές και η εικόνα ενός ζευγαριού που πέθανε αγκαλιασμένο στην Πομπηία. Ένας άντρας που μετά την πυρκαγιά ξυπνάει από λήθαργο και ξαναγεννιέται υπαρξιακά και συγγραφικά. Εικόνες βγαλμένες από ένα «όνειρο καλοκαιρινής μέρας ή νύχτας» που ο δημιουργός της εμπνεύστηκε, όπως δηλώνει ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της εμπύρετης νόσησής του από covid. Στην πιο διαυγή και ασυνήθιστα απλή ταινία του, ο Petzold με ανάλαφρη, πειρακτική διάθεση, ξετυλίγει την ιστορία ενός καθοριστικού νεανικού καλοκαιριού, αφήνοντας σκόρπια ίχνη, κεντρίζοντας την περιέργεια, αποπλανώντας και σαγηνεύοντας όσο ποτέ τον θεατή, συνοδεύοντας την απόδραση και την κατάληξη αυτού του ταξιδιού με ένα υποβλητικό soundtrack, νοσταλγικό όσο και πένθιμο. Κι ενώ με το Afire συνεχίζει το θέμα της μεταμορφωτικής δύναμης της αγάπης που ξεκίνησε με την Undine, στην πραγματικότητα εδώ, αποδραματοποιώντας το τραγικό και δραματοποιώντας το κωμικό, δίνει χώρο σε κάτι πιο προσωπικό, ίσως και αυτοβιογραφικό. Στη διακαή επιθυμία της ζωής και στη βάσανο της γραφής.

Υ.Γ.
Der Asra , Heinrich Heine
Täglich ging die wunderschöne
Sultantochter auf und nieder
um die Abendzeit am Springbrunn,
wo die weißen Wasser plätschern.
Täglich stand der junge Sklave
um die Abendzeit am Springbrunn,
wo die weißen Wasser plätschern
täglich ward er bleich und bleicher.
Eines Abends trat die Fürstin
auf ihn zu mit raschen Worten:
«Deinen Namen will ich wissen,
deine Heimath, deine Sippschaft».
Und der Sklave sprach: «Ich heiße
Mohamet und bin aus Yemen,
und mein Stamm sind jene Asra,
welche sterben, wenn sie lieben».