των Bo Wang & Pan Lu
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_many-undulating-things.jpg

Πολλά πράγματα κυματίζουν -ίσως υπερβολικά πολλά- ή απλά ρέουν υπνωτιστικά σε αυτό το σύνθετο, πληθωρικό ντοκιμαντέρ του Bo Wang και της Pan Lu, με σημείο αφετηρίας και κατάληξης ένα εμπορικό κέντρο στο Χονγκ Κονγκ. Δομημένο σε τρία κεφάλαια (Δαίμονας του νερού, Νυχτερινός αέρας, Κατασκευές από σίδερο και γυαλί) που με τη σειρά τους επιμερίζονται σε υποκεφάλαια, το ντοκιμαντέρ έχοντας σταθερά στο επίκεντρο έναν αρχετυπικό αποικιοκρατικό τόπο, το λιμάνι του Χονγκ Κονγκ, σύμβολο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, μετατοπίζεται διαρκώς αλλάζοντας θέματα ενίοτε και είδη, συνιστώντας στην πραγματικότητα μια σύνθεση πολλών μικρότερων ντοκιμαντέρ.
Με αφόρμηση το νερό η ταινία αρχικά χαρτογραφεί σε voice over αφήγηση την πόλη και τους ανθρώπους της, τις ατελείωτες ώρες των άπειρων τοπίων της.  Ένα στοχαστικό κινηματογραφικό δοκίμιο που συνδυάζει τον προσωπικό, εσωστρεφή ποιητικό τόνο με την οξυδερκή πολιτική ματιά. Τα αυτοματοποιημένα λιμάνια, τα container και οι γερανοί, ο αντρικός ναυτικός κόσμος, τα ανθρώπινα σώματα ως συμπλήρωμα της μηχανής, και από την άλλη τα εμπορικά κέντρα, οι τουρίστες, οι εργάτες, οι καταναλωτές με φόντο ένα αστικό αρχιτεκτονικό τοπίο που συνεχώς μεταλλάσσεται. Πέρα από την εντυπωσιακή εικαστικότητα των πλάνων και το φιλοσοφικό βάθος της αφήγησης, ό,τι εντυπώνεται ωστόσο από αυτή την περιπλάνηση είναι κυρίως σκηνές από τις οποίες απουσιάζει ο ενδελεχής σχολιασμός, πρόσωπα και πράξεις που μιλούν από μόνα τους. (Όπως το “προσκύνημα” των τουριστών στη θεά του πλούτου.)
Μεταβαίνοντας από το νερό στον αέρα, η ταινία μεταλλάσσεται κι αυτή -όπως τα τοπία της -σε πολυσχιδή πολιτική πραγματεία με θέμα την αποικιοκρατία. Οι αναφορές σε ταινίες του Χόλιγουντ, σκηνές που προβάλλουν τον ακάθαρτο, βαρύ  αέρα των αποικιών ως μόνιμη αθέατη απειλή για τους αποικιοκράτες συνιστούν το πιο ενδιαφέρον μέρος αυτού του κεφαλαίου, που αποτελεί στην πραγματικότητα επέκταση μιας μικρού μήκους ταινίας του Bo Wang, “Miasma, Plants, Export Paintings”. (2018). Φορτωμένο με πολλές πληροφορίες το κεφάλαιο του “Νυχτερινού αέρα” εξερευνά με ενδιαφέροντα είναι αλήθεια τρόπο, μέσα από την ιστορία της βοτανικής, των θερμοκηπίων και των αναδασώσεων, τις πολιτικές φυλετικού διαχωρισμού που ξεκινούσαν στην περιοχή από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αρχειακό υλικό, επίκαιρα της εποχής όλα καταδεικνύουν τη σταδιακή μεταφύτευση-μετάλλαξη της φύσης και των κοινωνικών τάξεων.
Το τρίτο και πιο ανομοιογενές τμήμα της ταινίας έρχεται ως συνέχεια του δεύτερου να συμπληρώσει την αναδιοργάνωση των οικοσυστημάτων μέσω μεγάλων γυάλινων κουτιών. Το ατσάλι και το γυαλί, σημαντική εφεύρεση για την κατάκτηση του κόσμου, προβάλλονται εδώ ως υλικά της ταχύτητας και του εφήμερου, με τη χρήση τους να επεκτείνεται από την κατασκευή θερμοκηπίων στην οικοδόμηση στοών και εντέλει τεράστιων οικοδομικών συγκροτημάτων. Στο κεφάλαιο αυτό οι δύο σκηνοθέτες κινούνται με μεγαλύτερη του δέοντος ευκολία και χωρίς ενδοιασμούς από θέμα σε θέμα, συμπληρώνοντας ωστόσο το κοινωνιογραφικό τοπίο μιας  περιοχής που λειτουργεί ως πρότυπο νεοκαπιταλιστικής ανάπτυξης: οικιστικές πολιτικές, συνεντεύξεις μεταναστών που πουλούν απομιμήσεις σε λαϊκές εμπορικές στοές, μαρτυρίες γερασμένων από τη δουλειά ανθρώπων που ζουν χρόνια σε κλουβιά, τα φαντάσματα της πόλης και οι κυλιόμενες σκάλες της, όλα συγχρωτίζονται σε αυτό το κεφαλαιο που καταλήγει με έναν τρόπο μαγικό στο σημείο ακριβώς από όπου ξεκίνησε: σε μια voice over ποιητική αφήγηση, έναν προσωπικό στοχασμό για την εκμετάλλευση αλλά και τη μοναξιά των ανθρώπων στις σύγχρονες υπερκατοικημένες μεγαλουπόλεις, σε αυτό τον φωτεινό αλλά άψυχο κύκλο της αέναης κατανάλωσης.   

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]