(Κλίματα αγάπης)
του Nuri Bilge Ceylan
iklimle2.jpg

Η επόμενη ταινία του μετά το βραβευμένο στις Κάννες Uzak βρίσκει τον τούρκο σκηνοθέτη Nuri Bily Ceylan διχασμένο: στην ταινία Iklimler/ Κλίματα αγάπης δεν βρίσκεται μόνο πίσω από τις κάμερες σκηνοθετώντας αλλά και μπροστά, κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Διπλά του δύο ηθοποιοί που εμφανίσθηκαν σε προηγούμενες του ταινίες η Ebru Ceylan (η γυναίκα του στην πραγματική ζωή) και η Nazan Vesal. Αυτή τη φορά στο κέντρο της ταινίας βρίσκονται οι σχέσεις άνδρα –γυναίκα. Η ταινία είναι μια ακτινογραφία ενός ζευγαριού σε κρίση (στους ρόλους ο σκηνοθέτης και η γυναίκα του) καθώς αναζητεί την ευτυχία που δεν μπορεί πλέον να προσεγγίσει. Μέσα σ’ αυτή τη σχέση οι αλλαγές του καιρού αντανακλούν την εξέλιξη της σχέσης. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος για πολύ απλούς λόγος και δυστυχισμένος για ακόμα πιο απλούς. Ο Isa και η Bahar είναι δύο μοναχικά πρόσωπα παγιδευμένα στον ιστό μιας αδιέξοδης σχέσης…
iklimle1.jpg
Λόγω της οικονομικής κρίσης που επικρατεί στην Τουρκία, ο Γιουσούφ εγκαταλείπει την επαρχία για να αναζητήσει επαγγελματικές ευκαιρίες και μια καλύτερη τύχη στην Κωνσταντινούπολη. Με στόχο να μπαρκάρει ως μούτσος σε κάποιο πλοίο και ονειροπολώντας να γνωρίσει τον κόσμο, φιλοξενείται από τον συγγενή του Μαχμούτ που ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη ως φωτογράφος. Από την μία ο μοναχικός, εσωστρεφής και εσωτερικά ηττημένος Μαχμούτ, που είχε κάποτε μεγάλα καλλιτεχνικά όνειρα, χαμένος μέσα στα υπαρξιακά του αδιέξοδα και από την άλλη, ο ανήσυχος και μονοκόμματος Γιουσούφ που δεν τον χωράει ο τόπος. Η επίσκεψη αποδιοργανώνει και αποσυντονίζει την εργένικη ζωή του Μαχμούτ, ο οποίος έχει συνηθίσει να βλέπει και να ζει τα πράγματα από απόσταση. Οι διαφορετικοί κόσμοι που εκπροσωπούν είναι αδύνατον να συναντηθούν και οι δύο άντρες δεν θ’ αργήσουν να συγκρουστούν και να οδηγηθούν στην ρήξη.
Το Μακριά, το τρίτο φιλμ του Τζεϊλάν, βραβευμένο με το Μεγάλο Ειδικό βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, είναι η ταινία που τον καθιέρωσε σε διεθνές επίπεδο. Με μεγάλη αφηγηματική δύναμη, ελάχιστη μουσική και λιτούς διάλογους, αποτυπώνει στην οθόνη την οπτική του σκηνοθέτη πάνω στη σύγχρονη ζωή στην πόλη, καταγράφοντας την ανθρώπινη κατάσταση σε συνθήκες μοναξιάς και αποξένωσης, σε μια εκπληκτικά κινηματογραφημένη και χιονισμένη Κωνσταντινούπολη. Η εικαστική τελειότητα των πλάνων της χειμωνιάτικης και παγωμένης Πόλης (ο τούρκος δημιουργός ξεκίνησε τη διαδρομή του στον χώρο της τέχνης ως φωτογράφος, ενώ εδώ έχει και το ρόλο του διευθυντή φωτογραφίας) είναι πρωτόφαντη και εντυπωσιακή.

Ο Nuri Bilge Ceylan δηλώνει σε συνέντευξη τύπου στο φεστιβάλ Καννών 2006: «Αυτή η ταινία αντανακλά την άποψη μου για τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν αναφέρεται απλώς και μόνο στη τουρκική κοινωνία. Έχω την τάση να εστιάζω στις μικρότερες των λεπτομερειών γιατί συχνά αυτές έχουν τις μεγαλύτερες συνέπειες. Για παράδειγμα όταν ένα ζευγάρι τσακώνεται, ορισμένες φορές βίαια, όπως συμβαίνει στην ταινία, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι υπάρχει στην αφετηρία της σύγκρουσης. Όμως συχνά είναι κάτι που δεν μπορούμε να αντέξουμε, μια λεπτομέρεια χωρίς καμιά σημασία».
Αναφερόμενος στην επιλογή του να γίνει ηθοποιός σημειώνει χαρακτηριστικά «Ήθελα να είμαι ηθοποιός σ’ αυτήν την ταινία, όχι επειδή αφηγείται τη ζωή μου- δεν είναι με κανένα τρόπο αυτοβιογραφική. Ήθελα απλώς να δοκιμάσω αυτή τη θέση. Ορισμένες φορές υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε στους άλλους ηθοποιούς. Ήθελα να είμαι ηθοποιός στην ταινία Uzak (σ.τ.ε. η προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη), όμως στη πορεία έχασα το θάρρος που χρειαζόταν. Σ’ αυτή τη ταινία το γεγονός ότι κινηματογραφήσαμε την ταινία σε ψηφιακό βίντεο μού επέτρεψε να κάνω αυτό το βήμα: μπορείς να κινηματογραφείς περισσότερο και με το μόνιτορ να έχεις περισσότερο έλεγχο. Στο πλατό ορισμένες φορές έχω την τάση να υποκρίνομαι σε σημείο υπερβολής, επειδή δεν υπάρχει κάποιος να με διευθύνεις. Ωστόσο καθώς κινηματογραφούσαμε πολύ, είχαμε αρκετό υλικό για να βγάλουμε κάτι».
Ο ήχος είναι ένα σημαντικό στοιχείο στην ταινία: «Μ’ αρέσει να είμαι ρεαλιστικός μόνο όσον αφορά την εικόνα μα όχι ως προς τον ήχο. Τα αυτιά είναι επιλεκτικά ακούμε μόνο αυτά που θέλουμε να ακούσουμε. Βρίσκω ότι συχνά στις ταινίες οι αποκαλούμενοι «ρεαλιστικοί» ήχοι δεν φαίνονται και πολύ αληθινοί. Γι’ αυτό και όλοι οι ήχοι στην ταινία δημιουργήθηκαν μετά τα γυρίσματα και πριν το μοντάζ. Η επεξεργασία του ήχου διήρκησε δύο μήνες».
Η ταινία βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Καννών 2006 με το βραβείο της FIPRESCI.

(δ.τ.)