του Hou Hsiao-hsien
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_cafe-lumiere.jpg

Η ταινία είναι αφιερωμένη στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιασουτζίρο Όζου και γυρισμένη με την (ομολογημένη) πρόθεση να προσομοιάσει στη σκηνοθετική οπτική του ίδιου του Όζου, αν (ζούσε και) γύριζε μια ταινία στη σημερινή Ιαπωνία.
Πρόκειται για /σαν μια συνέχεια -50 χρόνια μετά- του «Tokyo story» (1953), μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά.  Μια  συνέχεια που παραμένει απόλυτα πιστή στο πνεύμα της πρώτης ταινίας και ταυτόχρονα απόλυτα εκσυγχρονισμένη ως προς την αντίστοιχη σημερινή ιστορία που αφηγείται και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί.
Πράγματι δεν συνέβαινε τίποτα συνταρακτικό στην αφήγηση, δεν υπήρχε πουθενά καμιά δραματουργική ένταση, καμιά δράση, καμιά δραματική κορύφωση, όλα έμοιαζαν σαν μια αλληλουχία νεκρών  χρόνων (σε μια άλλη ταινία, «κανονική»). Κι όμως, κάθε πλάνο και κάθε σκηνή είχαν μια κινηματογραφική εκφραστικότητα μοναδική και ξεκάθαρη, που μου μετέδιδαν την πραγματικότητα της ζωής αυτών των προσώπων στην πόλη του Τόκιο σήμερα, σαν να ήμουν στ’ αλήθεια εκεί.
Ώσπου σε κάποια στιγμή βλέπω ένα μονόπλανο καταπληκτικό: η  Γιόκο όρθια μέσα στο βαγόνι ενός τρένου - η κάμερα να την εγκαταλείπει καδράροντας στα παράθυρα - έξω εμφανίζεται να κινείται, αντίθετα και παράλληλα, ένα άλλο τρένο - ώσπου σ’ αυτό έρχεται να φανεί σ’ ένα παράθυρο ο Χατζίμε - η κάμερα (σαν να) περνάει απέναντι και τον καδράρει μέσα στο δικό του βαγόνι (διαστέλλοντας το χωρόχρονο στην κυριολεξία) - μετά επιστρέφει πάλι στο βαγόνι της Γιόκο και κινείται προς αυτήν - την ξαναβρίσκει να στέκεται αφηρημένη, χωρίς να έχει δει το πέρασμα του Χατζίμε.
Και σκέφτομαι το περίφημο μονόπλανο των 7΄ στο Επάγγελμα ρεπόρτερ, που χρειάστηκε 11 μέρες προετοιμασίας για να γυριστεί. Εξάλλου και όλη η ατμόσφαιρα της ταινίας μου θυμίζει (εκτός από Όζου) πάρα πολύ την αισθητική του Αντονιόνι.

Σωτήρης Ζήκος