του Wim Wenders
bergman5.jpg

Το να θέλει κανείς να πει ή να γράψει κάτι ΠΕΡΙ του Ingmar Bergman μου φαίνεται παράτολμο, το κάθε σχόλιο ακούγεται σαν αυθάδεια. Οι ταινίες του υπάρχουν από μόνες τους σαν φωτεινοί φάροι στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν θα μπορούσαμε να ευχηθούμε γι’ αυτές τίποτα καλύτερο από το να ελευθερωθούν από τα σχόλια που τις συνοδεύουν, από όλη αυτή τη σαβούρα της ερμηνείας και να μπορέσουν και πάλι να λάμψουν. Πιστεύω ότι κανένα έργο σύγχρονου καλλιτέχνη δεν χρειάζεται σε τέτοιο βαθμό να λάμψει μέσα από τα τυφλά παράθυρα των «απόψεων», σε καμιά άλλη κατηγορία ταινιών δεν το χρωστάμε τόσο πολύ να τις δούμε χωρίς να τις έχουμε «καταλάβει» από πριν, όσο στις ταινίες του Ingmar Bergman.
Θέλω λοιπόν μ’ αυτόν τον τρόπο να του στείλω τις πιο θερμές μου ευχές για τα γενέθλια του, χωρίς να τον κάνω να πλήξει με μια ακόμα «γνώμη». Και, ταυτόχρονα του υπόσχομαι να ξαναδώ τις ταινίες του, χωρίς να έχω στο μυαλό μου τη σαβούρα των δικών μου ερμηνευτικών σχολίων.
Κάθε φορά που φέρνω στη μνήμη μου τις ταινίες του, βλέπω τον εαυτό μου μαθητή να πηγαίνω με την τότε φίλη μου κρυφά στο σινεμά (ενάντια στην κατηγορηματική απαγόρευση του σχολείου, της εκκλησίας και των γονιών, και φυσικά εξαιτίας αυτής της απαγόρευσης), για να δούμε τη Σιωπή/ Tystnaden (1963). Θυμάμαι επίσης πως έβγαινα επηρεασμένος από τον κινηματογράφο και τις επόμενες μέρες απέφευγα κάθε συζήτηση με τους συμμαθητές γύρω από την ταινία, ακριβώς επειδή αυτά που με είχαν αγγίξει δεν μπορούσαν να εκφραστούν με την κουβέντα.
bergman2.jpg
Βλέπω τον εαυτό μου μετά από μερικά χρόνια, φοιτητή ιατρική πια, να βγαίνω τρεκλίζοντας από μια διπλή προβολή, όπου παίζονταν Η έβδομη σφραγίδα/ Det sjunde inseglet (1957) και οι Άγριες Φράουλες/ Smultronstället (1957) και να τριγυρνάω στην πόλη μες στη βροχή, ταραγμένος και συγκλονισμένος απ’ όλα αυτά τα ερωτήματα γύρω από τη ζωή και το θάνατο.
Και μετά ξαναβλέπω τον εαυτό μου μερικά χρόνια αργότερα, φοιτητής της σχολής κινηματογράφου, ν’ απορρίπτω το Περσόνα/ Persona (1966) και μαζί όλες τις ταινίες του Bergman και να υπερασπίζομαι εκείνον τον κινηματογράφο όπου όλα είναι ορατά, «στην επιφάνεια των πραγμάτων», χωρίς ψυχολογικές προεκτάσεις. Αναλογίζομαι, με κάποια ντροπή, τις ομιλίες μου κατά της «εμβάθυνσης» και των «βαθύτερων νοημάτων»των ταινιών του Bergman -που τώρα μου φαίνονται εντελώς επιπόλαιες- σε σύγκριση με τη «φυσική προφάνεια» του αμερικάνικου κινηματογράφου.
Και μ’ ένα ακόμα χρονικό άλμα, βλέπω τον εαυτό μου, κινηματογραφιστή πια, στην Αμερική, να βγαίνω από έναν κινηματογράφο στο Σαν Φρανσίσκο, από μια προβολή του Κραυγές και ψίθυροι/ Viskningar och rop (1972), στη διάρκεια της οποίας έκλαψα με λυγμούς -τώρα ο «ευρωπαϊκός κινηματογράφος του φόβου και της σκέψης» (που μόλις πριν δέκα χρόνια είχα απορρίψει) μου φαινόταν πια σαν μια πατρίδα, στην οποία και εγώ ο ίδιος ένιωθα σαν στο σπίτι μου, πιο πολύ απ’ ότι στη «γη της επαγγελίας» του κινηματογράφου όπου κατοικούσα, αφού η «επιφάνεια» που τόσο εκτιμούσα κάποτε είχε στο μεταξύ γίνει τόσο σκληρή κι επίπεδη, ώστε δεν έκρυβε πια τίποτε «από πίσω». Και αν, ως φοιτητής επέκρινα τον «κινηματογράφο πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων», τώρα πια ένιωθα νοσταλγία γι’ αυτόν και αισθανόμουν κάτι περισσότερο από συμφιλιωμένος με τον Ingmar Bergman.
Δεν είμαι θεωρητικός του κινηματογράφου και βλέπω τις ταινίες όπως όλος ο κόσμος, ως «θεατής». Ξέρω, λοιπόν, πως βλέπουμε μια ταινία εντελώς «υποκειμενικά». Αυτό σημαίνει ότι βλέπουμε μόνο όσα η «αντικειμενική ταινία», εκεί μπροστά στην οθόνη, παρουσιάζει στα εσωτερικά μάτια του κάθε θεατή. Πιστεύω ότι αυτό ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις ταινίες του Ingmar Bergman. Σ’ αυτές είδαμε «εμάς τους ίδιους», όχι όπως μέσα σε καθρέφτη, αλλά ακόμα πιο όμορφα, όπως «μέσα σε μια ταινία» ΦΤΙΑΓΜΕΝΗ ΓΙΑ ΜΑΣ.

[Γράφτηκε το 1988, στην εβδομηκοστή επέτειο των γενεθλίων του Ingmar Bergman, και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Chaplin, που εκδίδει το σουηδικό ινστιτούτο κινηματογράφου.  Στα ελληνικά δημοσιεύθηκε στην έκδοση Η λογική των εικόνων, Βιμ Βέντερς, μτφρ. Παύλος Μανιάτης, Γιάννης Περδικογιάννης, εκδόσεις Σέλας 1991]