του Amos Gitai
promise.jpg

Έρημος του Σινά. Νύχτα. Μια φωτιά είναι αναμμένη. Γύρω της μια ομάδα ανδρών και γυναικών προσπαθεί να ζεσταθεί. Αυτή η ομάδα είναι ετερογενής: οι άνδρες είναι οι κάτοικοι της ερήμου, οι Βεδουίνοι, και οι γυναίκες έρχονται από πολύ μακριά, από την Ανατολική Ευρώπη. Σε λίγο πρόκειται να περάσουν παράνομα τα σύνορα του πιο αυστηρά φυλασσόμενου κράτους στον κόσμο, του Ισραήλ. Μετά από λίγες μέρες αυτές, οι ίδιες κοπέλες θα κακοποιηθούν, θα βιαστούν και θα πωληθούν. Είναι τα θύματα ενός διεθνούς δικτύου λευκής σκλαβιάς. Θα αλλάξουν ιδιοκτήτες, θα περάσουν από club, σε μπαρ και οίκους ανοχής. Ανώνυμοι και χωρίς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό χώροι, φιλοξενούν αυτές τις γυναίκες. Η πραγματικότητα που ζουν αυτές οι κοπέλες είναι ένα διαρκές μαρτύριο. Κανένα έλεος, καμιά ελπίδα. Όμως ένα βράδυ στο club, μια από αυτές τις κοπέλες θα συναντήσει την Rose και θα ζητήσει την βοήθεια της. Ελπίδες ότι κάτι θα αλλάξει θα γεννηθούν...
Συνεχίζοντας τη συχνά αιρετική και απομυθοποιητική του προσέγγιση στο κράτος του Ισραήλ, ο Amos Gitai επιλέγει ως κεντρικά πρόσωπα της ταινίας του τα θύματα ενός δικτύου εμπορίας λευκής σαρκός. Εδώ δεν υπάρχει καμιά Γη της Επαγγελίας, απλώς ένας τόπος του διαρκούς μαρτυρίου, η επί της γης κόλαση. Το σκότος που περιβάλλει την ταινία κάνει τις εικόνες της να κατάγονται από ένα εφιάλτη: είναι η σκοτεινή, ερεβώδης και τρομακτική πλευρά ενός μοντέρνου κόσμου. Η βία που ασκείται πάνω σ’ αυτές τις γυναίκες δείχνει, κατά τον σκηνοθέτη, και το επίπεδο μιας κοινωνίας. Κλειδωμένες σε μικρά δωμάτια, κακοποιημένες, χωρίς επίσημα έγγραφα είναι οι λευκοί σκλάβοι μιας ευημερούσας κοινωνίας. Όπως και σε προηγούμενη του ταινία -με τίτλο Kadosh και θέμα τη γυναικεία καταπίεση στο εσωτερικό μιας παραδοσιακής εβραϊκής θρησκευτικής σέχτας-, έτσι και εδώ ο ισραηλινός σκηνοθέτες αναζητά τις οδούς διαφυγής γι’ αυτές τις έγκλειστες.
Ο Amos Gitai, παραμένει πάντα μια ανήσυχη και αντισυμβατική παρουσία στο διεθνές κινηματογραφικό τοπίο.
Η ταινία βραβεύτηκε με το βραβείο ειρήνης στο Φεστιβάλ Βενετίας (2004).
Ο Amos Gitai δηλώνει, σχετικά με την ταινία, στον κατάλογο του φεστιβάλ Βενετίας (2004): «Ενώ διερευνούσα το θέμα των δικτύων εγκλήματος, που διαπερνούν τα σύνορα στην Μέση Ανατολή, παρατήρησα το συνεχώς αυξανόμενο φαινόμενο της λευκής σκλαβιάς. Αυτά τα διεθνή δίκτυα εγκλήματος μετατρέπουν τις γυναίκες σε εμπόρευμα. Μεταφέρονται από τις χώρες καταγωγής τους, στις περισσότερες των περιπτώσεων από την Ανατολική Ευρώπη, και μέσω της ερήμου του Σινά μπαίνουν πολύ εύκολα στο Ισραήλ. Τελικά αποστέλλονται σε διάφορες πόλεις του Ισραήλ –ορισμένες πηγαίνουν και στην Δυτική Όχθη ή άλλου. Προσέγγισα το θέμα από την δική μου οπτική γωνία, προσπαθώντας να ακολουθήσω τα ίχνη ενός δρόμου εν μέσω των βομβαρδισμών των Media για την Μέση Ανατολή, αντιπαρατιθέμενος στην εξωτική φύση της εικονοκλαστικής άποψης για την Γη της Επαγγελίας».
Δ.Μ.