(Nanami: The Inferno of First Love)
του Susumu Hani
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_nanami-the-inferno-of-first-love.jpg

Από τα λιγότερο γνωστά «τρομερά παιδιά» του Ιαπωνικού New Wave (μαζί με τους πιο καταξιωμένους Ôshima και Imamura μεταξύ άλλων) ο Hani παραδίδει με το Nanami σαφώς το καλύτερο (και εξαιρετικά δυσεύρετο) από τα λιγοστά του έργα.
Ναι μεν το ζήτημα που πραγματεύεται προσεγγίζεται με εντιμότητα αλλά και πολιτική ορθότητα στο οσκαρικό Spotlight (2015) ή πιο ρεαλιστικά στο πολύ ενδιαφέρον «Το Κυνήγι» (2012), όμως εδώ η κινηματογραφική φόρμα σμπαραλιάζει την πολιτική ορθότητα της κινηματογραφικής γραφής και υποχρεώνει το θεατή να βάλει τη φαντασία του να δουλέψει συλλέγοντας ψηφίδες από τα προχωρημένα κάδρα και τις μοντερνίστικες τεχνικές (παγώματα, ευρυγώνιοι, back projections). Τον υποχρεώνει επίσης να αναρωτηθεί ως προς την ίδια «ασφαλή» -και ηδονοβλεπτική τελικά- οπτική γωνία του σινεμά όπως το γνωρίζουμε οι περισσότεροι. Είναι ένας από τους λόγους γιατί το Nanami υπερτερεί συγκριτικά με ό,τι έχω δει για το ευαίσθητο και ενοχλητικό ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία.
Η ταινία αρχίζει με ένα απαιτητικό, ως προς τον ρυθμό και τη φόρμα, εικοσάλεπτο, δείχνοντας τη σχέση ενός ζευγαριού νέων, της Nanami και του Shun και με την σεξουαλική ανικανότητα του αγοριού να δίνει και την κινηματογραφική αφορμή στον Hani να συνθέσει μια αφήγηση βάσει flashbacks, προκειμένου ως «ψυχαναλυτής» να διερευνήσει την οικογενειακή «συνθήκη» πίσω από τη νεύρωση του Shun. Βρίσκει λοιπόν εκεί την σεξουαλική κακοποίηση (πολύ δυνατές οι σκηνές της παιδικής ηλικίας, καθόλου όμως παραστατικές) συνδέοντάς την όμως με τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση στη φτωχή οικογένεια, όπου ο πατέρας πέθανε όταν ο μικρός ήταν 7 χρονών και η μητέρα του τον εγκαταλείπει για τον εραστή της. Υιοθετημένος από έναν μεταλλουργό, ο οποίος τον κακοποιεί, ο Shun αναπαράγει την κακοποίηση στο κοριτσάκι Momi, έχοντας φυσικά κερδίσει την εμπιστοσύνη του σε μια μεικτή σχέση γονέα-εραστή. Και είναι αυτό το σημείο, όπου η ταινία του Hani υποσκελίζει από τον κινηματογραφικό χάρτη τα υπόλοιπα έργα για το θέμα αυτό, διότι ως προς την τρομακτική αυτή παιδική εμπειρία, δεν υιοθετείται από τον σκηνοθέτη η καταγγελτική ευκολία της αποτύπωσης της αδυναμίας αντίστασης από το παιδί και της βαναυσότητας της πράξης, αλλά το ίδιο το γεγονός της κακοποίησης, ως προς τον ίδιο τον Shun, ως θύτη τώρα, αποδίδεται με την αφέλεια και την οικειότητα η οποία το καθιστά τόσο τρομακτικό και ύπουλο. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποια ματιά ηθικολογικής καταδίκης του Shun (αν και φυσικά ο Hani δε χάνει στιγμή στο να επισημάνει την αποστροφή του προς την καταπιεστική οικογένεια) αλλά για κατανόησης των ύπουλων συνθηκών της ιαπωνικής οικογένειας την οποία εκθείασαν μεγάλοι Ιάπωνες σκηνοθέτες (πχ. Ozu).
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_nanami-the-inferno-of-first-love-2.jpg
Με ψυχαναλυτικές αναφορές στο απόγειο της αφήγησης και της εξαιρετικής νεοφορμαλιστικής κινηματογράφησης, αλλά και με την υστέρηση της ψυχιατρικής να «χτυπιέται» βάναυσα από τον Hani (εξαιρετική η σεκάνς υποβολής του νεαρού σε θεραπεία τύπου «Σχολής Γέλιου»), το «Nanami», πιστό στην κριτική αιχμή του Νέου Κύματος συνδέει αυτή την καθυστέρηση στην εξέλιξη της επιστήμης και με τον οπισθοδρομικό Βουδισμό. Είναι στις επιπλέον αρετές του έργου ότι το πρόβλημα προσεγγίζεται και μακροκοινωνικά στις συστημικές του διακλαδώσεις: Πατριαρχική και πατερναλιστική μέχρις εσχάτων ιαπωνική οικογένεια ή οργανωμένο έγκλημα με μοχλό την πορνογραφία και κοινωνικοί θεσμοί δομημένοι πάνω στη συμβατική αναπαραγωγή της προσωπικότητας, παρά στο μετασχηματισμό της. Η αναφορά του παραγωγού-προαγωγού-πορνογράφου στην Ilse Koch (από τις διαβόητες γυναίκες εγκληματίες στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης) κατά τη «βρώμικη» σκηνή πάλης των γυναικών για το παράνομο φιλμάκι που γυρίζεται στο καταγώγιο είναι και η μαχαιριά του Hani στο σαδιστικό υπόστρωμα της προδοτικής ιαπωνικής κοινωνίας. Υπό αυτήν την έννοια η αδυναμία ορθής μετουσίωσης της ερωτικής ορμής στον Shun ανατρέχει στις βαθύτερα καταπιεστικές δομές της κοινωνίας.
Όλα αυτά εκτυλίσσονται με υπέροχη σύνθεση εικόνων και πλάνων, μαεστρικό μοντάζ με τα flashbacks να αποπροσανατολίζουν όσο πρέπει τον θεατή και όχι να τον αποξενώνουν. Η δε αναπάντεχη μεταφορά από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο (ειδικά στο χώρο και πλαίσιο όπου πραγματοποιείται) είναι από τις ωραιότερες ποιητικές σεκάνς που μπορεί να βρούμε στο σινεμά.
Από τα πάμπολλα καλά κρυμμένα «διαμάντια» του Ιαπωνικού σινεμά τα οποία δύσκολα θα τιμήσει η «πολιτικά ορθή» ιστορία του κινηματογράφου και οι δίαυλοι διάχυσής της, το τρομακτικό σε δύναμη έργο του Hani είναι και περιεχομενικά ρηξικέλευθο -όχι μόνο για τα ήθη της Ιαπωνίας- αλλά και καλλιτεχνικά εξαίσιο!

Σπύρος Γάγγας

Hatsukoi Jigokuhen / Nanami: The Inferno of First Love (Susumu Hani, Japan, 1968)