(Citizen saint)
της Tinatin Kajrishvili
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_citizen-saint.jpg

Σε μια πόλη ανθρακωρύχων, ο μεγάλος σταυρός δίπλα απ’ την είσοδο του ορυχείου πηγαίνει για συντήρηση και το άγαλμα που είχε επάνω του εξαφανίζεται. Λίγο μετά ένας άνθρωπος που του μοιάζει εμφανίζεται. Ο άνδρας περιφέρεται δίχως ποτέ να μιλά και όλοι λένε πως το άγαλμα ζωντάνεψε. Οι αρχές του ορυχείου συμφωνούν κι αυτές με την υπόλοιπη κοινότητα· έγινε θαύμα κι ο άνθρωπος αυτός είναι ένας άγιος. Εξάλλου είναι και προς το συμφέρον τους. Ένα κουβάρι προσώπων κι επιθυμιών -ακόμα κι ερωτικών- αρχίζει να υφαίνεται γύρω απ’ τον άγιο. Όλοι κάτι θέλουν εκτός απ’ το γέρο-Μπέρτο, ψυχή του ορυχείου, που παύει να του ζητά, και μοιάζει να τον έχει συμπονέσει. Όσο οι μέρες περνούν, η δυσπιστία κι η απογοήτευση παίρνουν τη θέση της ελπίδας, οι εργάτες εξαγριώνονται πιστεύοντας ότι ο άγιος δεν θα τους προστατεύσει κι η διεύθυνση του ορυχείου αναρωτιέται στα σοβαρά μήπως οι άγιοι βολεύουν καλύτερα πάνω στο σταυρό, απ’ ότι αναμεσά μας. Τι σημασία έχει άλλωστε ποιος σταυρώνεται, αφού κανείς δεν κοιτάει προς τα πάνω.
Ο φόβος του ανθρώπου κι η ανάγκη του να πιστεύει σε σύμβολα για να νοιώθει προστατευμένος, η απληστία κι ο εγωισμός του που μετατρέπει ακόμα και την πίστη αυτή σ’ εμπόρευμα και τον άλλον σε χρηστικό αντικείμενο μέχρι και στον έρωτα, ο αδηφάγος τρόπος με τον οποίο καταπατά κάθε του αρχή μπροστά στο συμφέρον του, με διαφορετική δύναμη ανάλογα με την ταξική του θέση, αλλά εξίσου αμοραλιστικά κι η μοναξιά του αληθινά αθώου, που ως άλλος αμνός του Θεού, είναι πάντα αυτός που θα την πληρώσει, είναι απ’ τα βασικά θέματα του εξαιρετικού Citizen saint  (Mokalake Tsmindani) της Tinatin Kajrishvili, ταινίας απ’ αυτές που συνιστούν λόγο να πηγαίνει κανείς σε φεστιβάλ, μια κι εκεί πρωτοκάνει συνήθως τέτοιες ανακαλύψεις.
Η ταινία, που πήρε Έπαινο απ’ την Οικουμενική Επιτροπή στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, τιμά την παράδοση του γεωργιανού σινεμά, να συνδυάζει την ποιητικότητα και το στοχασμό, με μια κριτική ματιά που συχνά έχει πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, μέσα από ιστορίες που διέπονται από ένα είδος μαγικού ρεαλισμού στον οποίο πολύ συχνά κυριαρχεί το θρησκευτικό στοιχείο. Ο συνδυασμός δεν είναι εύκολος και οπωσδήποτε όχι πάντα πετυχημένος, όμως εδώ η Kajrishvili πετυχαίνει απόλυτα τις δόσεις της, έτσι όπως εξελίσσει κινηματογραφικά την ιστορία της ως αλληγορία και παραβολή, αλλά κι ως δυστοπική σάτιρα της ανθρώπινης κατάστασης που μάλλον δεν επιδέχεται σωτηρίας όποιος κι αν σταυρωθεί για να τη σώσει. Η κάμερα παίζει με το ασπρόμαυρο της εικόνας και τις αποχρώσεις απ’ τις σκιές, δημιουργώντας πλάνα που συχνά μοιάζουν με πίνακες -όπως αυτόν στο μουσείο με τα σεντόνια- και καθιστώντας οπτική ευχαρίστηση τη θέαση μ’ έναν σχεδόν υπνωτιστικό τρόπο. Ο ρυθμός της σκηνοθεσίας μοιάζει μ’ εκείνον ενός ποιήματος, συγκεκριμένου και σταθερού, που δίνει χώρο και χρόνο για να σκεφτεί κανείς ακόμα και να απελπιστεί, μια κι ο καταραμένος τόπος στον οποίο όλα αυτά γίνονται δεν αντανακλά μόνο κάτι απ’ την κοινωνία και την ταξική της διαστρωμάτωση, αλλά κι απ’ την ίδια του την ψυχή.
Η ταινία δεν χαρίζεται σε κανέναν με το εξαιρετικό τέλος της, αφήνει, όμως, κάτι ανοιχτό, αφού κάποιες φορές το θαύμα γίνεται και πάντα θα έρθει κάποιος σε κλάψει όταν είσαι στο σταυρό κι ίσως να βρεθεί και κάποιος να σε κοιτάξει.

Karlovy Vary 2023