της Μαριάννα Οικονόμου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_vagner-ntomates.jpg

Ντομάτες που νοστιμεύουν όταν ακούν Βάγκνερ αλλά αυξάνουν την παραγωγή τους με δημοτικά, πελασγικοί μύθοι με Νύμφες που θέτουν φιλοσοφικά ερωτήματα σε περαστικούς, λαϊκά παραμύθια όπως αυτό της σαγηνευτικής Λουλουδένιας που η ματιά της οδηγεί τον τόπο σε ακινησία, η επαναλαμβανόμενη ιστορία του Κολόμβου με το ταξίδι του πανάρχαιου σπόρου και κυρίως μια μικρή ομάδα ανθρώπων καταμεσής του θεσσαλικού κάμπου με διαφορετική ματιά αλλά με το ίδιο μεράκι για δημιουργία, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του ευφάνταστου οδοιπορικού.
Ακολουθώντας την πορεία ενός ιδιαίτερου συνεταιρισμού στο χωριό Ηλιά του νομού Καρδίσας, το πρωτότυπο -και όχι μόνο ως προς τον τίτλο του- ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου ξεκινά με μια σχεδόν σουρεαλιστική σκηνή για να συνεχίσει μέσα από πιο βατά μονοπάτια. Πορτρέτο ανθρώπων της ξεχασμένης ελληνικής επαρχίας, καταγραφή της επίπονης προσπάθειάς τους για παραγωγή ενός βιολογικού προϊόντος και διάχυσής του στην παγκόσμια αγορά, αλλά και της καθημερινότητάς τους δοσμένης ρεαλιστικά, μέσα όμως από μια χιουμοριστική και ανάλαφρα φιλοσοφική διάθεση, το “Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες” μας επιφυλάσσει μια σειρά από απρόβλεπτα και εκπλήξεις.
Σε ένα χωριό 30 κατοίκων που αργοπεθαίνει ένας κλασικός γεωργός του κάμπου, ένας μαθηματικός που αποφασίζει να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο και πέντε γυναίκες του χωριού με ξεχωριστή προσωπικότητα η κάθε μια συναντιούνται καθημερινά, δουλεύουν, αστειεύονται, ταξιδεύουν, απογοητεύονται αλλά προπάντων εμψυχώνουν ό ένας τον άλλον σε μια εποχή που φαίνεται να είναι κάθε άλλο παρά εύκολη. Η Οικονόμου εστιάζει κυρίως στον άνδρα-εμπνευστή της ιδέας χωρίς ωστόσο να αδιαφορεί και για τα “κορίτσια” του, γυναίκες διαφορετικών γενεών που η καθε μια κουβαλά τη δική της ιστορία. Ενδιάμεσα η κάμερα διατρέχει σιωπηλά τη θεσσαλική γη και τις αγροτικές εργασίες, το ανοιχτό αγροτικό τοπίο, τη μοναξιά και τη μελαγχολία του. Όταν επανέρχεται ωστόσο στα πρόσωπα του μικρού αλλά δυναμικού “γαλατικού χωριού” και στις δράσεις τους η ταινία ξαναβρίσκει το χιούμορ και τη θυμοσοφική της διάθεση. Οι δύο αυτοί πόλοι καθορίζουν τη διαδρομή των ηρώων αλλά και της ίδιας της ταινίας. Σε μια μικρή αγροτική γωνιά ξεχασμένη από Θεούς και ανθρώπους, μετέωρη ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, την ελπίδα και τη ματαίωση υπάρχει άπλετος χώρος για νέα ξεκινήματα, για πειραματισμούς με πρελούδια του Βάγκνερ και κινόα, για τολμηρές συνεργασίες και διαπολιτισμικές συναντήσεις αλλά προπάντων για μια όμορφη οικογενειακή φωτογραφία, επιστέγασμα αυτής της συγκινητικής ανθρώπινης συνύπαρξης.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]