(Children Who Draw)
του Susumu Hani
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_children-who-draw.jpg

Ο Susumu Hani, σπουδαίος εκπρόσωπος του Ιαπωνικού New Wave, εγκαινιάζει με τα ντοκιμαντέρ του για την παιδική προσωπικότητα -ένα εκ των οποίων είναι και το συγκεκριμένο με θέμα την γνωστική αλλά κυρίως την συναισθηματική εξέλιξη του παιδιού μέσα από τη ζωγραφική- την προβληματική της μετέπειτα κινηματογραφικής του πορείας που θα οδηγηθεί στην κριτική στις ιαπωνικές καταπιεστικές δομές –κοινωνικές, ψυχικές, σεξουαλικές– και τον υπαρκτό, αλλά διαμεσολαβημένο από το οικονομικό θαύμα της χώρας, «φασισμό» της καθημερινότητας.
Ερεθισμένος και από τα δικά του δύσκολα παιδικά χρόνια, ο Hani δεν έχει υιοθετήσει ακόμα την ριζοσπαστική κριτική στην οικογένεια, στις σχέσεις οικειότητας ανάμεσα στα ζεύγη ή στο σωφρονιστικό σύστημα. Αντιθέτως, στο μικρό μήκους ντοκιμαντέρ με υπότιτλο «Κατανοώντας την τέχνη των παιδιών» ο Hani περιβάλλει τους μικρούς «συνεργάτες» του με μια ευγενική αποστασιοποίηση που του επιτρέπει από τα πρώτα πλάνα του νηπίου που ζωγραφίζει στο πεζοδρόμιο να εκμαιεύει την ερμηνεία του μικρού «καλλιτέχνη» στην αφαιρετική (μουτζούρα) ανάπλαση του πραγματικού.
Ωστόσο, η βιογραφική εμπειρία του ίδιου του Hani ανακύπτει αμέσως: Η προσοχή δίδεται στη διαδικασία της ζωγραφικής και του σκίτσου κυρίως των παιδιών που βιώνουν κάποιο αίσθημα μειονεξίας. Το άτακτο αγόρι με το ξυρισμένο κεφάλι απεικονίζει το βαρκάκι στη θάλασσα ως αίσθημα απομόνωσης, το κορίτσι που έρχεται τελευταίο στις γυμναστικές επιδόσεις θα αποκτήσει αυτοπεποίθηση μέσα από την έκφραση της καλλιτεχνικής διαδικασίας και του καθρεφτίσματος της κατάστασής της μέσα από τη ζωγραφική στη διαδικασία απομυστικοποίησης της αισθήματος της προσωπικής αποτυχίας που ενδέχεται να κρύβεται πίσω από συνειδητές ή ασυνείδητες εμπειρίες της ατροφίας του εαυτού, κυρίως από την κοινωνικοποίηση που ενέχει ως κύριο συστατικό της την σύγκριση με τους ομοίους στην εκάστοτε κοινωνική ομάδα (amour propre κατά Rousseau). Η άμεση σύγκριση όμως που μπορεί να οδηγήσει στη μειονεξία επανέρχεται ως ικανοποίηση και πηγή αυτοεκτίμησης για το κάθε παιδί όταν τα έργα τους εκτίθενται στο σχολείο, διαμεσολαβημένη από την συμμετοχή του καθενός στο συλλογικό σκοπό. (Ανεκδοτολογικά, εκτός «σκοπού» θεωρείτο από τα παιδιά ο ίδιος ο Hani αφού η συχνή επιστροφή του στην τάξη για τα γυρίσματα της ταινίας σήμαινε για αυτά ότι είναι «χαζός» και δεν μπορεί να μάθει γράμματα τόσο γρήγορα όσο οι μπόμπιρες.) Η ομαδική δουλειά (τόσο βασικό αξιακό συστατικό της ιαπωνικής νεωτερικότητας –ακόμα και στον κατεξοχήν «ατομικιστικό» θεσμό της οικονομίας της αγοράς) φαίνεται να αναδύεται από νωρίς ως το συγκολλητικό υλικό που θα αφομοιώσει τα καπρίτσια των εγωιστικών κινήτρων της ενήλικης ζωής.
Η ζωγραφιά με την πτώση των ψαριών θα μπορούσε να μεταφράζεται στην ασυνείδητη απεικόνιση του βιώματος στην εκπαίδευση τουαλέτας και η εξέλιξη στη θεματολογία με εικόνες από την σύγχρονη ζωή, ή και τον πόλεμο ακόμα, αγκυροβολεί την νηπιακή «ψυχή» στο κοινωνικό πλαίσιο των νωπών συλλογικών παραστάσεων της Ιαπωνίας.
Μέσα όμως από την ομαδική ενασχόληση με την ιχνογραφία η κάμερα του Hani συλλαμβάνει τα νήπια σε αυθόρμητες πόζες και θέσεις σώματος που δηλώνουν κάποια (αναμενόμενη) αδυναμία συμμετοχής στο κοινό πόνημα ή ακόμα και διάσπασης προσοχής. Από τα γνωστά σχέδια-«κεφάλας» στις αρχικές φάσεις και ηλικιακό φάσμα, διακρίνουμε, σταδιακά, υπέροχα σκίτσα (πχ. ο ελέφαντας με το καρότο) με πιο συχνή, καθώς σταθεροποιείται πλέον η τακτική συμμετοχή στην τάξη, τη ζωηρότερη εξωτερίκευση των συναισθημάτων των παιδιών.
Η πρώτη ταινία στην ιστορία του ιαπωνικού κινηματογράφου γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και σε έγχρωμο δεν αποτελεί μόνο μια άκρως ενδιαφέρουσα κοινωνικο-ψυχολογική ματιά στο ζήτημα της παιδικής ιχνογραφίας που έχει απασχολήσει κλασικούς ψυχολόγους, όπως ο Georges-Henri Luquet και ο Jean Piaget, αλλά καταφέρνει με νεορεαλιστική αμεσότητα και προσεγμένα πλάνα να αναπλάσει, μέσα από τα έργα των παιδιών, την αλληλεπίδραση στην τάξη ή στην αυλή, την κοινωνική κατάσταση και τον κοινωνικό περίγυρο σε συνθήκες σχετικής ευταξίας, την παθογένεια του οποίου θα ψηλαφήσει στα επόμενα έργα του αυτό το σπουδαίο σκηνοθετικό ταλέντο που αναδύεται στο ντοκιμαντέρ αυτό –σαν το ιδιαίτερο στυλ του ξυρισμένου και αρχικά άτακτου παιδιού που ξεπροβάλλει στα τελευταία έγχρωμα ιχνογραφήματα…
Σπύρος Γάγγας

E o kaku kodomotachi: jidôga o rikai suru tame ni / Children Who Draw (Susumu Hani, Japan, 1956)