(Πίτσα γλυκόριζα)
του Paul Thomas Anderson
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_licorice-pizza.jpg

Όταν ο 15χρονος Γκάρι Βάλενταϊν, τολμηρός έφηβος, ηθοποιός και επίδοξος επιχειρηματίας, γνωρίζει, λίγο πριν βγάλει την ετήσια σχολική φωτογραφία του, την 25χρονη βοηθό φωτογράφου κι εβραία από συντηρητική οικογένεια, Αλάνα Κέιν, αμέσως νιώθει πως είναι το κορίτσι που θα παντρευτεί. Εκείνη πολύ γρήγορα του ξεκαθαρίζει πως «δεν είμαστε αγόρι-κορίτσι», τον βοηθάει, όμως, στα προσωπικά του σχέδια και γίνεται επαγγελματική του συνεταίρος. Στην ηλιόλουστη, καλιφορνέζικη Κοιλάδα του Σαν Φερνάντο της δεκαετίας του 1970, είναι μάλλον δύσκολο το κλίμα να μην γίνει ερωτικό, αλλά η Αλάνα, αν και το σκέφτεται, αντιστέκεται στο ν’ αλλάξει τόσο εύκολα θέση…
Με φόντο τις αλλαγές απόχρωσης στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών και μέσα από μια σειρά από σχεδόν αυτόνομα επεισόδια, ενδεικτικά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αλλά και του θαυμασμού του σκηνοθέτη για τον Ρόμπερτ Άλτμαν, η Πίτσα γλυκόριζα του Πολ Τόμας Άντερσον, κλείνει το μάτι σε γνωστούς κι αγνώστους, με μια επίδειξη φανερωμένου θησαυρού, μεγάλου κινηματογραφικού και σημειολογικού πλούτου. Η κάμερα που κινείται συνεχώς μας παίρνει μαζί μ’ ότι μεταφορικό μέσο, κυριολεξία ή μεταφορά μπορεί, συχνά περπατώντας και πότε-πότε τρέχοντας, για να τριγυρίσουμε παρέα με τους ήρωες, στους δρόμους και κυρίως στους τρόπους μιας άλλης εποχής, που δεν θεωρούσε τόσο αναγκαία την εκπλήρωση κάποιου σκοπού, όσο το να βρίσκεσαι διαρκώς ελεύθερος και εν κινήσει.
Η αίσθηση αυτή της αέναης κίνησης που βρίσκεται στην καρδιά της Πίτσας Γλυκόριζας, παίρνει σάρκα και οστά στο ρόλο της Αλάνα (την υποδύεται με τσαγανό η μουσικός Αλάνα Χάιμ) που καθορίζεται απ’ την χαρά της άσκοπης περιπλάνησης, αλλά κι απ’ την αδυναμία να ορίσει στόχο. Ανίκανη να υπερβεί τις οικογενειακές συμβάσεις και τις αμφιβολίες της, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα εξελισσόταν σε πρώιμη γουντιαλενική ηρωίδα αν δεν συναντούσε τον πιο απαίδευτο κοινωνικά, αλλά πολύ πιο αποφασιστικό και αποτελεσματικό έφηβο Γκάρι (τον υποδύεται με ύφος και βλέμμα που παραπέμπει σε ήρωες αμερικανικών ταινιών ενηλικίωσης ο Κούπερ Χόφμαν γιός του αγαπημένου ηθοποιού του Άντερσον, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) – μια υπενθύμιση από τον τελειομανή (και μεγάλο υποστηρικτή της στοχοπροσήλωσης) Άντερσον ότι παρά τους ρομαντισμούς, συχνά είναι βοηθητικό να έχεις μια σαφή ιδέα για το που πηγαίνεις.  
Η αντιστροφή αυτή του δυναμικού ανήλικου-ενήλικου ρόλου, εξισορροπεί τη διαφορά ηλικίας (αν και η Αλάνα γίνεται περισσότερο πρωταγωνίστρια όσο περνάει η ώρα) και επιτρέπει στον Άντερσον να παίξει με το πολιτικά ανορθόδοξο κάτω απ’ τη μύτη μας, χωρίς να μας δίνει δικαίωμα κανένα. Παρουσιάζοντας τους ενήλικες πολύ πιο παιδικούς, απ’ ότι τα ίδια τα παιδιά, που φέρονται πολύ πιο ενήλικα, ενώ ταυτόχρονα καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο την οθόνη, αφού οι ενήλικοι παραμερίζονται ή εξαφανίζονται (όπως η μαμά του Γκάρι που δεν την ξαναβλέπουμε ποτέ), ή αν εμφανιστούν στην οθόνη γίνονται αφορμή για μικρές ή μεγαλύτερες καταστροφές (όπως αποδεικνύουν οι ρόλοι των Σον Πεν, Τομ Γουέιτς και Μπράντλει Κούπερ),ο Άντερσον μας υπενθυμίζει άλλη μια αλήθεια απόλυτα διαχρονική: οι ενήλικες πολύ συχνά τα κάνουν σαλάτα.  Το πόσο το βλέπουμε στις πολιτικές και κοινωνικές αναφορές της εποχής - πόλεμος του Βιετνάμ, κρίση πετρελαίου, προεδρεία Νίξον, αδυναμία του ομοφυλόφιλου πολιτικού να πει την αλήθεια για τον εαυτό του για να μη χάσει στις εκλογές, παρακολουθήσεις από το κράτος, αναίτιες συλλήψεις πολιτών κλπ. κλπ. - όλα αυτά βέβαια παρουσιασμένα με πολύ παιχνιδιάρικο και ανάλαφρο τρόπο και με μουσική επένδυση ένα ποτ-πουρί σχεδόν όλων των μουσικών της δεκαετίας του 70.
Είναι αξιοθαύμαστο το πως ο άρχοντας αυτός των κατασκευών, χρησιμοποιώντας ως πατρόν τις δανεικές αναμνήσεις ενός φίλου του (του τηλεοπτικού παραγωγού και ηθοποιού Γκάρι Γκότσμαν που υπήρξε κάποτε και πωλητής στρωμάτων νερού), βρήκε με τόση ευκολία την Αόρατη κλωστή ((Phantom Thread) και στιλιζάρισε τόσο δόλια την ταινία του ώστε η φόρμα της να δείχνει ελεύθερη κι αυθόρμητη κι οι διάλογοι να θυμίζουν συχνά Κασαβέτη, με τρόπο που να μην θυμίζει απλά το τότε, αλλά να είναι σαν να γυρίστηκε τότε, ενώ ταυτόχρονα απέκρυψε με προσοχή στη φόδρα του σάουντρακ (βλέπε ομώνυμο ορχηστρικό κομμάτι του Jonny Greenwood ειδικά γραμμένο για την ταινία) και στην ετικέτα του τίτλου την μόνη δική του ανάμνηση, την οποία βέβαια δεν μπήκε στον κόπο να μας εξηγήσει. Διότι βέβαια παρά το εξωτικό του όνομα το Licorice Pizza δεν είναι φαγητό, αλλά το αγαπημένο του δισκάδικο, ένα από τα πολλά της αλυσίδας εκείνης που υπήρξε πολύ δημοφιλής τη δεκαετία του 70 και του 80, εκεί που ο ίδιος πέρασε ώρες διαλέγοντας μουσική – φυσικά δεν θα μάθουμε αν είναι τα τραγούδια που έβαλε στην ταινία.
Εν κατακλείδι, έκανε πάλι αυτό που κάνει πάντοτε, άψογος στην κατασκευή και την εκτέλεση και εντελώς αδιάφανος στην καρδιά του (καθόλου δηλαδή Κασαβέτης στο σημείο αυτό), έχοντας το θράσος να δείχνει με τις μικρές καθυστερήσεις στον εννοείται άψογο ρυθμό πως μην ξεγελιέστε πολύ, εδώ είναι απλά μια ταινία, χαρίζοντας μας μικρά κουτσομπολιά και μεγάλους σταρ σε δεύτερους ρόλους για να μας απαλύνει τον πόνο. Κατόρθωσε έτσι να εκνευρίσει μερικούς από μας γι' ακόμα μια φορά μ’ αυτή την άρνηση (μεγαλύτερη κι από εκείνη της Αλάνα) να μας δείξει κάτι περισσότερο απ’ την ψυχή του, αλλά αναγκάζοντάς μας να του βγάλουμε το καπέλο ως προς το τεχνικό αποτέλεσμα, και τελικά να συμβιβαστούμε με τις ωραίες μουσικές και τις στιγμές και με την τελευταία σκηνή της ταινίας που διαδραματίζεται μπροστά στη μαρκίζα Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν του Τζέιμς Μποντ που θα μπορούσε μέσα απ’ το πνεύμα της ταινίας να μεταφραστεί, όπως πολύ έχει ανάγκη τούτη εδώ η εποχή, Ζήσε κι άσε και τους άλλους να ζήσουν.