(Οι μητέρες μας)
του Cesar Diaz
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Έψαχνα χώρους για ένα ντοκιμαντέρ στο χωριό Ουσπαντάν, που ήταν ο τόπος μιας σφαγής κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ήμουν εκεί για να καταγράψω τη μαρτυρία μιας οικογένειας που είχε επιβιώσει αυτής της τραγωδίας. Στην προφορική παράδοση των Ινδιάνων της Γουατεμάλας, τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν ώστε να υπάρξουν. Όταν φθάνει στο χωριό ένας ξένος, του λένε τι συνέβη σε αυτό το μέρος ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ. Έρχεται αντιμέτωπος με προσωπικές ιστορίες που μπορεί να είναι πολύ βίαιες. Οι μαρτυρίες αυτών των ντόπιων με αναστάτωσαν και θέλησα να κάνω μια ταινία για αυτούς, να μιλήσω για την Ιστορία της Γουατεμάλας. Είμαι συγκλονισμένος από τη δύναμη των επιζώντων της γενοκτονίας στη Γουατεμάλα. Όταν κάποιος ακούσει τι έχουν περάσει αυτές οι γυναίκες, δεν μπορεί να παρά να σκεφτεί ότι θα είχαν χάσει την όρεξη για ζωή. Ωστόσο, προχωρούν μπροστά. Είναι ένα τεράστιο μάθημα ζωής.
Ο εμφύλιος στη Γουατεμάλα δεν είναι πολύ γνωστός και δεν ξέρω γιατί. Η χώρα ήταν πρωτοπόρα στην ήπειρο σε πολλούς τομείς, με μία από τις πρώτες αγροτικές μεταρρυθμίσεις και με ένα από τα πρώτα Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι επίσης ο τόπος για μία από τις πρώτες επιχειρήσεις της CIA. Η πρώτη αμερικάνικη εισβολή έγινε το 1954, εγκαθιστώντας στρατιωτική δικτατορία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήλεγχαν το εμπόριο μπανάνας, έφτιαξαν το σιδηροδρομικό δίκτυο και το δίκτυο ηλεκτρισμού ώστε να μεταφέρουν τις μπανάνες. Μια μέρα, το επαναστατικό κίνημα αντίστασης ζήτησε την απαλλοτρίωση όλων όσων είχαν πάρει οι Αμερικάνοι. Εκείνοι απάντησαν στέλνοντας αεροπλάνα, τοποθετώντας έναν δικτάτορα στην εξουσία, και προκαλώντας έναν εμφύλιο πόλεμο που κράτησε μέχρι το 1996. Το αποτέλεσμα ήταν 200.000 νεκροί, 45.000 αγνοούμενοι, μια καταγεγραμμένη γενοκτονία, γύρω από την οποία δεν γνωρίζουμε πολλά. Πιστεύω ότι αν οι 200.000 νεκροί δεν ήταν Ινδιάνοι, αλλά λευκοί, ο κόσμος θα είχε μιλήσει περισσότερο για αυτά τα γεγονότα.
Η δίκη στην ταινία είναι ένα μείγμα από διάφορες δίκες. Κάποιες συνεχίζονται. Μία από τις πιο σημαντικές ήταν η δίκη του δικτάτορα Εφρέν Ριος Μοντ, που ήρθε στην εξουσία το 1982. Δικάστηκε και καταδικάστηκε το 2013 σε 80 χρόνια φυλάκιση (50 για γενοκτονία, 30 για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας). Μερικές μέρες αργότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη και του έδωσε την ελευθερία του. Η δίκη έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Πέθανε σπίτι του το 2018. Η αίσθηση αδικίας είναι τεράστια. Ήταν ξεκάθαρο ποιος είχε ακόμα στα χέρια του την εξουσία. Γενικά μιλώντας, είναι πολύ δύσκολο να κυνηγήσεις κάποιον νομικά, γιατί πρέπει να βρεθούν πρώτα αυτοί που έπραξαν τα εγκλήματα (πχ οι στρατιώτες στα χωριά) και μετά σιγά-σιγά να βρεις την αλυσίδα των διαταγών ώστε να βρεις τον ηθικό δράστη. Και επίσης, πρέπει να υπάρχουν και επιζώντες.
Πρόκειται για πολύ δύσκολη εργασία που γίνεται από έναν ανεξάρτητο από το κράτος οργανισμό, που χρηματοδοτείται από Αμερικάνους, Ολλανδούς και Καναδούς. Η δουλειά έχει μεγάλο κόστος και δεν ολοκληρώνεται, καθώς δεν είναι γνωστές οι τοποθεσίες των μαζικών τάφων. Ανακαλύπτονται μόνο όταν οι κάτοικοι των χωριών αποφασίζουν να μιλήσουν. Ο μεγαλύτερος μαζικός τάφος που έχει βρεθεί ήταν σε μια στρατιωτική βάση που ήταν πολύ δύσκολο να βγει η άδεια για να υπάρξει πρόσβαση. Εκεί βρέθηκαν 165 νεκροί. Αυτό που χρειάζεται είναι μια εθνική προσπάθεια, με κάθε πολίτη να δίνει δείγμα DNA, ώστε να υπάρξει μια μεγάλη βάση δεδομένων. Υπολογίζεται ότι μέχρι σήμερα 1% από τους αγνοούμενους έχει αναγνωριστεί, μετά από 20 χρόνια ερευνών. Δεν υπάρχει πολιτική βούληση. Αν υπήρχε πρόσβαση στους στρατιωτικούς φακέλους, η διαδικασία θα προχωρούσε πολύ πιο γρήγορα. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες υπογράφηκαν στη βάση της εθνικής συμφιλίωσης πράγμα που κάνει την πρόοδο σε αυτό το κομμάτι αδύνατη. «Δεν σου λέω τίποτα, δεν μου λες τίποτα, δεν σε κρίνω, δεν με κρίνεις και τίποτα δεν προχωράει».
Εμπνεύστηκα από πραγματικά μέρη, αλλά οι μαζικοί τάφοι στην ταινία ήταν κατασκευασμένοι με τη βοήθεια του Ινστιτούτου, που μας έδωσαν πολύτιμες επιστημονικές συμβουλές. Οι γυναίκες στην ταινία έδωσαν τις πραγματικές προσωπικές τους μαρτυρίες. Κάποιες από αυτές είχαν ήδη βρει τους αγνοούμενους τους και ήταν πολύ συγκινημένες ξαναπαίζοντας αυτά τα γεγονότα. Ήταν εντυπωσιακές και όλοι τις σέβονταν στο πλατό.
Οι γυναίκες, οι μητέρες μας κρατούν ζωντανή τη μνήμη της Γουατεμάλας. Κρατούν όρθια τη χώρα. Έχουν τις αναμνήσεις, την καθημερινότητα και τη μόρφωση. Μεταδίδουν τις γνώσεις και τις αξίες τους. Συνήθως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, σκότωναν τους άνδρες και κακοποιούσαν τις γυναίκες. Σήμερα, και πάλι οι άνδρες έχουν την εξουσία και οι γυναίκες υπομένουν τη βία σε καθημερινή βάση. Τις κακομεταχειρίζονται περισσότερο στις πόλεις παρά στα χωριά. Είναι ακατανόητο. Υπάρχουν πολύ λίγες καταγγελίες γιατί η πατριαρχία είναι βαθιά ριζωμένη και θα χρειαστούν πολλές γενιές για να αλλάξει αυτό.
Είχαμε προβλήματα στο γύρισμα με την καθημερινή βία στην πόλη. Είχαμε μαζί μας φύλακες και αστυνομικούς. Κατά τα άλλα μπόρεσα να γυρίσω όπου ήθελα, ακόμα και στα δικαστήρια. Το θέμα της ταινίας δεν ήταν γνωστό στις αρχές, αν το ήξεραν δεν θα με άφηναν ελεύθερο στο γύρισμα. Δεν γνωρίζουν τι επίδραση μπορεί να έχει μια ταινία οπότε δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον.
Η πρόκληση ήταν να μην ωραιοποιήσουμε τους νεκρούς ή το θέμα της ταινίας, αλλά να απεικονίσουμε την πραγματική ζωή, τα χρώματα που βλέπαμε, να μείνουμε πιστοί στα ιστορικά ντοκουμέντα. Με τη διευθύντρια φωτογραφίας τη Βιρζινί Σουρντέζ, δουλέψαμε πολύ με το φως ώστε να μην φαίνεται τεχνητό. Με τον ίδιο τρόπο δουλέψαμε τον ήχο. Έπρεπε να μείνουμε πιστοί σε αυτό που κινηματογραφούσαμε. Στην αρχή δεν ήθελα επαγγελματίες ηθοποιούς. Όμως, όταν έγραψα τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες σκέφτηκα ότι μη επαγγελματίες δεν θα τα κατάφερναν. Ο τρόπος που ήθελα να το δουλέψουμε ήταν ένα πραγματικό ταξίδι και το σενάριο είχε ανάγκη από ηθοποιούς. Αλλά δεν υπάρχουν δραματικές σχολές στη Γουατεμάλα. Έκανα δοκιμαστικά αλλά δεν βρήκα κανέναν. Βρήκα τον Αρμάντο Εσπιτία και την Έμα Ντιμπ στο Μεξικό. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες όμως είναι ερασιτέχνες, όπως και η ηθοποιός που παίζει τη Νικολάσα. Ξεκίνησα από ντοκιμαντέρ και μου έμαθε να διαχειρίζομαι την ανθρώπινη πλευρά, τη γλώσσα και το γύρισμα μέσα σε πραγματικές καταστάσεις.
Έκανα μια οντισιόν στο Μεξικό, όπου συνάντησα τον Αρμάντο που είχα δει στο Heli του Αμάτ Εσκαλάντε. Μου αφηγήθηκε μια πολύπλοκη προσωπική ιστορία και συνέχισε λέγοντας μου για ένα βιβλίο που διάβαζε όπου ένα Ιταλός στρατιωτικός στη Λιβύη έψαχνε για τα λείψανα των νεκρών μιας σφαγής εκεί. Η ευαισθησία του, η εντιμότητα του και ο ευθύς τρόπος που μου μιλούσε με συγκίνησε και με έκανε να πιστέψω ότι μπορεί να είναι ο Ερνέστο. Για τον ρόλο της Κριστίνα, έκανα δοκιμές με το γιο και τη μητέρα. Υπήρξε δυνατή σύνδεση μεταξύ του Αρμάντο και της Έμα Ντιμπ που είναι πολύ γνωστή στο Μεξικό. Δεν είχαν γνωριστεί μέχρι τότε. Έπαιξαν αρκετές σκηνές, συμπεριλαμβανομένης και αυτής στην παραλία. Στο σενάριο που είχαν η κεντρική ερώτηση σχετικά με τον πατέρα δεν απαντιόταν, οπότε αυτοσχεδίαζαν και κατάφεραν να δημιουργήσουν οικειότητα μεταξύ τους σε μερικά λεπτά, έτσι τους διάλεξα μαζί.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)