του Akira Kurosawa
ran.jpg

Μετά από 70 χρόνια απόλυτης ηγεμονίας, ο πανίσχυρος άρχοντας Χιντετόρα αποφασίζει να παραιτηθεί από τα αξιώματά του και να μοιράσει το βασίλειο στους τρεις γιους του, υπό τον όρο να μείνουν ενωμένοι. Σύμφωνα με τις πατρικές εντολές, ο πρωτότοκος θα ηγείται, ενώ οι άλλοι δύο θα έχουν ίσα μερίδια, οφείλοντας όμως να υπακούν και να στηρίζουν τον μεγαλύτερο αδελφό τους. Ενώ οι δυο μεγαλύτεροι γιοι κολακεύουν τον πατέρα τους με σκοπό να τον απογυμνώσουν από πλούτη και αξιώματα, ο μικρότερος προσπαθεί να τον προειδοποιήσει ότι το σχέδιό του είναι λανθασμένο και άστοχο. Ο πατέρας εξοργισμένος με την αυθάδειά του, τον αποκληρώνει και τον διώχνει, σύντομα όμως θα αποδειχτεί ότι ο μικρός γιος είχε απόλυτο δίκιο. Τα δύο αδέλφια ξεκινούν πόλεμο μεταξύ τους και ο γερο-πατέρας βρίσκεται παγιδευμένος στη δίνη μιας μάχης για την εξουσία, την δύναμη και τον πλούτο.
 Ο Κουροασάουα στο Ran/ Ραν (που στα ιαπωνικά σημαίνει χάος), βασίζεται στην κορυφαία τραγωδία Βασιλιάς Ληρ, και διασκευάζει το έργο τoυ Σαίξπηρ περισσότερο σε μια λογική των καταστροφικών επιπτώσεων που προκαλεί η δίψα και η απληστία για εξουσία και λιγότερο για το «κενό της αγάπης» και της αφοσίωσης ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, το οποίο διαλύει εκ θεμελίων την κραταιά οικογένεια του τραγικού βασιλιά. Ο ιάπωνας δημιουργός προετοίμαζε την ταινία για δέκα χρόνια, φτιάχνοντας χιλιάδες σχέδια για κάθε πλάνο χωριστά και κατάφερε να την πραγματοποιήσει μονάχα χάρη στην ουσιαστική χρηματοδότηση των γάλλων παραγωγών. Με χιλιάδες κομπάρσους, χειροποίητα αυθεντικά κοστούμια, άλογα που μεταφέρθηκαν στην Ιαπωνία από την Αμερική και γυρισμένη στο βουνό Άσο, ένα ενεργό ηφαίστειο, το Ραν είναι η ακριβότερη παραγωγή, μέχρι και σήμερα, του γιαπωνέζικου  κινηματογράφου. Μέσα από μεγαλοπρεπείς αναπαραστάσεις του ιαπωνικού Μεσαίωνα, είναι ένα λαμπρό κινηματογραφικό επίτευγμα, ένα χορταστικό (για τα μάτια) υπερθέαμα και ταυτόχρονα ένα καίριο σχόλιο για την τρέλα και την λαγνεία της
Με τους:    Tatsuya Nakadai, Akira Terao, Jinpachi Nezu

(δ.τ.)