του Σταύρου Τσιώλη
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_gynaikes-pou-perasate-apo-do.jpg

Ο ΘΙΑΣΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΣΙΩΛΗ ΜΟΛΙΣ ΠΕΡΑΣΕ ΑΠΟ ΔΩ

Δυο περίεργοι τύποι, ώριμης ηλικίας (οι εξαιρετικοί Τζούμας και Λίτσης), φυλάνε τσίλιες, εμμίσθως, σε μια ανηφοριά, απ’ όπου έχουμε πανοραμική θέα της Αθήνας, ενώ ολόγυρα σκορπίζονται θόρυβοι από γκρεμίσματα και μαστορέματα, σ’ ένα κτίριο, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια πολεοδομική παράβαση, κάποια αυθαίρετη κατασκευαστική προσθήκη, προκειμένου ένας νοικοκύρης να επεκτείνει, παράτυπα, την προίκα της θυγατέρας του. Απέναντι ακριβώς ανοίγεται μια εξίσου παράδοξη θεατρική σκηνή, ένας κατηφορικός δημόσιος, όπου διάφοροι ουρανοκατέβατοι περαστικοί, κυρίως γυναίκες και κοριτσόπουλα, πάνε κι έρχονται, κατευθυνόμενοι στο άγνωστο. Τα δύο παλκοσένικα, το ιδιωτικό και πρόχειρα στημένο των δύο τσιλιαδόρων (που ενδεχομένως περιμένουν και κάτι περισσότερο αόριστο, ίσως την έλευση κάποιου Γκοντό) και το άλλο, το δημόσιο, των κάθε λογής περαστικών και περιπλανόμενων, λογικών ή σαλεμένων, παραμυθάδων ή στιχοπλόκων, απελπισμένων ή αισιόδοξων, αρχίζουν να μπερδεύονται, εισχωρώντας το ένα μέσα στο άλλο, με τρόπο ταχυδακτυλουργού ή μάγου, υπό τους δείκτες του ρολογιού ή των χτύπων της καμπάνας της κοντινής εκκλησίας, που σημαίνουν το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Νταν, νταν νταν, κι ενώ το φως της ημέρας όλο χαμηλώνει. Οι περαστικοί σταματούν, να πιουν ένα καφεδάκι, ένα ουισκάκι και να πουν τα βάσανά τους, ιδιαιτέρως οι γυναίκες, σ’ αυτό το θεατρικό-κινηματογραφικό πλατό, προερχόμενες, θαρρείς, από κάποιο θεατρικό του Τεννεσσή Ουίλλιαμς ή του Τσέχωφ – κουβαλώντας απόηχους ακόμη κι απ’ την Έβελυν (μεγάλος έρωτας του Τσιώλη) του Τζέημς Τζόις ή από σκηνές προγενέστερων ταινιών του σκηνοθέτη. Όλα με τρόπο παράδοξο, αυθαίρετο, ονειρικό, μαγικό, σε μια συνεύρεση σινεμά και θεάτρου, εκεί όπου πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι λέξεις του Σταύρου Τσιώλη, το μεγάλο του ατού, κατά την άποψή μου. Λόγος που ρέει αβίαστα, με όλο το βάρος και βάθος που κουβαλά, και που έρχεται να συναντήσει μια εικόνα στατική, παγωμένη, κι αυτή με τη σειρά της βγαλμένη από κάποιο όνειρο, από κάποια παραίσθηση, ή από μνήμες παλιών ιστοριών, ταξιδιών και κινηματογραφικών περιπετειών. Γλυκόπικρο χιούμορ, διάχυτη αισθαντικότητα και ρομαντισμός, το άγγιγμα ενός ντιλετάντη ή ενός λαϊκού δανδή, στο μπράτσο ή στον ώμο μιας κυρίας, άλλοτε ως κίνηση παρηγοριάς κι άλλοτε ως ένδειξη αδήλωτου με λόγια φλερτ. Τυπικός μελαγχολικός κι απολαυστικός Τσιώλης, όπως πάντα; Φυσικά, αλλά έχοντας πλέον αποδεχτεί καθαρά αυτό που από παλιά έδειχνε κυρίαρχο στις ταινίες του, αναδυόμενο πάντα μέσα από ιστορίες μετακίνησης και περιπλάνησης, ή συμπορευόμενο με αυτές: την πίστη και την αγάπη του στον θεατρικό λόγο και στη θεατρική σκηνή. Κι εδώ υπάρχει μετακίνηση, περιπλάνηση, εξορία ή οδύσσεια, δυνατός ή ματαιωμένος νόστος, μέσα απ’ την ασταμάτητη ροή του λόγου, με φόντο μια πόλη που μολονότι δείχνει αμέτοχη κι απόμακρη, στην πραγματικότητα συμμετέχει με διάφορους εκπροσώπου της, τα πρόσωπα που θαρρείς ξεσπιτώθηκαν προκειμένου να πουν τον πόνο τους, να δακρύσουν ή να χαμογελάσουν, μπροστά στον κινηματογραφικό φακό.

(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)