του Γιώργου Λάνθιμου
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_poor-things.jpg

Μια νεαρή γυναίκα που αυτοκτονεί στον Τάμεση την Βικτωριανή Εποχή βρίσκεται να έχει μια νέα, αλλόκοτη ζωή ως κόρη ενός εκκεντρικού γιατρού-ερευνητή που καλεί στο σπίτι έναν από τους φοιτητές του για να μελετούν μαζί τα επιστημονικά δεδομένα της προόδου της. Η Μπέλα, όπως, την φωνάζουν, δεν συντονίζει ακόμα καλά τις κινήσεις της, ούτε λέει ολόκληρες φράσεις, μαθαίνει όμως εύκολα και σύντομα θα θελήσει να γνωρίσει τον κόσμο και να ζήσει περιπέτειες μακριά απ’ το σπίτι όπου ο γιατρός-πατέρας της ελπίζει πως θα την φυλακίσει μετά το γάμο της με τον μνηστήρα της πια φοιτητή …
Κατασκευασμένο απ’ τα μόνιμα υλικά του σύμπαντος του σκηνοθέτη, με σπόρους απ’ τον Κυνόδοντα που, όμως, εδώ αναπτύσσονται σ’ εντελώς άλλο περιβάλλον, το Poor things του Γιώργου Λάνθιμου, ορμητικό και γεμάτο ζωή, ευφάνταστο στη σύλληψη και στα σκηνικά του, τολμηρό κι αθυρόστομο σαν την εξαιρετική-εξαιρετική πρωταγωνίστριά του Έμμα Στόουν στον αφοπλιστικά απολαυστικό της ρόλο ως Μπέλα Μπάξτερ, κι έχοντας μια από τις λειτουργικότερες και πιο διασκεδαστικές χρήσεις του γυμνού και του σεξ που έχουμε δει στο σινεμά, είναι ένα σατιρικό παραμύθι γυναικείας χειραφέτησης κι ενηλικίωσης και μεταμοντέρνα σλάπστικ κωμωδία εποχής μαζί, με στοιχεία fantasy, κι επιρροές από γερμανικό εξπρεσιονισμό μέχρι Σαρλώ και ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, αποτελεί εντυπωσιακή επίδειξη σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας και γραφής, ασπρόμαυρης κι έγχρωμης, ενός δημιουργού-θαύματος που του αρέσει να εναλλάσσει τους φακούς του για να κάνει πλούσιο το αποτέλεσμα και ξέρει καλά πώς να συνδυάζει τις «παλιές τεχνικές» με τη μοντέρνα τεχνολογία. Με σημειολογία που παραπέμπει στον Φράνκεσταϊν, στην Πεντάμορφη και το Τέρας έως και στην Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων, η Μπέλα μαθαίνει σε στάδια τη Ζωή, περιδιαβαίνοντας τις μητροπόλεις του κόσμου, με μουσική που στάζει συναίσθημα (και μ’ ένα εξαίσιο fado στη Λισαβώνα) κι ο θεατής μπαίνει σ’ ένα λούνα παρκ με δώρα, που δεν θα σταματήσουν μέχρι την τελευταία στιγμή, ένας άξια κερδισμένος λοιπόν Χρυσός Λέοντας στο 80ο Φεστιβάλ της Βενετίας, για το Λάνθιμο γι' αρχή μια και η ταινία του είναι πραγματική ευχαρίστηση να την βλέπεις. Το σενάριό της, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Alisdair Gray και δουλεμένο στον πόντο απ’ τον Tony McNamara, προσφέρει εξίσου γέλιο και φιλοσοφικά συμπεράσματα (για να μην πούμε και λίγο σοσιαλισμό), και δίνει σ’ όλους τους ηθοποιούς τη δυνατότητα για καλές έως εντυπωσιακές ερμηνείες, από τον πονεμένο Γουίλιαμ Νταφόε έως τον Μαρκ Ράφαλο σε απρόσμενο ρόλο δικηγόρου-εραστή με πονηριά -κι εντέλει και μικροψυχία- καλικαντζάρου.
Η πλοκή βγάζει τη γλώσσα σε κάθε έννοια ορθότητας, πολιτικής και μη, συντρίβει με χάρη τις επιταγές της πατριαρχίας και τιμωρεί στο βαθμό που του πρέπει κάθε επίδοξο άνδρα-δαμαστή, δεν λέει όχι στον έρωτα, επικεντρώνει, όμως, απ’ την πρώτη κιόλας σκηνή, παιχνιδιάρικα και συγκινητικά μαζί, την αγάπη της στους μπαμπάδες με συναισθήματα αυτού του κόσμου που αξίζουν να συγχωρεθούν κι ας μην τα έχουν κάνει όλα τέλεια – βασικά, ακόμα κι αν σου έχουν κάνει μεταμόσχευση εγκεφάλου. Η στάση αυτή βάζει την ταινία σε αντίθετη τροχιά απ’ τον Κυνόδοντα, κι ας εκπορεύεται από παρόμοια βάση, αφού τ’ ανεξίτηλα τραύματα που άφησε ο πατέρας του στο πρόσωπο και το σώμα του Γκόντγουιν Μπάξτερ, η επιθυμία του ίδιου να θέλει να φυλακίσει τη Μπέλα για ασφάλεια και ο ολέθρια κακοποιητικός χαρακτήρας του παλιού συζύγου, που άλλοτε θα αποτελούσαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της de facto σαδιστικής/διαστροφικής πλευράς των οικογενειακών σχέσεων, αντηχούν εδώ ως κάτι παρελθοντικό με το οποίο η επόμενη γενιά δεν είναι αναγκασμένη να ζήσει. Με τον τρόπο αυτό, το δίλημμα σχέσεις εξουσίας και περιορισμός της ατομικής ανεξαρτησίας, ή ελευθερία και μοναξιά, που αποτελεί την διαχρονική προβληματική του Λάνθιμου χάνει εδώ την ακαμψία και τη σιγουριά του και τίθεται, πολύ πιο ανάλαφρα και συζητήσιμα, υπό διερεύνηση και διαβούλευση μέσα από μια ολόκληρη τοπιογραφία διαφορετικών χαρακτήρων (ανάμεσά τους κι εκείνος της Χάνα Συγκούλα). Η προστασία και η ασφάλεια που προσφέρει η οικογένεια, διαχωρίζονται έτσι εδώ απ’ το μέχρι τώρα εγγενές αρνητικό τους πρόσημο κι οι σχέσεις αποκτούν δυνατότητες και διαβαθμίσεις, που δεν υπήρχαν πριν στο σύμπαν του Λάνθιμου, αφού οι ήρωες παρά τις αδυναμίες τους θα θελήσουν να περιμένουν, να κάνουν πίσω ή ακόμα και να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τα θέλω τους, βοηθώντας τον Άλλον να υπάρξει ξέχωρα, όπως π.χ. όταν ο Γκόντγουιν ράβει τα χρήματα στο παλτό της Μπέλα. Η ζωή αποδεικνύεται άρα κατά παράδοξο τρόπο πιο ωραία με συναισθήματα και με οικογένεια αρκεί αυτή να εμπεριέχει ελευθερία, επιλογή, ε και με κάποια μητριαρχία μέσα της - με την έννοια της αποδοχής στην μορφή που κανείς θέλει να είναι. Και δεν είναι ίσως έκπληξη, πως παρ’ ότι το Poor things χορεύει τόσο ξέφρενα με το σεξ και τον έρωτα (όσο κι οι υπέροχοι στροβιλισμοί του χορού της Μπέλα στη Λισαβώνα), η βασική αγάπη για το κορίτσι εδώ παραμένει ο πατέρας του που όσο κι αν του έχει θυμώσει, τον συγχωρεί, τον κρατάει μέσα της κι εν τέλει θα θελήσει να του μοιάσει και λιγάκι. Ιδού λοιπόν μια ταινία που είναι σαφώς απ’ την πλευρά της ζωής και μας αφήνει βάσιμες υπόνοιες πως ο σκηνοθέτης θέλει να περάσουμε καλά και να αισιοδοξήσουμε, όσο κι αν είμαστε φτωχά πλασματάκια.