της Agustina Comedi
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Στη συντηρητική, καθολική Κόρδοβα των αρχών της δεκαετίας του 80, δύο 16χρονες τρανς έφηβες γνωρίζουν μια συνομήλική τους σ’ ένα λεωφορείο. Διαπιστώνουν πως έχουν τα ίδια όνειρα, όμως, είναι ακόμα μαθήτριες κι η Αργεντινή έχει στρατιωτική δικτατορία. Σχεδόν τρία χρόνια μετά, η χούντα πέφτει και το σχολείο τελειώνει. Παρ’ ότι κάποιοι περιορισμοί που τις αφορούν συνεχίζουν να υπάρχουν, η Ντέλπι, η Κόλο και η Γκαγιέγκα ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα Κάλας και αρχίζουν να δίνουν παραστάσεις σε κλαμπ…
Το Πλέιμπακ της Αγκουστίνα Κομέδι, θα μπορούσε να είναι ένα ντοκιμαντέρ ενηλικίωσης, πασπαλισμένο με κοριτσίστικα όνειρα και μπόλικο γκλίτερ. Άντ’ αυτού, αποτελεί την οδυνηρή ιστορία της drag σκηνής της Κόρδοβα, που πριν προλάβει καλά-καλά ν’ ανθίσει, ξεκληρίστηκε από το AIDS μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία. Η Κομέδι την αφηγείται γλυκόπικρα, με συναίσθημα και μαεστρία, συνυφαίνοντας αριστοτεχνικά την εκτός κάδρου αφήγηση της Ντέλπι, που διατρέχει όλη την ταινία, με σπάνιο αρχειακό υλικό και δραματοποιημένες εικόνες ενός χάπι εντ που δεν υπήρξε ποτέ αλλά ανταποκρίνεται στο πώς ήθελαν την ζωή τους οι πρωταγωνίστριες -ένα πυροτέχνημα φωτός κι όχι μια πρόβα αποχαιρετισμού, όπως τελικά ήταν.
Ταυτόχρονα, η ταινία παραδίδει μαθήματα αφηγηματικής οικονομίας και συμπύκνωσης, έτσι όπως κατορθώνει, μέσα σε 14 μόλις λεπτά διάρκειας, να εκμεταλλευτεί μέσω του μοντάζ κάθε λέξη της αφήγησης για να αφήσει να διαφανεί η μεγάλη εικόνα. Τίποτα περιττό και κάθε πλάνο έχει χρησιμότητα -με εκείνο της γυναίκας στην κορφή της σκάλας να είναι μάλλον το πιο δυνατό ολόκληρης της ταινίας. Η φωνή της Ντέλπι -μοναδικής πλέον επιζήσασας αφού και η Κόλο πέθανε πριν η ταινία τελειώσει- επιβάλλεται και συγκινεί όταν εξηγεί πως «νύχτα τη νύχτα με το πλέιμπακ κλέβαμε απ’ τις ντίβες λίγη αιωνιότητα απ’ αυτή που μας αρνιόταν ο κόσμος».
Κι αυτό ακριβώς που τους αρνήθηκε η ζωή, τους πρόσφερε η Κομέδι με την ταινία της, δίνοντάς τους επιτέλους υπόσταση, κλέβοντας για χάρη τους εκείνο το μικρό κομμάτι αιωνιότητας που τους αντιστοιχούσε και εντυπώνοντάς το στη μνήμη των θεατών, ως πράξη αγάπης απέναντι στο νεκρό πατέρα της και τις κρυμμένες του αλήθειες, αλλά κι απέναντι στην ίδια την τρανς κοινότητα που παραγκωνισμένη κι αόρατη, φορούσε για χρόνια τα ψηλοτάκουνα και τις τουαλέτες της προσπαθώντας να δείξει στον κόσμο ότι υπάρχει.
(Βραβείο Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας – Mar del Plata IFF 2019,
Βραβείο Teddy για την Καλύτερη Ταινία Μικρού Μήκους – Berlinale IFF 2020)