(The Ballad of Narayama)
του Keisuke Kinoshita
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_the-ballad-of-narayama-1.jpg

Για το σινεμά του σπουδαίου Kinoshita η απομάκρυνση από τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει τα περισσότερα έργα του προκαλεί ευχάριστη έκπληξη σε αυτήν την  όμορφη κινηματογραφική διασκευή της γνωστής νουβέλας στην Ιαπωνία, «Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα» του Shichirō Fukazawa.
Η αναπάντεχη υιοθέτηση της μεθόδου αποστασιοποίησης από τον Kinoshita αφορά τον τρόπο ενσωμάτωσης της αισθητικής του θεάτρου kabuki, των θεατρικών φωτισμών αλλά και της μουσικής. Όπως λοιπόν ανακοινώνει στην αρχή του έργου ο μασκοφόρος θεατράνθρωπος, η ταινία εξιστορεί μια περίπτωση του εθίμου του obasute, όπου οι ηλικιωμένοι στα χωριά, όταν έφθαναν τα 70, έπρεπε οικειοθελώς να αποσυρθούν στη κορυφή του βουνού Narayama και να πεθάνουν εκεί, δίχως να συνεχίζουν να επιβαρύνουν τα παιδιά τους. Η πρακτική ήταν διαδεδομένη σε εποχές όπου η κοινωνία μαστίζονταν από φτώχεια και λιμούς.
Η γερασμένη Orin (μια ακόμη μεγάλη ερμηνεία από την Kinuyo Tanaka, εμβληματική ηθοποιό της Ιαπωνίας) προσπαθεί να απαλλάξει τα παιδιά της από το βάρος που αυτά υφίστανται. Δεν πρόκειται όμως μόνο για το οικονομικό άχθος της τροφής που καταναλώνει αλλά για το εθιμικό του οποίου η δεσμευτικότητα θα πρέπει να τηρηθεί μέσα από την ίδια την οικογένεια. Η Orin βασανίζεται από την ίδια της τη λειτουργικότητα. Διατηρεί ακόμα τα 33 της δόντια και μόνο αν μείνει με 28 αλλάζει κοινωνική ταξινόμηση και της είναι πλέον επιτρεπτό από το συμβούλιο του χωριού να αναχωρήσει προς το βουνό.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_the-ballad-of-narayama-2.jpg
Φωτογραφημένο σε «βασιλικό» έγχρωμο και γυρισμένο εξ ολοκλήρου σε στούντιο με πανέμορφα σετ να αναπαριστούν την απομονωμένη καλύβα, το πυκνό δάσος, το δειλινό και το τραχύ μονοπάτι προς τη βουνοκορφή Narayama, το έργο του Kinoshita προσδίδει στο φυσικό περιβάλλον το απόκοσμο φωτοστέφανο που αρμόζει σε μια βάρβαρη παράδοση και που αντιστοιχεί στο δειλινό της ζωής της Orin.
O Kinoshita εντείνει τη θεατρικότητα της κινηματογράφησης με τη χρήση προβολέων, σκοτεινιάσματος του φωτός για να επιτύχει φθορίζοντα αποτελέσματα (όπως το εξαίσιο πράσινο που δεσπόζει κατά την αναχώρηση της Orin στις πλάτες του γιού της) και, επίσης, καταφεύγοντας στην κίνηση της θεατρικής αυλαίας κατά τις διάφορες μεταβάσεις, με τα φυλλώματα να αναλαμβάνουν το ρόλο του κινηματογραφικού σημείου στίξης. Αποκορύφωμα της αφηγηματικής τόλμης του Kinoshita είναι η 10λέπτη σχεδόν σεκάνς ανόδου του Tatsuhei στο βουνό, της καθόδου του και της πάλης του με τον βρούτο γιο που δια της βίας εξαναγκάζει σε εξοστρακισμό τον γηραιό πατέρα του, μέχρι τη δεύτερη άνοδο και την κάθαρση, αφού τελικά πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της μάνας, με τις νιφάδες του χιονιού να σκεπάζουν τα βουναλάκια οστών γύρω από την Orin, σεκάνς που τέμνεται από τις διαρκείς ηχητικές ακίδες ενός samisen (ιαπωνικό έγχορδο).
Το φινάλε με το πλάνο της αμαξοστοιχίας να διαπερνά το πυκνό δάσος, κάνοντας στάση στον σταθμό Obasute, σηματοδοτεί την άρση της προκατάληψης στην ιαπωνική νεωτερικότητα, διατηρεί όμως κάτι νεκρικό στην πινακίδα, αφού τώρα γνωρίζουμε τις θυσίες που αντιπροσωπεύει ο σταθμός Obasute. Μαγικό από το πρώτο έως το τελευταίο πλάνο!

Σπύρος Γάγγας

Narayama-bushi Kō / The Ballad of Narayama (Keisuke Kinoshita, Japan, 1958)