(Το διαζύγιο)
των Ronit Elkabetz & Shlomi Elkabet
gett.jpg

Στο Ισραήλ δεν είναι νομοθετημένος ο πολιτικός γάμος, ούτε και το πολιτικό διαζύγιο. Σε μια κοινωνία βαθύτατα θρησκευόμενη, μόνο οι θρησκευτικοί λειτουργοί, δηλαδή οι ραβίνοι μπορούν να νομιμοποιήσουν ένα γάμο ή να επικυρώσουν τη διάλυσή του. Ωστόσο για να διαλυθεί ένας γάμος απαιτείται η πλήρη συναίνεση του συζύγου, ο οποίος σε τελική ανάλυση διαθέτει περισσότερη δύναμη και από τους δικαστές- ραβίνους. Η Βίβιαν Αμσαλέμ έχει υποβάλλει αίτηση για διαζύγιο εδώ και τρία χρόνια. Όμως ο σύζυγός της ο Ελισάι δεν συμφωνεί και απαιτεί να γίνει δικαστήριο. Η Βίβιαν είναι αποφασισμένη να παλέψει για την ελευθερία της…
Χρησιμοποιώντας πλάνα μεγάλης χρονικής διάρκειας, αλλά και εναλλαγές οπτικών γωνιών, οι δυο σκηνοθέτες εστιάζουν στα της δικαστικής διαδικασίας και γι’ αυτό όλη η ταινία είναι εγκλωβισμένη μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ωστόσο, η ταινία είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα δικαστικά συμβάντα μιας υπόθεσης διαζυγίου. Αφορά τον αγώνα για την ελευθερία μιας γυναίκας, που αισθάνεται ως να είναι αόρατη μέσα στην κοινωνία της.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκουμε μια μεγάλη ηθοποιό, την σκηνοθέτιδα και βραβευμένη στο παρελθόν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Ronit Elkabetz /Ρόνιτ Ελκαμπέτζ: από την υποκριτική της απουσιάζει ο λόγος και είναι το πρόσωπο που μεταφέρει τις εντάσεις της δίκης αλλά και τα συναισθήματα του αποκλεισμού…
Σ.

Αποσπάσματα από μια συνέντευξη με τους σκηνοθέτες
(...)
Η Viviane, εξαντλημένη από τον γάμο της, έφυγε από το σπίτι πριν χρόνια και τώρα θέλει να πάρει διαζύγιο για να μην είναι κοινωνικά στιγματισμένη. Οι πολιτικοί γάμοι δεν έχουν ισχύ στο Ισραήλ. Μόνο ο θρησκευτικός νόμος εφαρμόζεται και μάλιστα μόνο ο σύζυγος αποφασίζει για τον χωρισμό. Όμως η Viviane απευθύνεται στο σύστημα δικαίου, στον Νόμο, για να εξασφαλίσει κάτι που θεωρεί ότι είναι δικαίωμα της. Ο Elisha αρνείται πεισματικά να της δώσει διαζύγιο και η Viviane το διεκδικεί σθεναρά.
(...)
Σήμερα στο Ισραήλ, όλοι οι γάμοι ορίζονται από τον θρησκευτικό νόμο, ανεξαρτήτως της κοινότητας ή αν το ζευγάρι είναι θρήσκο ή όχι. Όταν μία γυναίκα λέει «ναι» κάτω από το νυφικό πέπλο, αυτόματα μπορεί να μην μπορεί να πάρει διαζύγιο, γιατί μόνο ο άντρας έχει το δικαίωμα να αποφασίσει. Ο Νόμος δίνει στον σύζυγο αυτή την παράλογο ισχύ. Οι ραβίνοι υποστηρίζουν ότι κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν τις συζύγους, αλλά στην πραγματικότητα, στις σχετικές ακροάσεις που γίνονται κεκλεισμένων των θυρών, τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί οι ραβίνοι έχουν το ιερό καθήκον να κάνουν τα πάντα για να σώσουν το εβραϊκό νοικοκυριό και είναι απρόθυμοι να λύσουν έναν γάμο.
(...)
Στα μάτια μας, η σκηνοθεσία μιας δίκης θέτει το αναπόφευκτο ερώτημα του πώς ο Νόμος αντιμετωπίζει τον άντρα και τη γυναίκα, αλλά και τη σχέση μεταξύ τους. Συνεπώς, ήταν αυταπόδεικτο ότι θα υιοθετούσαμε μια ακραία σκηνοθετική προσέγγιση: δεν κινηματογραφήσαμε από τη θέση του σκηνοθέτη-παρατηρητή. Η κάμερα έχει πάντα την οπτική γωνία ενός χαρακτήρα που κοιτάει έναν άλλο χαρακτήρα. Σκηνοθετικά δεν λέμε την ιστορία μέσα από μία συγκεκριμένη γωνία, αλλά μέσα από το πρίσμα των διαφορετικών ανθρώπων που παρουσιάζονται μπροστά μας. Σε έναν χώρο που η οπτική θα έπρεπε να είναι αντικειμενική, η οπτική είναι υποκειμενική.
Στο δικαστήριο, η επίσημη γλώσσα είναι παράξενη όταν μεταφέρει γεγονότα της καθημερινότητας. Αυτό προκαλεί την ενόχληση των ανθρώπων που παρευρίσκονται σε αυτό το μέρος για να εκφραστούν. Επίσης, αξιοποιήσαμε αυτή τη διαστρέβλωση και στους ηθοποιούς. Η επίσημη νομική γλώσσα τους υποχρέωνε να χρησιμοποιούν συγκεκριμένες χειρονομίες πίσω από τις οποίες προσπαθούν να κρυφτούν.
Αυτό που μας οδήγησε στη συγγραφική διαδικασία και στη δημιουργία των χαρακτήρων ήταν η προσπάθεια να προκαλέσουμε τη συμπάθεια. Παρ’ όλο που η αδιαπραγμάτευτη φύση του Νόμου έκανε τους ραβίνους να φαίνονται απάνθρωποι, θέλαμε να έχουμε στιγμές όπου γίνονται λίγο ανθρώπινοι και διακρίνουμε τη στεναχώρια και τη σύγχυση τους και καταλαβαίνουμε ότι η κατάσταση αυτή μπορεί μια μέρα να αφορά και τους ίδιους, τις συζύγους, τις κόρες, τους γείτονες, τις θείες τους…
(...)
Το στοιχείο που μας ενέπνευσε για τον χαρακτήρα της Viviane είναι η αποφασιστικότητα της, η εσωτερική γαλήνη, η σιωπή της, που είναι η σιωπή κάποιου που έχει προετοιμάσει τον εαυτό του και έχει σκεφτεί σοβαρά τι πάει να κάνει πριν ριχτεί στη φωλιά με τα λιοντάρια.
Είναι επίσης μία γυναίκα ικανή για βίαια ξεσπάσματα, αλλά ξέρει ότι αν υποχωρήσει έστω και λίγο, θα βρεθεί σε αδύναμη θέση σε σχέση με τον σύζυγο. Αν δεν ελέγξει τον εαυτό της, θα την διώξουν από τη δίκη και θα χάσει κάθε δικαίωμα.
Δεν αγωνίζεται επί ίσοις όροις με τον σύζυγο της Elisha, που έχει τον Νόμο με το μέρος του. Και το χειρότερο είναι ότι έχει τη δύναμη. Και συμπεριφέρεται με την αντίστοιχη αυτοπεποίθηση. Όμως, η κατάσταση του είναι πιο σύνθετη από ένα απλό παιχνίδι εξουσίας: ειλικρινά θέλει τη Viviane δίπλα του.
Αυτό επίσης χειροτερεύει την κατάσταση της Viviane: παρ’ όλο που είναι μια γυναίκα που προκαλεί μπελάδες, κυρίως γιατί αντιστέκεται στο εβραϊκό σπίτι, ο σύζυγος της θέλει να τη σώσει και να την τιμήσει με το γεγονός ότι είναι η γυναίκα του. Η θέληση και η επιθυμία του μαλακώνουν τους ραβίνους.
Ένα από τα πιο δυνατά σημεία των πρωταγωνιστικών ερμηνειών είναι τα βλέμματα και οι εκφράσεις τους… Σχεδόν είμαστε στην κατηγορία του βωβού κινηματογράφου. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα πρόσωπα των Ραβίνων…
Αυτές οι αναφορές είναι πολύ σημαντικές για εμάς, κυρίως στις κλασικές ταινίες όπου η ένταση προκύπτει από ένα άμεσο θέμα. Εδώ για παράδειγμα η Viviane θέλει την ελευθερία της, την οποία της αρνούνται. Και επιπλέον, προστίθεται μια περιπλοκή: ο κατηγορούμενος στη δίκη είναι το άτομο που έχει τη δύναμη να καθορίσει την ετυμηγορία. Είναι ένα συναρπαστικό σκηνικό.
Στο μυαλό μας, η δύναμη του σινεμά εντοπίζεται στην οπτική. Σε ένα κάδρο το μάτι έλκεται πρώτα από τα μάτια των ηθοποιών. Μετά βλέπουμε αυτό που βλέπει, ανατέμνουμε τη ψυχή του μέσα από αυτό που βλέπει. Χάρη σε αυτές τις προοπτικές μια ταινία υπάρχει πέρα από τον διάλογο.
Αυτές οι εναλλασσόμενες προοπτικές δημιουργούν μία κίνηση: μία μεταφορά που είχαμε στο μυαλό μας αρχικά ήταν ότι η δίκη θα έμοιαζε με αγώνα τένις. Το κεφάλι του θεατή θα γύριζε από τα δεξιά στα αριστερά, ακολουθώντας την ανταλλαγή των βολών και θα είχαμε κερδισμένες παρτίδες και χαμένες, μέχρι την τελική νίκη.
Το μόνο που έμενε να κάνουμε σε μία τέτοια κατάσταση ήταν να στήσουμε έναν πόλεμο μέσα από τις εκφράσεις των ματιών τους. Τα μάτια του Elisha στερούνται έκφρασης, αλλά έχει ηρεμία, αυτοπεποίθηση και ακαμψία. Σε αντίθεση με τη Viviane, της οποίας η έκφραση περικλείει ένα πιο σύνθετο σύμπαν. Τα μάτια της κρύβουν πόνο, φόβο, απόγνωση, θέληση, πείσμα, εγρήγορση και πολλά πράγματα που θα ήθελε να εκφράσει και άλλα που προτιμά να τα κρατήσει για τον εαυτό της.
(...)
Δεδομένης της εικαστικής γλώσσας που έχουμε διαλέξει για την ταινία, υποτίθεται ότι τη βλέπουμε όταν ο δικηγόρος της και ο σύζυγος της την κοιτάνε. Αλλά προκειμένου να ρίξουμε φως σε αυτή τη γυναίκα από την αρχή και στην άρνηση της ταυτότητας της μέσα σε ένα ανδρικό δικαστικό σύστημα, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε με την απουσία της. Αργότερα, η παρουσία της θα γίνει μόνιμη, γιατί είναι αυτή που παλεύει, αυτή που ζητάει, αυτή που της διώχνουν. Και είναι αυτή που δίνει ώθηση στην ιστορία, από τη μία ακρόαση στην άλλη. Η ίδια της η μοίρα δικάζεται. Θέλαμε το κοινό να τη δει για πρώτη φορά όταν ακούει ότι της αρνούνται το διαζύγιο. Τη λέξη «όχι». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αντιμέτωπη με αυτή την άρνηση και την άρνηση της ίδιας της ύπαρξης της, αρχίζει να υπάρχει στην οθόνη.
(...)
Στον Ιουδαϊσμό, η φωνή μιας γυναίκας και τα μαλλιά της θεωρούνται σκανδαλώδη μέσα αποπλάνησης. Γι΄ αυτό οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα να τραγουδούν και οι παντρεμένες γυναίκες πρέπει να καλύπτουν τα κεφάλια τους με ένα μαντήλι ή μία περούκα (για κάποιους ορθόδοξους μάλιστα, αφού ξυρίσουν το κεφάλι τους). Σε αυτή τη σκηνή, η Viviane είναι εξουθενωμένη, μάλλον γιατί είναι απεγνωσμένη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τίποτα δεν προάγει το αίτημα της. Ασυναίσθητα, φοράει ένα κόκκινο φόρεμα. Το κόκκινο που αποτυπώνει την ανάγκη για ρήξη και την αφόρητη κούραση της. Δεν θέλει να παίξει άλλο αυτό το παιχνίδι. Η στιγμή που λύνει τα μαλλιά της αντικατοπτρίζει την κατάσταση του ασυνείδητου της.
Από αυτό το σημείο και πέρα, αφήνεται. Το να λύσει τα μαλλιά της μπροστά στους ραβίνους είναι μία ακραία αναιδής πράξη. Στον Ιουδαϊσμό, τα γυναικεία μαλλιά συγκρίνονται με τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Δεν το κάνει επίτηδες, δεν θέλει να τους προκαλέσει, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν τη νοιάζει πια. Κάθεται σε αυτή την καρέκλα για πολύ καιρό… είναι σαν είναι σπίτι της.
Στην επόμενη σκηνή ο Νόμος και οι άνθρωποι που τον εφαρμόζουν την επαναφέρουν αμέσως στην τάξη.
(...)
Η ίδια η ουσία της ιστορίας είναι τραγική. Αυτό που συμβαίνει είναι παράλογο και μερικές φορές γελοίο. Η κωμωδία αναδύεται από αυτή την αντίθεση. Η ύπαρξη αυτού του νόμου είναι παρανοϊκή: ένας θρησκευτικός νόμος που εφαρμόζεται σε όλους, είτε είναι θρησκευόμενοι είτε όχι. Ακόμα κι εμείς δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι μέχρι σήμερα που υποτίθεται ότι είμαστε μία δημοκρατική κοινωνία, μία γυναίκα μπορεί να θεωρείται ιδιοκτησία του συζύγου της. Και υπάρχει και κάτι παράλογο στην απόφαση των ραβίνων να χάσουν χρόνο, να καθυστερήσουν, να αναστατώσουν την κατήγορο για να παραιτηθεί, να απαρνηθεί την επιθυμία της κι έτσι να σωθεί ένα ακόμα εβραϊκό νοικοκυριό από την «καταστροφή».
(...)
Υπάρχουν μερικές περιπτώσεις που ο νόμος επιτρέπει στους δικαστές να διατάξουν τον σύζυγο να δώσει διαζύγιο στη γυναίκα του: αν ο σύζυγος δεν μπορεί να την ντύσει, ή να ικανοποιήσει τις διατροφικές και σεξουαλικές της ανάγκες. Με αυτή τη λογική, οι δικαστές καλούν ως μάρτυρες μέλη του περιβάλλοντος. Αλλά, από τη στιγμή που τους καλούν, αρπάζουν την ευκαιρία και μιλάνε για τον εαυτό τους. Ο αδερφός της Viviane, η γυναίκα του, ένας 50χρονος εργένης, ένας φίλος από τη συναγωγή, οι γείτονες. Αυτός ο καμβάς από ρεαλιστικούς χαρακτήρες φέρνει στο φως πολλές απόψεις, οπτικές από έξω, από πόλεις, από παραδόσεις, από τη συναγωγή. Μπορούν όμως να δώσουν μία έγκυρη εικόνα για το αν ο Elisha πρέπει να δώσει διαζύγιο στη γυναίκα του;

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)